“Πιείτε το”, τον προέτρεψε ο κύριος Τεντς (δεν ήταν δικό του το μπράντι). “Θα σας κάνει καλό”. Το σκούρο κοστούμι και οι γερτοί ώμοι του άντρα τού θύμιζαν δυσάρεστα φέρετρο, ενώ ο θάνατος βρισκόταν ήδη στο γεμάτο τερηδόνα στόμα του. Ο κύριος Τεντς έβαλε να πιεί άλλο ένα ποτήρι. Είπε: “Σε πιάνει μοναξιά εδώ πέρα. Είναι ωραία να μιλάς αγγλικά, έστω και σε ξένο. Αναρωτιέμαι μήπως θα θέλατε να δείτε μια φωτογραφία των παιδιών μου”. Έβγαλε μια κιτρινισμένη φωτογραφία από το πορτοφόλι του και του την έδωσε. Δύο μικρά παιδιά τσακώνονταν για ένα ποτιστήρι στον πίσω κήπο ενός σπιτιού. “Βέβαια”, είπε, “έχουν” περάσει δεκάξι χρόνια από τότε”.
“Τώρα θα είναι άντρες πια”.
“Ο ένας πέθανε”.
“Τέλος πάντων”, απάντησε ο άλλος ευγενικά, “τουλάχιστον σε χριστιανική χώρα”. Ήπιε μια γερή γουλιά από το μπράντι του και χαμογέλασε στον κύριο Τεντς, μάλλον ανόητα.
“Ναι, σωστά”, είπε ο κύριος Τεντς έκπληκτος. Ξεφορτώθηκε το φλέμα του και είπε: “Εμένα, βέβαια, δεν μου φαίνεται πως έχει και πολλή σημασία”. Έμεινε αμίλητος με τις σκέψεις του να τριγυρνούν αλλού, ͘το στόμα του κρέμασε, η όψη του έγινε κενή και γκρίζα, μέχρι που ένας πόνος στο στομάχι τον επανέφερε και σερβιρίστηκε λίγο ακόμα μπράντι. “Μια στιγμή. Τι λέγαμε; Τα παιδιά…α, ναι, τα παιδιά. Περίεργο τι θυμάται κανείς. Ξέρετε, το ποτιστήρι το θυμάμαι καλύτερα απ’ όσο θυμάμαι τα παιδιά. Είχε κοστίσει τέσσερα σελίνια παρά ένα φαρδίνι ͘ πράσινο. Θα μπορούσα να σας πάω στο μαγαζί όπου το αγόρασα. Από τα παιδιά όμως”, ατένισε μελαγχολικός το παρελθόν μέσα στο ποτήρι του, “σχεδόν το μόνο που θυμάμαι είναι να κλαίνε”.
Η δύναμις και η δόξα - Γκράχαμ Γκρην - Πόλις, 2015
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου