Της καρδιάς οι στίχοι

Άγγελος Σικελιανός

Ο Άγγελος της ελληνικής ποίησης
Άγγελος Σικελιανός, με μια ιστορία

[…και στο φόντο, wild is the wind, που στριφογυρίζει τις σελίδες για να ταξιδέψουν παντού οι λέξεις…]

Ο γέρος καθόταν πλάι στη φωτιά. Ήταν Μάρτης μα θαρρείς και ο χειμώνας θυμώνει και επιμένει με κάτι τρομερές παγωνιές που σου θολώνουν το χνώτο. Πέρα από το παράθυρο τα λιγοστά φώτα του δρόμου, ο τετραγωνισμένος κόσμος, οι ελιές και τ’άγιο σκοτάδι του Θεού.  Δεν ήξερε γράμματα, δούλεψε τη γη μισό αιώνα, σταμάτησε σαν έπιασε ένα γερό κομπόδεμα. Τώρα μόνο το κλάδεμα φροντίζει και άμα ξανοίγει ο καιρός κατηφορίζει να ακουμπήσει τα δέντρα, να τους πει πως τα πεθύμησε, να βρει τον εαυτό του. Ο θάνατος δεν τον τρομάζει. Και αυτό δεν το χρωστά στο θάρρος του ή στην αθωότητά του. Μόνο σε ένα ποίημα το χρωστά, μόνο σε ένα ποίημα. Το ‘χε διαβάσει μια φορά και έναν καιρό, μήτε που θυμάται πως έφτασε στα χέρια του. Ήσαν σκόρπιες οι σελίδες σε κάποιο πλάτωμα, τις γυρόφερνε ο αέρας, εμπρός του έπεσε εκείνη με το ποίημα. Το είχε γράψει ο Άγγελος Σικελιανός και από τότε ο γέρος τον έκανε αδερφό του. Τον εγιόρταζε και δεν τον λησμονούσε ποτέ στις άγιες μέρες και στα υπέρ υγείας. Άμα καθόταν το δειλινό στο ξέφωτο, ήσυχος και αμέριμνος πια από κάθε καθήκον και από κάθε υποχρέωση, ξεδίπλωνε το χαρτί και διάβαζε λέξη τη λέξη. Και η ψυχή του έπαιρνε θαρρείς μπρος και φανταζόταν πως κάποτε θα γινόταν εκείνος ο γέρος του ποιήματος, κάποιος που κατόρθωσε με τον κόπο του να τιθασεύσει τ’άγριο πράγμα που είπαμε ζωή. 

Εγώ γράμματα δεν ξέρω. Μήτε που μπορώ να σταθώ εμπρός σε ένα ποίημα με ήθος και με ποιότητα στην κρίση μου. Μα μπορώ να σου πω πως ετούτη η σιωπή η χρυσή, οι λέξεις που παραστρατίζουν σαν τα πουλιά, που λάμπουν από εγκατάλειψη, μου θυμίζουν τα δέντρα, τη νύχτα που φθάνει και με γαληνεύει, παιδί μου. Και νιώθω πως κάνω ειρήνη με τον κόσμο, έτσι που διατρέχω ολόκληρη τη ζωή μου και είναι τα χρόνια γκρεμοί και εγώ περνώ τα χάσματα. Με τις λέξεις που άμα είναι καλοκαίρι ή αν είναι άνοιξη, με έναν Επιτάφιο τριγύρω να συνοψίζει τα πάντα, ξενυχτάνε κάτω από τη στέγη, εδώ στο πλάι μου, τις αφήνω να παίξουν με τα ρόδα, με τους κρόκους και τις αγαλίδες, με τους υακίνθους και τους ναρκίσσους. Βάλε με την καρδιά και με τη φαντασία σου, πως είναι οι λέξεις ένα ραβδί και πως εσύ και εγώ γινόμαστε ιερείς και χτυπάμε τη γη για να ξυπνήσει, να ανάψει τις καρδιές στα κεφαλόσκαλα των χαμηλών σπιτιών. Αν κατηφορίσεις τη δημοσιά, θα δεις για τι πράγμα σου μιλώ, θα καταλάβεις πως η μουσική είναι κρυμμένη μες στην απλή μας την καρδιά. 

Και άλλη μια φορά πήρε να διαβάζει, ήσαν αδύναμα τα μάτια του, μα το ‘χε μάθει απόξω τώρα πια. Και έπαιρνε διαστάσεις αλλιώτικες η κοσμική μας η ζωή, με εκείνο το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού και με τόσα ακόμη. Αποκτούσε έναν εσωτερικό σκοπό και κάτι από νόημα.

Ὁ γέρος ὁ ἑκατοχρονίτης,
ὁποῦ ἐγνώρισα στὸ ἴδιο νησί μου, τὴ Λευκάδα,
ἀφοῦ πέρασε βοσκὸς σαράντα χρόνια
στὴ βουνοκορφή, στὰ Σταυρωτά,
κατέβηκε νὰ παντρευτεῖ μία μέρα
στὸ γιαλό, στὸ Μεγανήσι
κι ἀπὸ τότε γίνηκε ψαρὰς
κι ἀπόχτησε τρεῖς θυγατέρες
κι ὅσο ἤτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
τὸ ψαροκάϊκο, τὸ πεζόβολο, τὰ παραγάδια καὶ τὰ δίχτυα
κι ἅμα ἡ πρώτη θυγατέρα ἦρθε στὸ χνούδι της
τὴ πῆρε στὰ κουπιὰ νὰ δέσει τὸ κορμί της,
ἔπειτα τὴ πάντρεψε καὶ πῆρε τὴ κατοπινὴ
κι ἀφοῦ ἔδεσε καὶ τούτη,
κράτησε λίγο καιρὸ τὴ τρίτη στὰ κουπιὰ
καὶ σὰ τὴ πάντρεψε κι αὐτήν,
ἔμεινε πάλι μὲς στὴ βάρκα μοναχός,
προσμένοντας τὸ θάνατο, ἥσυχα νὰ τὸν ῾γγίξει,
καθὼς σβεῖ στρωτὰ ὁ ἀγέρας
στὸ νερὸ τὰ δειλινά…

Γυάλινα Φτερά

Για την Μαρίζα Κωχ και τα τραγούδια της που ‘χουν “γυάλινα φτερά”.

Τίποτε δεν μπορεί να τον κερδίσει. Το ‘χει βάλει στόχο του απόψε να πάει στης Ανθούλας και να την ζητήσει. Πάνε κάτι χρόνια που τραβιούνται και ήρθε τώρα του καιρού το πλήρωμα. Έχει κιόλας μαζέψει κάτι λίγα για το γάμο και τα πρώτα έξοδα. Πόσο δούλεψε, μονάχα αυτός το ξέρει, πόσα σαββατόβραδα γύρναγε διαλυμένος στο χαμόσπιτο. Και άμα έχανε το κουράγιο του, κοιτούσε τη φωτογραφία της Ανθούλας από μια παλιά Πασχαλιά και έλεγε “αξίζει μωρέ, αξίζει”. 

Και να που έφθασε το σαββατόβραδο ετούτο. Και να που στέκει εμπρός από τον θολό καθρέφτη και περιεργάζεται τον εαυτό του, κομψό και καθώς πρέπει. Έχει καθαρίσει την καπνιά και έχει βάλει το άσπρο του το πουκαμισάκι που το κρατούσε για τις μεγάλες περιστάσεις. Απόψε, απόψε θα γίνει και δίνει μια και περνάει από τους ντουσαμάδες με τα παιδιά που τον κόσμο τον χαλάνε με φωνές και με παιχνίδια. Και άμα τον ρωτάνε, για πού το ‘βαλε ρε Μίμη, αυτός στέκει, ισιώνει το σακάκι του και λέει, πάω να ζητήσω την Ανθούλα και όλοι χειροκροτούν καθισμένοι στα τραπεζάκια του καφενείου. Έχει άλλη δόξα η φτώχεια τα σαββατόβραδα και κάθε πίκρα, κάθε χαρά από την πιο μικρή μέχρι εκείνη τη σπουδαία,  μεγεθύνεται δαγκώνοντας την καρδιά του απλού ανθρώπου.

Να τος ο Μίμης, εμπρός από το σπιτάκι της Ανθούλας. Όλα φωτισμένα και η αυλή συγυρισμένη και οι λεμονιές μικρές και υπέροχες με μια ιδέα υγρασίας πάνω στα φύλλα. Τώρα ανεβαίνει τα σκαλιά, η καρδιά του πώς χτυπάει. Ακούει τις φωνές, τα γέλια, κάποιος πιάνει το τραγούδι. Ο Μίμης στέκει στο πλατύσκαλο και η καρδιά του πάει να σπάσει, όταν ακούει εκείνο το σκληρό, το ασήκωτο, το να ζήσετε Ανθούλα μου, να ζήσετε και όλοι μαζί χτυπάνε τα ποτηράκια τους και μια ορχήστρα της κακιάς της ώρας πιάνει τα τραγούδια. 

Ο Μίμης παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Και έχουν μαραθεί τα άνθη του και η στενοχώρια του βρέχει το πρόσωπο. Και σαν περνάει από το δρόμο με τους καφενέδες, κανείς δεν τον ρωτάει τι να’γινε. Γιατί μπορούν να νιώσουν το δράμα του Μίμη που ‘μεινε προδομένος ένα τέτοιο σαββατόβραδο. 

Εκείνο το ίδιο βράδυ είδε στο όνειρό του τον εαυτό του να παλεύει με τα λάστιχα και τα σίδερα της μάντρας. Και το πρωί που τον βρήκανε πεθαμένο πάνω στο ντιβάνι είδανε τριγύρω σπασμένα τα γυαλιά. Κάποιος είπε, ήταν τα φτερά του γυάλινα, γυάλινα. Και όλοι μαζί φύγανε για το κοιμητήρι και το κάρο πήρε τον Μίμη, έναν άγγελο με φτερά ραγισμένα. 

Και έτσι με μια ιστορία, ετούτο το σημείωμα κάνει μια αναφορά στην υπέροχη Μαρίζα Κωχ και τα τραγούδια τ’αλησμόνητα που έκανε σπουδαία μόνο με τη φωνή της. Για τον Μίμη κανείς δεν ξαναμίλησε, μήτε που πέρασε κανείς από το χαμόσπιτο. Πέρασε και χάθηκε ο Μίμης και η Ανθούλα σαν το ‘μαθε κρύφτηκε στην κάμαρά της και έκλαψε μα γρήγορα συνήλθε και τη ζωή της συνέχισε. 

Με μουσικές εξαίσιες

Σταύρος Ξαρχάκος

14/3/1939

Ρεμπέτικο

Ο Σωτήρης Κακίσης γράφει για τον Παπαδιαμάντη πως με εκείνον μεταμφιεσμένο σε Ελλάδα και γλώσσα, κόντρα στ’ανάποδα, τ’αποκριάτικα και τα βασανιστικά κρατιέται όρθιος ο κόσμος μας. 

Και τούτη την ώρα που αυτό εδώ το σημείωμα θέλει να πει δυο κουβέντες για τον Σταύρο Ξαρχάκο που γεννιέται στις 14 του Μάρτη το μακρινό 1939, τα λόγια του σημαντικού δημιουργού κατέχουν μια άλλη βαρύτητα, μια σημασία βαρύνουσα, έτσι που διαμορφώνουν τις αναγωγές.

Και αυτό επειδή με το “Ρεμπέτικο” του ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης δίνει σάρκα και οστά στο όνειρο που δεν πραγματώθηκε ποτέ. Εκείνο που ‘μεινε για πάντα παιδί στα χαμόσπιτα της προσφυγιάς. Πάνε τόσα χρόνια από τότε, κανείς δεν τα θυμάται όλα αυτά, μήτε που κανείς νοιάζεται πια για να φωτίσει τα σωθικά εκείνης της Ελλάδας. Μιας χώρας που ξεμακραίνει με τις μνήμες της για να παραχωρήσει τη θέση της στις απαιτήσεις τούτης εδώ της εποχής. Το συστρεφόμενο τέρας του μέλλοντος σαν να σαλεύει και εμείς με μάτια κόκκινα των ζωντανών θυμόμαστε και για τα περασμένα μιλούμε. Και σαν μας κυριεύει η νοσταλγία για τα χαμένα τα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι , σαν μας αρπάζει την καρδιά ετούτη η εποχή η θυελλώδης, ανοίγουμε τα ντουλάπια, γυρεύουμε τα βινύλια του περασμένου και ευθύς, σαν ακουστεί η πρώτη η δοξαριά, πέφτουμε στην περισυλλογή. Επειδή, λέει ο θάνατος μιας εποχής ή ενός ανθρώπου ή μιας ολόκληρης γενιάς, ετούτο απαιτεί. Και εκεί, καθισμένοι, κοιτάζουμε τα κάδρα τα καπνισμένα με τους χαμένους μας προγόνους και στη μουσική αφηνόμαστε. Αυτήν που συγκινεί με τόση περιπάθεια, αυτή που κυριαρχεί κάθε συγκίνησης και κάθε ιστορίας, αυτή που γίνεται συγχρόνως πνεύμα. Στο μέτωπο μας αφήνει ένα φιλί, σε εμάς τους ανώνυμους, τους ανθρώπους τους νικημένους.

Μια εποχή σημάδεψε το ρεμπέτικο του Ξαρχάκου. Και άνθρωποι πια τόσο ξένοι, κάθε φορά που παίρνουν μπρος οι μουσικές δικοί μας ξαναγίνονται, άνθρωποι που δεν τους επέστρεψε ποτέ πίσω η ιστορία την αθωότητα.

Α.Θ