Επιστολή σε Νίκο Καρούζο (σελίδες 12,13).
Φίλε μου Νίκο,
τις προάλλες σε αναφέραμε σε κουβέντα με τον Μίλτο˙ γελάει κάθε φορά που του διαβάζω τον στίχο για τα ουζάκια σου. Λέγαμε και για κείνα τα προκλητικά ποιήματα που τ’ έγραφες στο γόνατο, κοροϊδεύοντας όλον τον κόσμο. Τα διαβάζουν εμβρόντητοι οι νεαροί ποιητές στα καφενεία, τα αποστηθίζουν για να τ’ απαγγείλουν σα να ‘τανε δικά τους και σε υμνούν όσο δεν θα φανταζόσουν.
Δεν σε ρωτώ πάλι για τους χοντροκομμένους ήχους, τα αντάρτικα τραγούδια, τα θολά χρώματα και τις άνω τελείες ανάμεσα στις λέξεις σου. Ούτε για τα νεκρικά προσωπεία, τη γλώσσα της πατρίδας μας εκεί ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες, τα βρεφικά χαράματα ή τους απογόνους της νύχτας, τους εχθρούς των ουρανών και τον νερόλακκο με το καθρέφτισμα της σελήνης, τα άσματα της δεύτερης νοσταλγίας… Θα ματαιοπονούσα και δεν θα σου άρεσε. Είναι όλα ετούτα τα επώδυνα που αναγνωρίζω στον σημερινό κόσμο, αυτόν τον θρασύδειλο και οπλοφόρο, ο οποίος διεμβολίζει την ύπαρξη, τον κοινό παρονομαστή που είναι – όπως έλεγες- το ίδιο το υποκείμενο και το αντικείμενο το εις σάρκαν μία ή, έστω, τα αστέρια τα «κομματιασμένα σε δροσερό θάνατο».
Μαθαίνω ότι κρύβεσαι πια στη σκιά. Το σπίτι ξέμεινε στ’ Ανάπλι, όπως και στο χωριό, από μνήμες. Παράτησες τη γραφομηχανή, ούτε καν διαβάζεις τα χοντρά των εφημερίδων. Μούτζω τα… Τεμπέλιασες πια, ή μήπως γέρασες;
Με θλίβει η απουσία σου, με αφήνει μετέωρο, με εγκατασπείρει ανάμεσα στους μέτριους και στους ζηλωτές γραφιάδες της εξουσίας. Η πλατεία Μαβίλη παραμένει στη θέση της, όπως και το βυζαντινό ρολόι φωτισμένο στην άκρη του κάστρου. Να είσαι σίγουρος. Μαζί και οι «αλήτες με τα κοστούμια», που μου ‘λεγες τσαντισμένος, και τα σάλια σου πετάγονταν αγριεμένα στο πρόσωπό μου.
Στο επανειδείν. Κι επέτρεψε να σου υπενθυμίσω ότι η μυστική ενέργεια δεν τιθασεύεται έτσι εύκολα: Κανένα φως δε φώτισε με φως τον εαυτό του / την ώρα που φιλούσε με τ’ αφίλητα / φιλιά μου την Ανάμνηση στο άστραμμα της λύπης.
Βασίλης Ρούβαλης