Όταν λείπω, η ορχήστρα ξεκουράζεται. Οι φωνές κοιμούνται. Ο γρύλος σταματά. Το ψυγείο όμως, κοιμισμένη αρκούδα, ροχαλίζει. Το κρεβάτι διορθώνει τα βαθουλώματα, τα αποτυπώματα και τα φιλιά σου. Ένα φως κάθεται παντού, μικρό παιδί και περιμένει. Το σπίτι ανοίγει, αναπνέει όπως ακορντεόν. Επιστρέφω. Ο άνεμος δεν είναι ευνοϊκός και μου σχίζει τις χάρτινες επιδιώξεις μου. […]
Γιάννης Κοντός
Γιάννης Κοντός | Κυριακή και πρωί Δευτέρας
Άηχα καμπαναριά χτυπάνε δαιμονισμένα και κάνουν θρύψαλα τη νύχτα και το μοβ πρωινό. Κάπου στο ανάμεσο πέθανε χθες η φίλη της μητέρας μου η Ελεονόρα (δεν ήξερε τίποτα για τον Πόε) μέσα στις τριανταφυλλιές. Η βλάστηση φουντώνει χωρίς την Ελεονόρα* και καίγεται στα μάτια σου. Τα βυζαντινά σου κεραμίδια, τα μουσικά σου κεραμίδια, πως με […]
Γιάννης Κοντός | Τι έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς
Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές, με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα μέσα από την ομίχλη, πιάνουν την άκρη του παλτού μου. Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια. Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους, κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα. Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα. Προσπαθεί να τα σβήσει από τις […]
Γιάννης Κοντός | Η Ζωγραφική στη ζωή μου
στον Γιάννη Ψυχοπαίδη Άφησα το ζεστό σου κρεβάτι, τα λευκά σεντόνια, τα ήσυχα νερά και πήγα σε κείνες τις πλατείες του Ντε Κίρικο, στο υποσυνείδητο, με τα κυλιόμενα φεγγάρια. Φυσάει νοτιάς και μου σαρώνει τα νεύρα, τα αρθριτικά, τις αναμνήσεις. Βάδιζα σε ένα πεζοδρόμιο και πήγαινα και δεν πήγαινα, λες και πατούσα τεντωμένο σύρμα […]
Γιάννης Κοντός | Η μαγεία να κάνεις το σώμα σου κομμάτια και οι άλλοι να σε βλέπουν αρτιμελή
Πήγα μια ώρα πίσω και πάτησα την κατσαρίδα νομίζοντας ότι η μουσική θα σταματούσε. Με το «κρακ» θα έσπαζε το κέλυφος του καλοκαιριού θα σταμάταγαν οι βράχοι να με κυνηγούν – στη θάλασσα και στη στεριά – Με δάχτυλα παραμορφωμένα από βιβλία και χαρτιά με μάτια αλλήθωρα έβλεπα πρόσωπα συμπαγή και λεία. Τώρα – δηλαδή […]
Γιάννης Κοντός | Ο αφηρημένος από αγάπη ή τι γυρεύει στα μέρη μας η Έμιλι Ντίκινσον
Βάλε τα φτερά – τα λεπίδια σου στις θήκες και έλα να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. Μην τεντώνεις το τόξο της ηλικίας σου, θα το σπάσεις. Μυρίζει μουσική. Με άλλο μάτι βλέπω τώρα τον υδράργυρο της φωνής σου. Όλη νύχτα έκοβα ξύλα, έκοβα λέξεις στον ύπνο μου. Έκανα μονόλογους και το χιονόνερο του ποιήματος μου τρυπούσε […]