Μονόλογος σε πράξεις δύο

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΥΟ
(πράξη πρώτη )

Ποτέ δεν ήτανε γλυκές/Όμως σαν ζάχαρη/σε μια γουλιά νερό/λιώσαν οι λέξεις. Α.Φ.

ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΛΙΩΝΟΥΝ ΣΑΝ ΔΑΚΡΥΑ


 Οι γλυκόπικρες αποχρώσες ενδείξεις της ποιητικής παλέτας του Παύλου Ανδρέου

Γράφει η Αγγελική Αποστολοπούλου

 

     Γέννηση, οδύνη, εν αρχή ωδίνες. Η μοίρα του δημιουργού αιμάτινη,  ποτάμι αέναο ξεχύνεται από τα σπλάχνα του. Πνιγηρή κραυγή τραγούδι σειρήνων, όστια και άγγιγμα ψυχής, καταγγελτικό άγγελμα. Το αποτύπωμά του: ηχοχρώματα, μαΐστρος, υπεριώδεις λέξεις λαξευμένες με μαεστρία.

     Εδώ στο χρυσοπράσινο φύλλο, σε πέλαγος αναβράζον, σε άμμο καυτή, μια φρέσκια φωνή μελωδικά πότε σκληρά και στεντόρεια, μας προσκαλεί να την αφουγκραστούμε. Κλαγγή από τον κόσμο των ιδεών απεγνωσμένα αποζητά την αυταπάτη των αισθήσεων.

     Ο Παύλος Ανδρέου, αναμφιβόλως διαθέτει θελκτικά όπλα στη φαρέτρα του. Σκηνοθετώντας μιαν περιρρέουσα ατμόσφαιρα υπαρξιακής μελαγχολίας προκαλεί ολική ρήξη στον πλακούντα της λήθης. Στην αδυσώπητη σιωπή διαχέεται το πρώτο κλάμα των ποιημάτων.

 Διαβάζουμε χωρίς σκιαγραφικό στο “Υπερηχογράφημα”: “Το dna  εντούτοις με δικαίωσε “θάλασσα σε κοιλοπόνεσε/παρένθετη μητρότητα”. Έκτοτε καλοκαίρια ολάκερα τρυπώ σωσίβια μανιωδώς/να αποδείξω πως είμαι κύμα/γι αυτό και η ζωή μου μουσκεμένη εξεγείρεται.”

         Ποίηση: ολισθηρή, αλγεινή πάλη του ιδεατού με το φθαρτό, αδιάλειπτη ανάκλαση, ό,τι κληροδοτήθηκε και ό,τι κληρονομείται. Η εναργής γραφή του Παύλου Ανδρέου σπάει το κέλυφος, εκρήγνυται, λάμα στο φεγγοβόλο σκοτάδι, στο ερεβώδες φως, ex tunc και ex nunc. Επωμιζόμενος τους προβληματισμούς και τα άγχη μιας γενιάς που ασθμαίνοντας προσχωρεί σε μονοπάτια μιας εν αμφιβόλω προόδου, υποθάλπει φράσεις αιχμηρές, θρυμματίζει ορισμούς με υπαινικτική ακρίβεια, διεγείρει τις νωθρές αισθήσεις, εγκαλεί κραδαίνοντας διάπυρες λέξεις στις ερμητικές διαδηλώσεις σφαγμένων ιδανικών.                    

     Φλόγα και άνεμος, σκαπανέας ουλών. Εγκάρσια τομή δίχως αναισθησία. Θέτοντας επί τον τύπον των ήλων.

    “Ανοιχτή πληγή. Ετοίμασαν το χειρουργείο. Τους άνοιξαν./Μετά τους έραψαν εξιτήριες ευχές. /Με βελόνα χωρίς μύτη.”

    Η ποίηση του Ανδρέου εδράζεται σε θεμέλια γόνιμης αντίδρασης-αντίστασης, στοχασμών και συγχορδίας, αναβλύζει ανάερες εικόνες, εποφθαλμιά επαναστάσεις. Υφολογικά, θεματολογικά και εννοιολογικά φλεβοτόμος, απορρίπτει μιαν a priori “εξέταση ρουτίνας”. Διάθλαση λέξεων, δίοπτρο οι φράσεις.

   Η μνήμη σφραγίζει τον ποιητή, το γλωσσικό ιδίωμα των γεννητόρων του τον δελεάζει. Ο πόνος απαιτεί απόκριση, η φαντασία εκτρέπει το γίγνεσθαι, δεν ορρωδεί μπροστά σε οδοφράγματα. Συστοιχίες στίχων αναπλάθουν στείρα τοπία, ανασταίνουν αραχνοΰφαντα οράματα, ξεφτίζουν τη φόδρα του φόβου. Στον πυρήνα τους μια ραγισμένη πατρίδα, κόκκινη σταγόνα σε βαθύρριζο λογισμό. 

   Δάκρυ αλμυρής καραμέλας, ο θρήνος της μάνας για τον αδικο-χαμό. Το ανίερο έγκλημα σχάση       στην ομορφιά της γης. Εγκλωβισμένη θλίψη διαρρηγνύει τον χρόνο, αναπόδραστα, εκτροχιάζει το τεκμήριο αθωότητας. 

   Πράξεις ενιαίου δράματος, Αττίλας 1, Αττίλας 2, μαύρο μαντήλι γαντζωμένο σε σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Το ανοίκειο επιζητά 

“Οικειοποίηση: Ο παππούς ένδακρυς/ σχολίαζε εμφατικά/ το γέμισμα του ήλιου,/ναρκωμένος σε  θάλασσα ενδοφλέβια./Να μου μιλά, να της μιλά./Ο εκσφενδονισμός των διήγησεών του/επέστρεφε απ’ τον ουρανό πίσω σ’ αυτόν./Παππού είμαι η επαλήθευσή σου./ Κι αν τώρα στένεψε η μνήμη/εγώ θυμάμαι την Αμμόχωστο./Το χρώμα που οικειοποιήθηκε το μισοφέγγαρο”.      

   Διατηρώντας τη διακριτική ευχέρεια θα σταθώ στον κομβικό ρόλο του υγρού στοιχείου που εμποτίζει το έργο του. Ικμάδα διάθεσης φιλοσοφικής που υπεκφεύγει, η χημική αυτή ανόργανη ένωση δεσπόζει, είτε ως ρευστότητα λόγου, ως ροή -διαρροή παιδικών τραυμάτων είτε ως ανοιχτός ορίζοντας. Είναι ο κόρφος που φωλιάζει το νησί του, οι έρρυθμες ιδέες που εφάπτονται του υπερρεαλισμού, φράγμα στην αταξία μιας τοξικής εποχής. Στάλες διατρέχουν τα δάχτυλα, γίνονται αλισάχνη λυγμών, αλυκή δακρύων, πλέγμα λέξεων, πλωτό ταξίδι. Θάλασσα, δάκρυ, μελάνι… Από το ποίημα “Ροζ βίντεο”: “Φετίχ του ποιητή/ να χύνει το μελάνι του κρυφά/πριν δραπετεύσει.”

  Αποκαλύπτει η Χρύσα Αλεξοπούλου στις πορείες κατάδυσης: “Όλα στα πηρε το νερό, /γιατί όλα εδώ/ στην απεραντοσύνη του μοιάζουν ανωφελα και περιττά/ εξαρτήματα ζωής/ φανταχτερά αλλοιωμένης.’Τι άραγε σημαίνει το νερό για την ποίηση; Τί κρύβει στον υδρόβιο κόσμο του; Με την ιδιότητα της άνωσης και την ιδιορρυθμία να ενδύεται πολλές μορφές, να εξαχνούται, υδρατμός στον αέρα, ονειρικό υφάδι, υφάλμυρο ύδωρ και πάγος στη στέρεη μορφή του, καταιγίδα ή κύμα παλιρροϊκό εισχωρεί στο γραπτό, που διαστέλλεται, συστέλλεται, σημαδεύει ανεξίτηλα. Διάφανο ή κυανίζον ζεσταίνει θηρία στα άδυτα ύδατά του. Η ύπαρξη-ίσον ποίηση διαθλάται στον απύθμενο βυθό του. 

Η τέχνη αποτελεί διαλεκτική σχέση.

  Κάτοπτρο καταρράκτης, στο πλήρωμα η “Μοναξιά”, στίχοι του ποιητή Αντώνη Σκιαθά “….ξεβιδωμένα στέγαστρα/τα κορμιά/είπες/έμπαζε νερό και πάλι αυτή η μοναξιά/σου είπα./.”

  Με πρωτοτυπία εγγενή, με της νιότης την εφόρμηση, ιδεαλιστής, συνήγορος της ελευθερίας του μέλλοντος, ο Παύλος Ανδρέου καταρρίπτει γεωλογικά δεδομένα, διαβαίνοντας μέσα από υπερούσιες ρωγμές και θαμβωτική θύμηση, χωρίς περιστροφές, στον καιρό των περιστρόφων. Με το πρώτο του έργο που φέρει τον τίτλο “Παγωτό δακρυγόνο” από τις εκδόσεις Θράκα αφήνει ενδόμυχα χνάρια. Αντιποίηση αρχής; Άλμα στο κενό ή έξοδος κινδύνου;

ΠΑΓΩΤΟ ΔΑΚΡΥΓΟΝΟ Μεταδίδεται μια μετάλλαξη/ξενη στον κορωνοϊό/και στην ευλογιά των πιθήκων./Ο Κάφκα θα την ονόμαζε/μεταμόρφωση./Από λάτρης παγωτού/μετουσιώθηκα/σε διαδηλωτή/στο έλεος των καπνογόνων./Ξαπλωμένος σε πεδίο βολής/αναλογίζομαι την Αμμόχωστο./Εσχάτως κυκλοφορεί/παγωτό δακρυγόνο/σε τιμή ευκαιρίας./Είναι πικρό/Λιώνει τα καλοκαίρια./Εσείς δοκιμάσατε;

   Κοχλάζον δίκαιο ελλοχεύει, το αιτιατό συνθλίβει την αιτία. Ενσταλάζει ποινικό αδίκημα. Πλάνη συγγνωστή, δόλος άμεσος. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αμείλικτες. Ηθική αυτουργία, συναυτουργία ή έστω απλή συνέργεια; Εγκολπώνεται την ενοχοποίηση. Ποτέ φυγόποινος ουδέ φυγόδικος. Δηλώ αναρμόδια δικαιοδοσίας και δωσιδικίας.

   Αιθάλη προκαλεί μυδρίαση.  Στην αχλή μιας ζοφερής ροδαυγής οι στίχοι του μοιάζουν: “Κροτίδα. Αγωνιούσε αν θα συλληφθεί./Πλήθος δακτύλων στην αρένα εξαιτίας του./Η απορία στην αντικατάσταση./Η προδοσία έκλεισε τ’ αυτιά./Ποιητής να προκαλεί εκρήξεις;/Ωστόσο η ομολογία εξερράγη. /Μετά το ποίημα.”

  Nullum crimen, nulla poena sine lege.

     Αδέκαστη ετυμηγορία: αθώος εκ προμελέτης. Απόφαση αμετάκλητη.

     Νομοτέλεια (ratio legis) η ποίηση δεν είναι ποτέ αθώα,  πάντα όμως μας αθωώνει.

                                                                Πράξη δεύτερη

                                       ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΟΝ ΠΥΡΕΤΟ ΤΩΝ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΟΣΤΩΝ

     

“Ώστε αυτό ήτανε λοιπόν./Τόσος αγώνας/τόσο αίμα/τόση ένταση/για να πετάξει μισό μέτρο παρακεί! Ανωφελής εντέλει και κοινότατος. Όχι μισός/μα ολόκληρος εγώ σας λέω.” Α.Φ από το ποίημα ΚΟΙΝΟΣ ΚΙ ΑΝΩΦΕΛΗΣ

   Στις υπώρειες σηψιγόνου εποχής που δειλά εκκολάπτεται, ο δημιουργός σμιλεύει την ενσυναίσθησή του, αιωρείται σε δίκοπο σχοινί, αντρειεύεται διχασμένος ανάμεσα σε νοσταλγία και λησμοσύνη.  Επίκεντρο ο μαρασμός των προσδοκιών. Οι γραμμές του πλήττονται από ριπές τεχνολογίας κι άγνωρους όρους. Με παρρησία διαπερνούν το στερέωμα του κυβερνοχώρου, διατρέχοντας τη μαύρη τρύπα κάθε λογής παθογένειας. Αποδέχεται τη σημειολογία των κλινικών συμπτωμάτων μιας φλεγμαίνουσας κοινωνίας σε κυκλώνα κατάθλιψης, όπου το σημαίνον συχνά καταλύεται από το σημαινόμενο. Το στίγμα του πλέον, ευδιάκριτο. Αποκηρύσσει την αποστεωμένη γνώση. Υπερβαίνει τις οπτικές εντυπώσεις. Ενστερνίζεται την παραδοξολογία. εξυφαίνει πικρή ειρωνεία, αυτοσαρκάζεται, παρωδεί και παρωδείται. Ο λόγος του καρποφορεί σε εδάφη απόγνωσης, απομόνωσης κι απελπισίας. Ανελέητη διερώτηση. Από τη συλλογή κουνούπι-τίγρης body shaming: “Σε ένα ποίημα λεπτεπίλεπτο/απρόσμενα ανθεκτικό/οι λέξεις ξερνούν μαργαριτάρια ανταρσίας “Πως αντέχεις τόση λάμψη;/Χρεάζεται γερό στομάχι να παρελάσεις/στην πασαρέλα των κριτών”. 

    Άστοργος κόσμος κρημνίζει την ελπίδα. Τα απόνερα του ύπνου δραματικά ενύπνια.Αφανίζει το ανθρώπινο λάθος κι ας είναι τα λάθη ανθρώπινα. Η Νέμεσις τεμαχίζεται από την ειμαρμένη. 

    Καίτοι υπόκειται σε φάσμα αμφισβήτησης, δεν μπορεί να μείνει ξεκομμένος από την εποχή του. Ο Παύλος Ανδρέου εμφατικά τονίζει το στατιστικό σφάλμα συστημικής πραγματικότητας. Αποκρυπτογραφεί συντριπτικό νόημα. Απορρίπτει το μόσχευμα μιας άναρθρης λογικής, παιχνιδίζει σε λόφους αιολικών λέξεων. Χιούμορ αλκαλικό, ακόμα κι όταν αυτό υπολανθάνει. Αλαλαγμός στα σύγχρονα σαλούν. ΤΟ ΚΑΡΤΕΛ ΤΗΣ ΕΛΙΤ. Εδώ και τώρα έτοιμος/να γευτώ μια φρουτοπία γουέστερν./Λωτοφάγοι σε θέση μάχης/τρομοκρατώντας/το AMERICAN DREAM./Δεν διστάζω/ πυροβολώ ενώπιος ενωπίω/ρίχνοντας αγκάθια/στο καρτέλ της ελίτ./Ως κάκτος της ερήμου/έχω την ασυλία μου./Σας εντέλλω, πιστολέρος,/ ευνουχίστε τις μπανάνες/ απ’ τα ζωνάρια σας.

  Θέρμη το σούρουπο, στη σκιά εμπύρετης ενατένισης ο δημιουργός δέχεται  αιθέριο τσίμπημα. Καλοστημένη ενέδρα κρυμμένη στα λιμνάζοντα, πανδημία μεταδοτικών ιών, κολπική μαρμαρυγή στο ευάλωτο ανοσοποιητικό κατεστημένο. Πλάση σε μονάδα εντατικής θεραπείας, ψυχορραγεί σβήνοντας ψήγματα ανοσίας, αντισώματα αρχέγονων αξιών, καθαιρώντας κάθε υγιή αντίσταση. Η τέχνη εφημερεύει στα επείγοντα. Καλλιτέχνες τραυματιοφορείς ακροβατούν σε λείψανα έκπτωτων ειδώλων. Διαγνωστικά τεστ, γνωματεύσεις, εγκλεισμοί και ανθεκτικοί εθισμοί επωάζουν εποχική επιδημία. Ελονοσία δίχως έλος.Το ίδιο μας το σπίτι. Φυλακή. Το χειρότερο δεν είναι/που μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή/και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν,/μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου/ που δεν ξέρω το περίγραμμά της/για να κάνω επιτέλους/σαν άνθρωπος κι εγώ/μιαν απόπειρα αποδράσεως.”Κώστας Μόντης.

   Μα, ποιό είναι αυτό το ασπόνδυλο, που ασυστόλως με κοροϊδεύει ενοχλώντας τη συνείδησή μου, διαταράσσει τον ύπνο μου και με σκουντά να σηκωθώ απ’ τον καναπέ μου​; Καιροφυλακτεί ως να τραφεί με αίμα,  υπονομεύει την καθεστηκυία ακεραιότητα, ωοτοκεί, μεταγγίζει δάγκειο πυρετό. Μέσα στη νύχτα φαντάζει χρυσοσκότεινη τίγρης. Λεία ή λάγνος θηρευτής; Μα ο άνθρωπος δεν είναι ζώο τόσο ευγενές. Συχνά μεταμορφώνεται σε μοχθηρό σαρκοβόρο, στυγερό γητευτή, τρίζει τα δόντια, δαγκώνει τον βρυχηθμό του, ραγίζει το υοειδές οστούν. Κάθιδρος ο ποιητής  κυνηγά ένα: “Κουνούπι τίγρης: Σε ανήλιαγο σοκάκι/βουίζει ένα κουνούπι/παγιδευμένο/σταγόνες αγωνίας στα φτερά του,/”Προσοχή στο φως/Είναι αναξιόπιστο./Θάνατος εξασφαλισμένος./Θανάσιμη παγίδα χωρίς έλεος”.

    Με τη δεύτερη συλλογή του, ο Παύλος Ανδρέου βυθίζεται στον χωροχρόνο της ποίησης. Οι στίχοι του κυοφορούν ζωηρές μεταφορές, γραφή παχύρευστη, μυστηριακά σύμβολα. Υψώνοντας  αλώβητο τον αξιακό του κώδικα, με ασπίδα υποδόριο σκωπτικό ύφος και ρυθμικό υπόβαθρο ενυπογράφει με το ταλέντο του. Ανθίζει σε καιρούς, όπου κένσορες και κήνσορες, παραγκωνίζουν και υποκαθιστούν τον άνθρωπο, η εκφορά του λόγου τυποποιείται, και οι αντίρροπες συνειδήσεις σαρώνονται. Ψιθυρίζει: “Ψηφιακά μεταξύ μας./Αφού ψαχνόμαστε/σε άγνωστες συχνότητες/γιατί θιγόμαστε τόσο εύκολα; Ας ηθικολογήσουμε/στο ισοζύγιο/των απόντων καθρεφτών/Και ποιά η ανταμοιβή;/Μια στιγμιαία επαφή/στα social media/μια αγκαλιά που ίσως έρθει, ίσως  δεν έρθει”. Ο ίδιος, ουδόλως συνθηκολογεί. Ωρύεται σε “Οθονική παράνοια:/Ο χρόνος ξεπαγώνει στο γραφείο/Υπολογιστές γελούν υστερικά/φορτώνοντάς με προθεσμίες./Κουμπιά δαγκάνες./Το πληκτρολόγιο ξύνει τα νεύρα μου./Ωμή πραγματικότητα σε κρίση.”

      Αναρωτιέμαι αν η τέχνη, ως ζωογόνο στοιχείο, μπορεί ν’ αποτελέσει εναλλακτική θεραπεία,  αντιγόνο, φάρμακο αντιικό, εμβόλιο, βοτάνι αντιβιοτικό λειαίνοντας μεταφυσικές αγωνίες και καθαγιάζοντας πάθη. Ρητορικό ερώτημα. Ποίηση ενέσιμη, ενορατικό λειτούργημα στο μεταίχμιο της τεχνητής μνημοσύνης.  Η υποκειμενική αλήθεια είναι συνήθως πιο βαθιά. 

    Ο Ανδρέου επιστρέφει δριμύτερος, τολμηρός κι ασίγαστος, κουβαλώντας στο δισάκι του πολλές εκπλήξεις. Σε αυτό το πόνημα υπήρξε πολύ τυχερός. Είχε φύλακα-άγγελο μια εξαιρετική ποιήτρια, μιαν αφοσιωμένη φίλη, με γνώση και εμπειρία στον λόγο,  να του χαρίζει μιαν ευδαίμονα Αραβία. Την αγαπημένη Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου.

   Παρέα με ένα αυτοάνοσο, τον ακούω να μου αφιερώνει την “Ινομυαλγία./Κατόπιν εντολής του λιμεναρχείου/η είσοδος στα θαλάσσια οικόπεδα/ της αόρατης νόσου/απαγορεύεται ρητώς. “

   Ο δρόμος για τον ποιητή τραχύς και μακρύς. Γεγονός διαχρονικά υπό αίρεση. Η κινούμενη κορυφή κλείνει το μάτι κρυφογελώντας. Οφείλει να την κοιτάξει κατάματα.NULLA DIES SINE LINEA.

TET-A-TET

Ισόβια ακυρωμένα προ πολλού/οι φυλακές φιλόξενες πολυτελείς σουίτες./Ονειρεμένες κάστες διοικούν/εν μέσω αντιδράσεων/κροκοδείλια δάκρυα/ποτίζουν όξινη χολή/την Ολομέλεια./Στις κηδείες ρουφάνε κοιλιές/στις εκλογές προσέρχονται/κραδαίνοντας/προβλέψεις στοιχημάτων και προκάτ δημοσκοπήσεις./Η Πολιτεία δηλώνει επίσημα:/δυο τρένα/ομολογούν ανομήματα.τετ α τετ.