II. Το εκφώνημα ως μονάδα της γλωσσικής επικοινωνίας. Η διαφορά της μονάδας απ’ τις μονάδες της γλώσσας (λέξεις και προτάσεις)
Η γλωσσολογία του 19ου αιώνα, ξεκινώντας με τον Βίλχελμ φον Χούμπολντ, χωρίς να αρνείται την επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας, προσπάθησε να τη μεταθέσει σε δεύτερη μοίρα ως κάτι επουσιώδες˙ σε πρώτο πλάνο προωθήθηκε η λειτουργία της ανεξάρτητης από την επικοινωνία διαμόρφωσης της σκέψης. Αυτή είναι η διάσημη χουμπολντιανή διατύπωση: «Ανεξάρτητα λοιπόν από την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, η ομιλία είναι ένας αναγκαίος όρος της σκέψης του ατόμου σε μοναχική απομόνωση». Άλλοι, φοσλεριανοί για παράδειγμα, έφεραν σε πρώτο πλάνο την αποκαλούμενη εκφραστική λειτουργία. Παρ’ όλες τις διαφορές στην κατανόηση αυτής της λειτουργίας από κάθε θεωρητικό ξεχωριστά, η ουσία της συνίσταται στην έκφραση του ατομικού κόσμου του ομιλητή. Η γλώσσα δημιουργείται από την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει τον εαυτό του, να αντικειμενικοποιήσει τον εαυτό του. Η ουσία της γλώσσας στην μία ή την άλλη μορφή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνίσταται στην πνευματική δημιουργία του individuum]. Αναδείχτηκαν και αναδεικνύονται και μερικές άλλες εκδοχές της λειτουργίας της γλώσσας, αλλά συνεχίζει να υποτιμάται χαρακτηριστικά, αν δεν αγνοείται πλήρως, η επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας˙ η γλώσσα εξετάζεται από την οπτική γωνία του ομιλητή σαν να υπήρχε ένας ομιλητής χωρίς αναγκαία σχέση με τους άλλους μετέχοντες στη γλωσσική επικοινωνία. Όπου λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος του άλλου, πρόκειται για το ρόλο του ακροατή, που κατανοεί τον ομιλητή μόνο παθητικά. Το εκφώνημα επικρατεί επί του θέματος του (δηλαδή, επί του περιεχομένου της εκφωνούμενης σκέψης) και επί του ίδιου του εκφωνητή. Στην ουσία, η γλώσσα χρειάζεται μόνο τον ομιλητή –έναν ομιλητή- και το θέμα του λόγου του, και το αν αυτή η γλώσσα μπορεί να χρησιμεύσει επίσης και ως μέσο επικοινωνίας είναι μια ασήμαντη λειτουργία, που δεν αγγίζει την ουσία της. Βέβαια η γλωσσική συλλογικότητα, η πολλαπλότητα των ομιλητών, δεν μπορεί καθόλου να αγνοηθεί όταν μιλάμε για τη γλώσσα, αλλά όταν ορίζουμε την ουσία της γλώσσας, αυτό το στοιχείο δεν θεωρείται αναγκαίο και καθοριστικό για τη φύση της γλώσσας. Μερικές φορές η γλωσσική συλλογικότητα θεωρείται μια συλλογική προσωπικότητα, «το πνεύμα του λαού» κ.λ.π., και αποδίδεται σε αυτό τεράστια σημασία (από τους εκπροσώπους της «ψυχολογίας των λαών»), αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση η πολλαπλότητα των ομιλητών, και των άλλων σε σχέση με κάθε δεδομένο ομιλητή, δεν έχει καμία σημασία.
Το πρόβλημα των ειδών του λόγου. [Απόσπασμα από τις σελίδες, 91,92.]
Μιχαήλ Μπαχτίν - Δοκίμια ποιητικής - Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014
Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας