Δύο μπουκάλες ξέχειλες, ζεστές σα φρατζόλες, θερμαίνονται κάτω από ένα λαμπερό ήλιο. Η κυρία Φλιξ κατάγεται από το Νότο. Δεν έχει φόβο μήπως λιώσει, γι’ αυτό άλλωστε την λένε και πυροφάγο. Φοράει καπέλο ψάθινο, επενδυμένο με δαντέλα και -καθώς την κοιτάζω από τις γρίλιες- μου φαίνεται κοφτή, χοντρή, μ’ έναν απαίσιο τρόπο γλυκιά, ενώ εμφανίζεται διακεκομμένη σε στρώσεις, έξω απ’ το κουφωτό μου παράθυρο.
Εδώ και τρεις μήνες, μένω εσώκλειστος σε ένα πύργο, αναλώνοντας τον εαυτό μου σε αυτά και σε άλλα μηδαμινά: Τι θα κάνει σήμερα η κυρία Φλιξ; Προς τα πού έστριψε το γενναίο της κεφάλι; Μοιάζει ακόμα με φίδι που έχει καταπιεί βούβαλο; Το μαγιό της είναι μεταποίηση του γνωστού οίκου μόδας Cazzi Pazzi; Γεγονός, λένε οι κακιές γλώσσες, πως όταν η βαρόνη του Bottom Abbey δοκιμάζει τα καλοκαιρινά της, πηγαίνει στα μαγαζιά με πόδια αξύριστα, με τούφες στα πέριξ του αιδοίου της να προεξέχουν αυθάδεις από κάθε ταλαίπωρο μπικίνι που κατακτά. Όταν γυρίζει στην έπαυλη εξαντλημένη από κάθε βόλτα, ξαπλώνει νωχελικά στη σεζλόνγκ, με σκοπό να καταπιεί μικρούς ήλιους και φεγγάρια. Ισορροπώντας τους πλανήτες σα μπαλίτσες στη γλώσσα της, ξεπροβάλλει περήφανη και επικίνδυνη μέσα στο σούρουπο.
Θα ‘φευγα εκείνο το απόγευμα, αφήνοντάς την να προβάρει ατελείωτα λαστιχένια ρούχα μέχρι την επόμενη. Αλλά, επόμενη για μένα δεν θα υπήρχε, αν δεν της έπαιζα σωστά τον υπηρέτη, με τη λιμουζίνα της παρκαρισμένη έξω από κάθε αγορά. Έτσι, δεν κούνησα το τιμόνι ούτε στα ψέματα χωρίς εκείνη. Μάλιστα, μπήκα φουριόζος στο κατάστημα για να την ψάξω, αφού ένας από τους φύλακες μου έκλεισε το μάτι, σύνθημα πως η κυρία μου με αναζητούσε.
Εκείνο το καλοκαιρινό μαραμένο αυγό στο τηγάνι, έμοιαζε και δεν έμοιαζε με το ταλαίπωρο εφηβικό πρόσωπό μου. Και όμως, μελάτος όπως ήμουνα μέχρι τα μέσα μου, έσπευσα να εξυπηρετήσω την κυρία μου με πάθος.
«Ώστε, εδώ είσαι», μου φώναξε, όταν τη συνάντησα πίσω από μια κουρτίνα. Στη συνέχεια, εκείνη τράβηξε το πανί, ώσπου μείναμε μόνοι: Αυτή, εγώ και τα πλαστικά κύματα από τη διακόσμηση του ορόφου. Η αφεντιά της δεν φορούσε τίποτα και όλα τα μαγιό του κόσμου μαζί. Γιατί το δέρμα της σα ρούχο έμοιαζε, μόνο που δεν θα το αγόραζες, δεν θα το διάλεγες ποτέ, ακόμα και αν στο χάριζαν. Ανάμεσα στα ζωγραφιστά νερά, πέριξ των τοίχων, έστεκε περήφανος ένας ολοζώντανος βατήρας, επίσης μέρος του ντεκόρ.
Το μέταλλο είναι μέταλλο. Άμα γυαλίζει, σε κάνει να λάμπεις παρόμοια, με κίνδυνο να ξεχνιέσαι. Έτσι είδα την κυρία μου να ορμάει με φόρα προς τα ασημένια σκαλοπάτια, που οδηγούσαν, χωρίς να το ‘χουν διαλέξει, σε μια θάλασσα ακριλικού και γυψοσανίδων. Η Φλίξ έκανε να ανεβεί στο βατήρα, στραβοπατώντας στο πρώτο της βήμα, ύστερα στο δεύτερο. Πίσω της ακολουθούσα λυσσασμένος εγώ, να την προλάβω πριν μου πέσει, φορώντας επίσης καμιά ντουζίνα από τα υποψήφια μαγιό της, το ένα απάνω στο άλλο. Μ’ έβαζε να τα προβάρω όπως εκείνη, τάχα μου για να φαντασιώνεται τον εαυτό της μέσα από μένα, ελπίζοντας πως έτσι θα αποφάσιζε γρηγορότερα ποιο ρούχο ταίριαζε με το κορμί της και ποιο όχι. Και αν ήμασταν άλλοι άνθρωποι, εντελώς διαφορετικοί, σε μέγεθος σχήμα και ψυχή, αυτό, για μια κυρία του είδους της, δεν είχε σημασία. Κατά τη γνώμη της, υπήρχε μα ώρα της ημέρας (τουλάχιστον) που εκείνη γινόταν εγώ κι εγώ γινόμουν εκείνη.
Πριν το καταλάβω, ενώ συλλογιζόμουν το παράλογο κάθε ομοιότητας και κάθε διαφοράς μας, την είδα να στέκει καμαρωτή απάνω στο τελευταίο σκαλί του βατήρα, έτοιμη να βουτήξει στον τοίχο. Αντίθετα με ό,τι θα περίμενα, μου ήρθε τότε μια επιθυμία: Όχι να τη σώσω. Όχι να την τραβήξω άρον άρον από την καταστροφή, μα να τη σπρώξω με δύναμη μέσα στη ζωγραφιά. Ύστερα να φύγω, σχεδόν μαγικά, χωρίς να έχω εισπράξει ούτε μισό μεροκάματο.
[Πρώτη δημοσίευση ©Μονόκλ]
Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.