Οι αστυνομικοί των Ειδικών Δυνάμεων στέκονταν απέναντί μας αρματωμένοι και ακίνητοι, σαν πύργοι σιδερόφρακτοι, φυτεμένοι στην άσφαλτο. Εμείς φωνάζαμε «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι» φωνάζαμε και «προδότες – πολιτικοί – θα μπείτε – φυλακή» φωνάζαμε «ουουουου», ώσπου εμφανίστηκαν οι πρώτοι πολιτικοί, περιστοιχισμένοι από τους μπράβους τους. Ανάμεσά τους αναγνωρίσαμε κάποιους δημοσιογράφους. Ξεσπάσαμε. Ό,τι χυδαιότερο σκεφτόταν κάποιος το φώναζε, «γαμήσου στον έναν, κωλόγρια στην άλλη, πού τα βρήκες μωρή κότα τα χρυσαφικά» – τέτοια πράγματα. Και ξαφνικά, οι άντρες των Ειδικών Δυνάμεων άρχισαν να πετούν ντομάτες. Οπισθοχωρήσαμε βλαστημώντας. Κάποιοι αγρίεψαν και απαιτούσαν ρίψη δακρυγόνων, τι μας περάσατε ρε μαλάκες, πλατς – πλαφ, βροχή οι ντομάτες στα μούτρα, στα ρούχα μας, όλα βάφτηκαν κόκκινα. Πού τις είχαν κρύψει τόσες ντομάτες; Διαλυθήκαμε, ο αιφνιδιασμός ήταν τέλειος. Αυτό. «Και θ’ αγωνιστούμε για να μην επαναληφθεί», είπε αποχωρώντας η κυρία Κωνσταντίνα Κανδαύλη-Παπαπέτρου, της οποίας η πρώτη εκ μητρός εξαδέλφη, η Αύρα, συζούσε με τη φίλη της την Αλεξάνδρα, εξαιρετική πιανίστρια, είχαν δε και οι δύο αδυναμία στις καρδερίνες και στα καναρίνια, το σπίτι τους ήταν γεμάτο κλουβιά και, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, άνοιξαν τις πορτούλες των κλουβιών και τα παράθυρα του σπιτιού, και πέταξαν τα πουλιά ελεύθερα, στον κατεχόμενο πλέον αέρα.
[Σελ.23,24]
Μάριος Ποντίκας - Κουταμάρες (Και μία εξυπνάδα) – Γαβριηλίδης, 2012