Απόσπασμα από το κεφάλαιο 15. Σελίδες 95,96. Έβαλα τα σκούρα μου μαύρα γυαλιά, πήρα σοβαρό ύφος και μπήκα στην αίθουσα. Είχαν μαζευτεί εκεί καμιά εικοσιπενταριά νέοι, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με ελαφρά φθινοπωρινά ρούχα, σκορπισμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες και κάτω από μπεζ χαλί. Ο Μάρρεϋ περπατούσε ανάμεσά τους ανάμεσά τους, μιλώντας, με το δεξί […]