[Μάταιο] Λίμνες τα μάτια της με αισθήματα κελαρυστές ⸱ κάθε που κλαίει, τα σφουγγίζω μ’ ένα μαντήλι έπειτα το σφίγγω στα δυο μου χείλη. Το ποίημα αρχινάω που ατελές θα μείνει, όταν φθαρθεί ή ίσως χαθεί ετούτο το μαντήλι. [Γράφοντας] Κάτι που σκιάζει το γραπτό θηρεύει μέσα μου απτό το παιδί που ήμουνα εγώ, […]
Δώρα
Δώρα | Τρία ποιήματα
[Τι θέλει να πει ο ποιητής παιδιά;] Ξεχασμένος κι από την γλώσσα του κατατρεγμένος μία κρεμάλα κουβαλά στο ποίημα -κάποιου εγχειριδίου- πλάι ⸱ κάθε που τα γράμματά του σώνονται κι οι λέξεις σιωπούνται [Το υγρό σπίτι] Το σπίτι υπέφερε από χρόνια υγρασία. Υγρά τα μάτια της, τον καθρέφτη ράγιζαν όπου τα χνώτα μου, αχνά […]
Δώρα | Πρωταρχικό στοιχε(ίο)/(ιό)
«Υπό το φέγγος σελήνης πορφυρής νερό και φωτιά συνυπάρχουν φυσικά.», ιρίδισε φιγούρα μοναχική πριν την πνίξει πνιγηρά πινέλο στο κύμα⸱ το πινέλο σιγαστήρας στον καμβά του αγνώστου δημιουργού, την δε εβδόμη νύχτα της απουσίας της ομολόγησε εις εαυτόν, πως επιτέλεσε δεινά, νομότυπη παρανομία, χάριν ομοιομορφίας. Μα εκείνη η υδάτινη μορφή εκπνέεται μες […]
Δώρα | Τρία ποιήματα
[Η πηγή της πληγής] Αιμάσσον χ έ ρ ι το απρόσωπο εγκλείει: μια πορφυρή ημισέληνος σε ένα ακέφαλο άγαλμα ερωτιδέως κοκκινίζει τ’ απόνερα στα λιμνασμένα πόδια της. Όρνεα που οσμίζονται το αίμα σκοντάφτουν στην προηγούμενη στροφή ⸱ εχέγγυο αλλοτινό της αθωότητάς της κάτι μαδημένα α κ ά ν θ ι ν α λουλούδια. [Σκιαγραφία] […]
Δώρα | Δύο ποιήματα
[Αναχώρηση] Άδειασε το νερό της θάλασσας στη βάρκα για να πνίξει στους αντικατοπτρισμούς της πρόσωπα γνώριμα, όμοια τώρα με στοιχειά. Ό,τι απέμεινε, ζωή που πάλλεται στον κόλπο της θαλάσσης. Αόρατα κουπιά ίσως να ‘ναι τα σύνορα ζωής – θανάτου. Πώς λοιπόν να εκκινήσει το ταξίδι και για πού; Μια πετονιά που φλεβίζει στα ακροδάχτυλα ψαρεύει […]
Δώρα | Αναμονή
Βρισκόμουν χαμένη στο ψυχρό δωμάτιο ενός λαβυρίνθου νοσταλγικής ρέμβης ⸱ με το χλωμό φως από τον γυμνό γλόμπο της ανεστραμμένης οροφής των ματαιώσεών μας, με τις γκραβούρες στους τοίχους που απεικόνιζαν την πόλη μας σε χρόνια που δεν υπήρξε και με τους πολυκαιρισμένους καναπέδες γύρω από το τραπεζάκι, που το κοσμούσε μια γλάστρα με ψεύτικα […]
Δώρα | Δύο ποιήματα
[Η ζωή] αφανίζει φύσει αφύσικα τις ανωστικές δυνάμεις στο ενδομήτριο υγρό πίπτει ελεύθερα σε όστρακο -χωρίς μαργαριτάρι- που απορροφά τα χρώματα ή σε μια άλλη εξιστόρηση του βίου σε όστρακο με κέλυφος οιονεί μαύρο να προοικονομεί ποίημα θανάτου [Για ένα αποτυχημένο Requiem] Για το θάνατο γράφουμε δίχως ρανίδα αίματος να στάξει στο μελάνι. Και […]
Δώρα | Δύο ποιήματα
[Ανατροπή] Αγρίεψε ο καιρός τα ρούχα δεν βαστούν το σώμα. Χους εκ χοός σε κλεψύδρα το πάνω-κάτω αναμένεται η φόδρα με χάδια τρυφερά την άλογη τροπή να αναγγείλει. [Σε τόπο ακαθόριστο] Μεταλλικές επιταχυνόμενες λάμψεις συρμάτων μιας κυκλοδίωκτης διαδρομής παλλόμενων σημάτων νευρωνικού ή οδικού δικτύου (;) σε σπίθες πυροτεχνουργών κάμπτουν τον ουράνιο θόλο. Τα κορναρίσματα άηχα […]
Δώρα | Τρία ποιήματα
[Το παιχνιδόκουτο] Άσπρες πινελιές από βαμβάκι στον γαλάζιο πυθμένα σου. Καμουφλάρουν τον θάνατο του πλανεμένου αστερία, ή αθωώνουν τα ακτινωτά του φύκια; Δέχτηκες ξανά μέσα σου τα εργαλεία -ιθύνοντα της όλης σκευωρίας-. Υπό το βάρος των τύψεων της παιδικής σου ανεμελιάς αναποδογύρισες. Ο ουρανός σου αίφνης περιχαρακωμένος. Και αναφώνησες: «Για φαντάσου! Ούτε μια παιχνιδόκουτα […]