Ιδού ώριμοι αυτοί οι καρποί ενός σκιόφοβου πεπρωμένου. Από το όνειρό μας καταγόμενοι, από το αίμα μας θρεμμένοι και στοίχειωναν την πορφύρα των νυκτών μας, είναι οι καρποί μακρινής φροντίδας, είναι οι καρποί μακρινής επιθυμίας, υπήρξαν οι μύχιοι συνένοχοί μας και συχνά πλησίοι της ομολογίας, μας έσυραν για το δικό τους σκοπό έξω απ’ την άβυσσο των νυκτών μας… Στη φωτιά της ημέρας κάθε ευμένεια! Ιδού ώριμοι κάτω απ’ την πορφύρα αυτοί οι καρποί ενός αναπόδραστου πεπρωμένου – Πουθενά δε βρίσκουμε την ευαρέσκειά μας.
Ήλιε του είναι, προδοσία! Πού υπήρξε δόλος και πού προσβολή; Πού υπήρξε το λάθος και η φύρα και ποιά ήταν η πλάνη; Θα ξαναπιάσουμε το θέμα απ’ τη γέννησή του; Θα ξαναζήσουμε τον πυρετό και το βάσανο; Μεγαλείο του ρόδου διόλου δεν είμαστε απ’ τους θαυμαστές σου, πικρότερο κινά το αίμα μας, αυστηρότερα κινούν οι έγνοιες μας, επισφαλέστεροι οι δρόμοι μας και η νύχτα είναι βαθιά όπου εκριζώνονται οι θεοί μας. Σκυλόροδα και μαύρους βάτους ριζοβολούν για μας οι όχθες του ναυαγίου.
Ιδού ωριμασμένοι οι καρποί μιας άλλης όχθης. «Ήλιε του είναι, κάλυψε με!» – λόγια του αυτόμολου. Κι αυτοί που θα τον δουν να περνά θα ειπούν: ποιός υπήρξε αυτός ο άνθρωπος και ποιά η κατοικία του; Διάβαινε μόνος στη φωτιά της ημέρας να δείξει την πορφύρα των νυχτών του;… Ήλιε του είναι, Άρχοντα και Κύριε! Σκόρπα τα έργα μας, άδοξες οι προσπάθειές μας και αθέριστα τα στάχυα μας: η αμμαλοδέτις περιμένει κάτωθε της βραδιάς. – Να, βαμμένοι από το αίμα μας αυτοί οι καρποί ενός θυελλώδους πεπρωμένου.
Αμμαλοδέτις η ζωή φεύγει βηματιστά δίχως μίσος και λύτρα.
Μετάφραση: Νίκος Λεβέντης