Έπεσε χιόνι. Μεθυσμένος από πορφυρό κρασί εγκαταλείπεις μετά τα μεσάνυχτα τη σκοτεινή περιοχή των ανθρώπων, την κόκκινη φλόγα της γωνιάς τους. Ώ τα σκοτάδια!
Μαύρη παγωνιά. Σκληρή είναι η γης, πικρός αγέρας. Κακά σημάδια προμαντεύουν τα άστρα σου.
Με πετρωμένα βήματα προχωρείς ποδοκροτώντας προς το ανάχωμα, με μάτια στρογγυλά, σα στρατιώτης που χιμάει σ’ ένα μαύρο οχυρό. Avanti!
Χιόνι και φεγγάρι!
Ένας κόκκινος λύκος που τον πνίγει ένας Άγγελος. Τα πόδια σου αντηχούν προχωρώντας σα γαλάζιος πάγος κι ένα χαμόγελο γεμάτο θλίψη και περηφάνια πέτρωσε το πρόσωπό σου και το μέτωπο χλομιάζει μπροστά στην ηδονή της παγωνιάς˙
ή σκύβει βουβά πάνω απ’ τον ύπνο ενός φύλακα που έγειρε μες στην ξύλινη καλύβα του.
Παγωνιά και καπνίλα. Ένα λευκό πουκάμισο άστρων καίει τους ώμους που το φορούν και οι γύπες του Θεού κατασπαράζουν τη μεταλλική καρδιά σου.
Ώ ο πετραδερός λόφος. Ήσυχα και λησμονημένα λιώνει το κρύο κορμί μες στο ασημένιο χιόνι.
Μαύρος είναι ο ύπνος. Το αυτί ακολουθάει ώρα τα μονοπάτια των άστρων στον πάγο.
Με το ξύπνημα αντήχησαν οι καμπάνες του χωριού. Από την ανατολική πύλη πρόβαλε ασημένια η ρόδινη μέρα.
Μετάφραση: Δημ. Στ. Δήμου