Μέσ’ από το δικό σου βάθος, και γονατισμένο,
ένα παιδί, θλιμμένο όπως εγώ, μας βλέπει.
Απ’ τη ζωή αυτή που στις φλέβες του θα καίει
θα ‘πρεπε να δεθούνε οι ζωές μας.
Μέσα απ’ τα χέρια αυτά, παιδιά των χεριών σου,
θα ‘πρεπε να σκοτώσουν τα δικά μου χέρια.
Απ’ τα ανοιχτά του μάτια μες στη γη
θα δω δάκρυα στα δικά σου κάποια μέρα.
Εγώ δεν το θέλω, Αγαπημένη.
Για να μην τίποτα μας δένει
μη μας ενώνει τίποτα.
Ούτε η λέξη που αρωμάτισε το στόμα σου,
ούτε αυτό που δεν είπανε οι λέξεις.
Ούτε του έρωτα η γιορτή που εμείς δεν είχαμε,
ούτε οι λυγμοί σου δίπλα στο παράθυρο.
(Αγαπώ των ναυτικών τον έρωτα
που φιλάνε και παν.
Αφήνουν μονάχα μια υπόσχεση
και πια δε γυρνάν.
Σε κάθε λιμάνι κάποια τους προσμένει:
οι ναυτικοί φιλάνε και πάν.
Μια νύχτα πλαγιάζουνε με τη θανή τους
σε στρώμα της θαλάσσης τα νερά.)
Τον έρωτα αγαπώ που μοιράζεται
σε φιλιά, στρώμα και ψωμί.
Έρωτας που μπορεί να είναι αιώνιος
και μπορεί να κρατάει μια στιγμή.
Έρωτας που ζητάει να λευτερώνεται
για να μπορεί ξανά να ερωτευτεί.
Έρωτας θεοποιημένος που έρχεται.
Και θεοποιημένος θα ξαναχαθεί.
Πια δε θα χαίρονται τα μάτια μου στα μάτια σου,
πια δε θα γλυκαθεί ο πόνος μου μαζί σου.
Μα όπου και να πάω θα ‘χω τη ματιά σου
κι όπου βαδίζεις θα τον κουβαλάς τον πόνο μου.
Ήμουν δικός σου, δική μου εσύ. Θα είσαι αυτού που σ’ αγαπά,
αυτού που κόβει στο κηπάκι σου ό,τι εγώ έχω σπείρει.
Εγώ φεύγω. Είμαι θλιμμένος μα πάντα είμαι θλιμμένος.
Έρχομαι από τα χέρια σου. Δεν ξέρω για πού πάω.
…Απ’ την καρδία σου μου λέει αντίο ένα παιδί.
Κι εγώ του λέω αντίο.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης