Λουίς Θερνούδα | Όκνος

Η ΠΟΙΗΣΗ

Περιστασιακά, σπάνια, υπήρχε η συνήθεια να ανάβουν τα φώτα στο σαλόνι το απόγευμα, και ο ήχος του πιάνου γέμιζε το σπίτι, με υποδεχόταν καθώς έφτανα στα ριζά της μαρμάρινης σκάλας, κοίλης και ακουστικής, ενόσω η αμυδρή ανταύγεια του φωτός που γλιστρούσε εκεί επάνω στο διάδρομο μου φανερωνόταν σαν σώμα αψηλάφητο, θερμό και χρυσαφένιο, που ψυχή του ήταν η μουσική.
Ήταν η μουσική; Ήταν το ασυνήθιστο; Και οι δύο οι αισθήσεις, της μουσικής και του ασυνήθιστου, γίνονταν ένα αφήνοντας μέσα μου ένα αγόρι που ο χρόνος δεν κατάφερε να σβήσει. Διείδα τότε την ύπαρξη μιας πραγματικότητας διαφορετικής απ’ αυτήν που συλλαμβάνουμε καθημερινά, και ήδη ασαφώς ένιωθα πως αυτής της άλλης πραγματικότητας δεν της ήταν αρκετό το να είναι διαφορετική, παρά πως κάτι φτερωτό και θείο έπρεπε να τη συνοδεύει και να τη φωτοστεφανώνει, σαν το τρεμουλιαστό χρυσοστέφανο που περιβάλει ένα φωτεινό σημείο.
Έτσι στο ασυνείδητο όνειρο της παιδικής ψυχής φανερώθηκε κιόλας η μαγική δύναμη, η παρηγοριά της ζωής, και από τότε έτσι τη βλέπω να επιπλέει μπρος στα μάτια μου: σαν εκείνη την αμυδρή ανταύγεια που έβλεπα να διαγράφεται στο σκοτάδι, τινάζοντας με την παλλόμενη φτερούγα της τις κρυστάλλινες και ατόφιες νότες της μουσικής.

Όκνος - Λουίς Θερνούδα - Ίκαρος, 2001
Μετάφραση: Αντώνης Κουτσουραδής

Αφήστε μια απάντηση