Περπάτησα ένα πρωί με τη μοναδική γυναίκα μου,
πέρα απ’ τους αμμόλοφους στο καλοκαιρινό πανηγύρι,
ν’ αγοράσω ένα παράθυρο και μια λευκή μαντίλα,
πέρα απ’ τα βότσαλα και τον ηλιόλουστο λόφο.
Αλλά ένα ξένος μας είπε πως το πανηγύρι τελείωσε,
κι επέστρεψα με τη μοναδική γυναίκα μου.
Κι επέστρεψα και σπίτι την οδήγησα.
Μ’ ακολούθησε από κοντά, μακριά απ’ το καλοκαίρι,
πέρα από τα βότσαλα και το φεγγαρόλουστο λόφο,
σε αμμόλοφους νωρίς το ηλιοβασίλεμα,
και μπήκε στο σπίτι μας χωρίς παράθυρο,
κι η μεγάλη χρονιά μπήκε απ’ την ανατολή.
Η μοναδική μου γυναίκα καθόταν πλάι σ’ ένα κερί.
Ο χειμώνας στην πόρτα τσουχτερός.
Μια χήρα μας έφερε μια μακριά μαύρη μαντίλα.
Το ‘βαλα στους ώμους της μονάκριβης γυναίκας μου.
Η χήρα μας άφησε για τους αμμόλοφους,
μακριά απ’ το σπίτι μας που δεν είχε παράθυρο.
Η χρονιά γένηκε πρώιμη αυγή.
Ένα πρωί περπάτησα με τη μοναδική γυναίκα μου,
μέσα από αμμόλοφους στο καλοκαιρινό πανηγύρι,
να πουλήσω ένα κερί και μια μαύρη μαντίλα.
Χωρίσαμε στον ηλιόλουστο λόφο,
εκείνη σιωπηλή, εγώ στην απώτερη δύση.
Μετάφραση: Νίκος Φένεκ Μικελίδης