Απόστολος Θηβαίος | Epitaffio

© Vivian Maier

…ήταν το αίμα κακός οιωνός…

Νωρίς τ’ απόγευμα βγήκανε στους δρόμους. Έβλεπες παντού μαυροφορεμένες γυναίκες, σκυφτές, βιαστικές, σαν να μην ήθελαν να τις δει ανθρώπου μάτι. Ίσως μιλούσαν συνωμοτικά, κάτι αντάλλασσαν, έπειτα πιάνονταν από τα χέρια, σαν να μην επρόκειτο να συναντηθούν ξανά. Ήταν τόσο συγκινητικό να τις βλέπεις, κάθε χρόνο και λιγότερες. Δεν σου αφήνει περιθώρια να το παρατηρήσεις ο χρόνος που περνά βιαστικός. Μα εκεί έξω μια γενιά χάνεται ετούτη ακριβώς τη στιγμή που σου γράφω αυτές τις γραμμές. 

Ήταν μουντό το μεσημέρι, με ένα ελαφρύ βοριά εδώ και εκεί, όπως παιδί που καμώνεται πως ξέρει με το κρυφτό να κάνει χάζι στη ζωή. Συναντήθηκαν έξω από το ζαχαροπλαστείο. Καμιά δεν έφθασε νωρίς επειδή τις πείραζε στην αξιοπρέπειά τους  να ακούνε τ’άσχημα λόγια, τα πειράγματα τα δίχως μέτρο από τους βλάμηδες που περνούν τον καιρό τους στην πιάτσα. Άγιος και λερός ο κόσμος παιδί μου. 

 Και έπειτα συγκεντρωμένες στο σκοπό τους, όλες μαζί τραβήξανε για του Άη Μηνά. Είχαν πει όσα έπρεπε και έτσι με το δεμένο μαντήλι τους, θύμιζαν κατάμαυρη λάσπη πάνω στ’άσπρο χιόνι. Τα σωθικά του κόσμου, μια διαφωνία με το εκτυφλωτικό λευκό σε ζωγραφιά της φλαμανδικής σχολής.

Ο ναός ήταν σκοτεινός και έξω από τη μεγάλη καντήλα δεν υπήρχε κανένα απολύτως φως. Τι πένθιμος κόσμος στ’αλήθεια. Εκείνη μονάχη της προχώρησε προς τα πανέρια που ‘ταν βαλμένα στη σειρά, σύνεργα μιας τέχνης παράξενης όσο και παλιάς. Τα πιο κόκκινα άνθη και τα λευκότερα είχαν διαλέξει τα παιδιά του κατηχητικού. Θα πήγανε κάποιο απόγευμα του Μάρτη, σε στίχους και ζυγούς, αυστηρά παραταγμένα παιδιά του κόσμου σας χαιρετώ. Και θα ‘χαν τρυγήσει το μικρό ξέφωτο, την πολύχρωμη πανδαισία, την τιτανική. Πλησίασε τις υπόλοιπες, δεν μιλήσανε, μονάχα πήρανε να ετοιμάζουν με ευλάβεια τον Επιτάφιο. Βάζανε τα λουλούδια σε πόστα μελετημένα και ακόμη έραναν με ροδοπέταλα τη σεπτή μορφή του νεκρού Ιησού. Πιετά στην αγκαλιά του κόσμου ή κάτι πολύ παρεμφερές.

“Θα ‘ταν καλύτερα να στο πω μετά; Τι παντελόνια θα φορούσα τότε, για πες μου. Έτσι τ’αποφάσισα, δίχως άλλη αναβολή και σου μίλησα. Και στα είπα όλα όπως συνέβησαν και όπως συμβαίνουν ακόμη. Για αυτό, δεν σου ζητώ να με καταλάβεις μα να δείξεις κάποιο είδος συμπόνοιας. Όχι, κανείς μας δεν χρωστά ευγνωμοσύνες και άλλα τέτοια. Είπα πως θα ήταν καλύτερα να εξηγηθώ με τον ντόμπρο τον τρόπο που αρμόζει σε κορίτσια της τάξης σου”. Τρυπήθηκε με το καρφί, φίλησε το αίμα, έσταξε χάμω, το σκούπισε αργά με τον αντίχειρά της. Έκανε το σταυρό της και τύλιξε το δάχτυλό της με το μαντήλι των μαλλιών της. Ξεχύθηκαν άγρια στάχια, φέουδα καταπιεσμένης ομορφιάς ξυπνήσανε μες στη φωτιά της επανάστασης. Ήταν τρομερή, η όψη της με τα ξανθά χειμαρρώδη μαλλιά, κάτι καταρράκτες αρχαίοι, εκβολές φαραγγιών και άλλων απόκρημνων κόσμων. 

Όμως δεν ήταν αυτή η αιτία. Της το ‘πανε πως ο γαμπρός λιμπίστηκε σαν να λέμε τη μεγάλη περιουσία. Κάτι απέραντοι αμπελώνες που βγάζουν πρώτης ποιότητας αποτέλεσμα και συνιστούν τον πολυτιμότερον πλούτο. Και έτσι διάλεξε ποιο θα ‘θελε να ‘ταν το μέλλον του. Πήρε την οδό του κέρδους που βγάζει στην προσωπική παρακμή. Σαν να λέμε έριξε τα ζάρια του και γκρέμισε τον τακτοποιημένο κόσμο. Βούιξε ο τόπος, και τι δεν είπαν για την αιτία του χωρισμού. Λίγοι μόνοι τόλμησαν να πιάσουν στο στόμα τους εκείνον τον παλιάνθρωπο που ‘χε προδώσει τόσο επαίσχυντα τα κοριτσίστικα όνειρα. Οι περισσότεροι βρήκαν ένα σορό αφορμές για να την κατηγορήσουν, να πουν πως ήταν εκείνη η αιτία, η ανημποριά της, τ’άσκημο πρόσωπο της ψυχής της, το σκάρτο της σώμα. Και τι δεν είπαν. Όμως εγώ ξέρω, έλεγε μονάχη της ενώπιον του νεκρού Θεού, εγώ ξέρω τι παλιάνθρωπος υπήρξε, τι τέρας φριχτό και απάνθρωπο. 

Σε λίγο θα τελειώνανε. Φάνηκαν και τα παιδιά που θα τον πάρουν στις πλάτες τους. Όλα τους γερά παιδιά, οι δυο υπηρετούν στο πυροβολικό και εξ αφορμής στους εορτασμούς θα παρευρεθεί ο συνταγματάρχης, προς αναγνώριση των προσπαθειών και περί του ηθικού αναστήματος της νέας γενιάς. Όλοι τους την κοιτάζουν με ελεημοσύνη, σε ποιον αξίζει τέτοιο φέρσιμο, πάει το μέλλον της, καλύτερα να την είχανε χαλάσει, να τι συμβαίνει επί τη πατρική απουσία και διάφορα σχετικά που θα έθεταν σε κίνηση τη λεπτή, σαν σάλεμα πέπλου ή πάλι σαν σαρωτική νεροσυρμή και σαν παράδοση της ψυχής στα πάθη της, διά χειρός Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ο Δεσπότης ευχαρίστησε τις παρθένες, καθώς είπε, τον ανθό της νιότης. Τις ευλόγησε και αφού τις σταύρωσε στο μέτωπο μία προς μία, απομακρύνθηκε με την συνοδεία του. Ούτη του Δεσπότου εχωρίζετο, συλλογίστηκε και ευθύς αντήχησε παντού ήχος α’ . 

Μα ήθελε να του πει πώς της φέρθηκε εκείνος ο νέος, πώς της κατέστρεψε τη ζωή με την ελαφριά του, την εξαγορασμένη καρδία. Θα την ένιωθε και ίσως τη συμβούλευε ορθά ή πάλι παρενέβαινε για να αποκαταστήσει τη φρικτή αδικία. Έκανε να τον προλάβει μα η συνοδεία τάχυνε το βήμα της και διασχίζοντας τα άναρθρα στασίδια και του επιτρόπους πέρασε στα εγκόσμια, στον κόσμο του εμπορίου και της συναλλαγής. Σκέφτηκε πόσα του’δωσε, το πολυτιμότερο, σκέφτηκε μα ευθύς το απέκλεισε από το νου της. Ώρα ήταν να μάθουν πως είχε ξεφτίσει η αθωότης της, δεν θα της το συγχωρούσαν ποτέ.  

Ξεγλίστρησε από το πλήθος. Πήρε το δρόμο προς το σταθμό του σιδηρόδρομου. Ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες, έκλεισε τις γρίλιες του παραθύρου παρά το επίμονο θέρος και ετοίμασε βιαστικά την παλιά, μπεζ βαλίτσα της. Νόμιζε πως δεν θα την χρειαζόταν ποτέ, μα να που απόψε θα αναδειχτεί στην καλύτερη της φίλη, με κάτι λίγα σωσμένα από τον παλιό της κόσμο. Για τη σωτηρία ή και για το αύριο, ίδιο και απαράλλαχτο πράγμα είναι, όπως και να το δει κανένας. Και ύστερα έτρεξε προς το σπίτι του, το πιστό του σκυλί την αναγνώρισε, της έγλειψε το μέσα των χεριών της, με ευλάβεια και ευθύτητα της έλεγε με τον δικό του , σκυλίσιο τρόπο, σε αγαπώ, σε νοστάλγησα. Τους είδε από μακριά στο υπόστεγο, να κάθονται κάτω από τον γυμνό φωτισμό, όλοι ντυμένοι καλά, όλοι αφοσιωμένοι στη μέρα. Εκείνη προχώρησε, ο Μάρκος την αναγνώρισε, Άννα, πρόλαβε να πει μα εκείνη είχε κιόλας φθάσει εμπρός του, κοιτάζοντας τον σαν τάχα κάποιο αξιοθέατο. Άπλωσε το χέρι της, πρώτα στην αρραβωνιαστικιά του, ένα κορίτσι που δεν θα ήταν είκοσι χρονών και είχε χαραγμένη όλη την αφέλεια του κόσμου στο υποδειγματικό της πρόσωπο. Χαιρέτησε το ζευγάρι με μια χειραψία σοβαρή και μετρημένη. Είχαν όλα παγώσει και ήταν βέβαιο πως στο νου των περισσότερων φάνταζε πιθανή μια φονική έκβαση, μια έκρηξη, κάτι ξαφνικό σαν το καλοκαίρι ή τη λέξη του Γουίλιαμ Γκας που δεν περιμένεις ποτέ. 

Και έπειτα πήρε τη βαλίτσα της και πέρασε στις τάξεις της αστικής μυθολογίας. Επειδή την Άννα ποτέ και κανείς δεν την ξαναείδε. Λένε πως έπεσε να πνιγεί, μα το επικρατέστερο σενάριο είναι πως κατέφυγε σε κάποια μεγαλούπολη και έστησε τη ζωή της, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Και ποτέ της δεν ξαναμίλησε για όλα εκείνα τα γεγονότα. Μήτε που παρακολούθησε άλλη φορά την περιφορά του Επιταφίου, δεν θ’άντεχε εκείνους τους ανθισμένους θανάτους που περνούν με όλη τη σιωπή του κόσμου και τον πικρό στοχασμό στην πλώρη τους. Για να πουν πως πέθανε ο Θεός από κάποιο ατύχημα. Αιώνες αργότερα άνθρωποι επιβαρυμένοι από την ενοχή, το είπανε ιστορία και χρόνο. 

Κάποιος είπε πως πήρε το βραδινό λεωφορείο και δίχως να κοιτάξει πίσω της, έβαλε ένα τέλος στην παλιά της ζωή. Μα όπως και να ξεγλίστρησε η Άννα μέσα από τούτη την ιστορία, αυτά είναι όλα όσα συνέβησαν για να κατορθώσει να περισώσει η Αννα εκείνο το πολύ, τ’ατίμητο του εαυτού της.

Απόστολος Θηβαίος