Αφηρημένος άνθρωπος θα πει
ολονυχτίς να σε ξεχάσουν κλειδωμένο
σε μουσείο. Απ’ την τουαλέτα βγαίνοντας
ήχος κανείς και μάνταλα βαριά.
Στα μάρμαρα τα βήματά μου ποδοβολητό
της Ιστορίας: μορφώθηκα μορφώθηκα
και τέλος κούρνιασα σ’ ένα γραφείο.
Νύχτα και θα περάσει. Αλλά με θόρυβο;
Και με κουβέντες και αναστεναγμούς.
Αιφνίδια Έλλην τράβηξα στο διάδρομο
να σώσω την παράδοση: στο πάτωμα
έχοντας ξεκρεμάσει και φορώντας
τα διπλανά ενώτια και διαδήματα
από το Σούνιο τον Κεραμεικό τον Μαραθώνα
αγάλματα κυλιόντουσαν βογκώντας.
Τα μάρμαρά τους μαλακά, τα σοφά μέλη
δίνανε χέρι βοηθείας σ’ όποιον δεν είχε.
Κόρες με το ένα στήθος τους
θεές δίχως γλουτούς πόδια ή αιδοίο
έφηβοι ακέφαλοι ακρωτηριασμένοι
γευόντουσαν μαζί σφοδρές τις σάρκες.
Οι αρτιμελέστεροι βοηθούσανε τις στάσεις
κι οι ίπποι οσμίζονταν το σμήγμα ταπεινά
φυσώντας το στα μάτια όσων δεν είχαν μύτη.
Τ’ αρχαία μου τα γυμνασιακά στήσαν αφτί κι ακούγαν
λόγια γλυκά στους πιο σημαδεμένους
μη τυχόν νιώσουν πως δε δίνουν – μόνο παίρνουν.
Τα ρούχα μου μαγνητισμένα λιώσαν
καταγής. Πλησίασα ένα σύμπλεγμα
άλλο, τρίτο
μα η Αφροδίτη η Άρτεμις ή κάποιος Κούρος
διακριτικά μ’ εμπόδιζαν ν’ αγγίξω.
Ώσπου ένας έφηβος με πήρε στη γωνιά
και με θλιμμένα μάτια κάτι
«ἀκέραιος σύ» ψιθύρισε και
«ἡμεῖς δέ πάντες τετρωμένοι».
Φως και κλειδιά κι όλοι στις θέσεις τους.
Μια δυο εξηγήσεις κι απ’ την έξοδο
πάλι στ’ αρτιμελή μου αγάλματα
της Πατησίων.