Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ᾿ ωχρὸ κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θα με ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σαν πεθάνω;»
Δε σ᾿ απαντούσα. Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι᾿ έσφιγγα με παροξυσμό τ᾿ αδύνατο κορμί σου,
σα να ῾ θελα μες στη ζωὴ να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ᾿ ήσουν όλη μου ἡ ζωή, χαρά της και σκοπός της,
κι᾿ όσο κι᾿ αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσὲ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πώς πάω να συνηθίσω.