Βάλε τα φτερά – τα λεπίδια σου
στις θήκες και έλα να μιλήσουμε
σαν άνθρωποι. Μην τεντώνεις
το τόξο της ηλικίας σου, θα το σπάσεις.
Μυρίζει μουσική. Με άλλο μάτι βλέπω τώρα
τον υδράργυρο της φωνής σου.
Όλη νύχτα έκοβα ξύλα, έκοβα λέξεις
στον ύπνο μου. Έκανα μονόλογους
και το χιονόνερο του ποιήματος
μου τρυπούσε τα κόκκαλα και πάγωνα.
Όλη νύχτα κατέβαινα στο υπόγειο
πού κρύβω τη σελήνη για να δω
το σώμα σου. Για να δω τις φωτιές
του Αι – Γιαννιού και τον ίδιο τον
Άγιο Ιωάννη με το κομμένο κεφάλι
στο χέρι. Ένα ρυάκι ρέει η Έμιλι Ντίκινσον
σηκώνει το φόρεμά της και ετοιμάζεται
να το περάσει. Μειδιά. Κοιτάζει με μάτια
χαμηλά το μέλλον. Ο σκύλος σου δεν βλέπει
τίποτα από όλα αυτά. Παίζοντας σέρνει
τον ουρανό στους δρόμους. Περπατώντας
χτυπάω στις γωνίες των εικόνων
και βγάζω ήχους, αστρική σκόνη
και αίμα φαντασίας, σε αυτή τη χώρα
του θορύβου και της τελικής σιωπής.