
Ο Τζακ,
η Μαλβίνα και οι άλλοι
Jack
Ο δρόμος ξέρει, λένε οι σοφοί αυτού εδώ του κόσμου. Για αυτούς δεν αλλάζουν εύκολα τα πράγματα. Για αυτούς η οδός Μπιτς διαθέτει τη δική της γλώσσα, τη δική της θέληση, τα ανώνυμα πλήθη της, τα πρωινά που καίγονται στον ήλιο και κάτι νύχτες, σχεδόν μεσογειακές. Τι σημασία έχει αν έχουμε προσπεράσει λεπτομέρειες όπως ο απόρθητος ωκεανός. Κάπως έτσι μοιάζει η καρδιά του δρόμου, λένε κάτι ηλικιωμένοι σοφοί. Με τον άνθρωπο που διαθέτει το δικό του παρελθόν, τις προτιμήσεις και τα δικά του, προσωπικά πάθη.
Ο κανόνας είναι απλός. Και η οδός Μπιτς δεν κάνει καμιά διαφορά. Μόνο που στην περίπτωσή του πρόκειται για κάτι σπουδαιότερο. Βλέπετε η Μπιτς υπήρξε το καταφύγιο του Τζακ για κάμποσα χρόνια. Κατοικούσε στο ψηλότερο πάτωμα της ετοιμόρροπης οικοδομής. Κάθε βράδυ, λογάριαζε όσα δεν παραδέχτηκε ποτέ, πάνω από ένα μισογεμάτο ποτήρι. Λίγο πριν το ξημέρωμα επέστρεφε, διαλυμένος, τραβώντας κόντρα στο ρεύμα του μεγάλου κοπαδιού. Κάθε πρωί έπινε σκέτο τον καφέ του παρέα με το θάνατο που ερχόταν με το πρώτο φως και τον εξαγόραζε. Έπειτα ήρθε η φυλακή, το περιθώριο, η διακοπή των τσεκ από το Άρκανσο, το γράμμα που έλεγε πως εκείνη πέθανε. Και πως το σπίτι πουλήθηκε εξαιτίας των χρεών.
Ο φίλος του ο Άλεν, που γνώριζε από όλες τις απόψεις την ιστορία του, αργά το βράδυ, έμεινε μαζί του. Και δεν μιλούσε, μόνον άκουγε και συμμεριζόταν και ένιωθε μέσα βαθιά το ουρλιαχτό του να χτυπάει στους τοίχους, το ταβάνι, να εκτινάσσεται. Να σκοτώνεται. Γέρικα, μεθυσμένα πλοία οι δυο τους, μες στη σιγαλιά της νύχτας πήραν την πιο μεγάλη απόφαση. Αύριο θα φύγουν, αν αθροίσουν όσα τους απομένουνε φτάνουν για να κάνουν το ταξίδι της ζωής τους. Δεν σκοπεύουν να πάρουν τίποτε μαζί τους. Άλλωστε ο δρόμος, κατάμεστος από σιωπή και ειρήνη στο βλέμμα του διαθέτει όλα όσα χρειαστείς. Τις πινακίδες με την αρίθμηση των μιλίων, τις απόμακρες κορυφές και τα μοτέλ των παρακαμπτηρίων οδών, τα ξεχασμένα εστιατόρια και τους τηλεφωνικούς θαλάμους που μια νύχτα θα αρχίσουν στο εσωτερικό τους να κουδουνίζουν με όλη τους τη δύναμη οι γερασμένες συσκευές. Κανείς δεν θα’ναι για να απαντήσει έξω από το βουητό του δρόμου. Αυτός που όλα τα διαθέτει, τη σκόνη και τα κατάμαυρα, πελώρια πουλιά του καθισμένα πάνω σε παλιά πετρελαιοειδή.
Το πήραν απόφαση και δεν πρόκειται να κάνουν πίσω. Μες στην καρδιά τους η απόφαση έχει παρθεί, κόντρα στη μόδα, την εισπνοή, την εκπνοή, τους μεγάλους τίτλους, τους πηχυαίους, τους μπαγιάτικους, τους κατακίτρινους σε μια έξαρση του αφθώδους πυρετού, εκείνου που πληγώνει θανάσιμα τους ανθρώπους. Και έτσι το πρωί, ο Άλεν στέκει καθισμένος στο καπό της Μάστανγκ του. Κάνει ηλιοθεραπεία και είναι τόσο παράξενος αυτός εδώ ο δρόμος που σε κανέναν δεν μοιαζει παράξενο ή έστω μια στάλα παράδοξο. Και είναι τόσο αστείο ένας μέθυσος που παλεύει να ξεμεθύσει ξαπλωμένος πάνω στο καπό, σαν απομεινάρι παλιού τροχαίου. Ο Τζακ εμφανίζεται στη γωνιά του δρόμου. Έχει μαζί του κάτι λιγοστά πράγματα , φορά το καπέλο του και κρύβει τους κατάμαυρους κύκλους του κάτω από τα ντεγκραντέ γυαλιά του. Μιλούν για λίγο, ο Άλεν, σημειώνει κάτι σε μερικά τσαλακωμένα χαρτιά, ο Τζακ κάθεται στο πίσω κάθισμα της Μάστανγκ, συμφωνούν πως θα οδηγούν με βάρδιες, πως δεν θα σταματήσουν να ταξιδεύουν, πως θα τραβήξουν για τη χώρα του τίποτε. Έπειτα δώσανε τα χέρια, ενώπιον της οδού Μπιτς που είναι και αυτή ένας δρόμος, δύσκολος και απαιτητικός και γεμάτος παγίδες και ανθρώπους που εκλιπαρούν για ένα σινιάλο. Νιώσανε κάπως σαν ήρωες τραγικοί, τους φάνηκε πως διέθεταν όλο το πακέτο για έναν έρωτα ακόμη, για λίγη ζωή ακόμη.
Χαθήκανε ξαφνικά από την οδό Μπιτς. Ορισμένοι πιστωτές μπουκάρανε στα σπίτια τους, πήραν ότι βρήκανε, γκρεμίσανε για τα καλά τις μικρές κάμαρες. Δεν κατάφεραν τίποτε και πολύ αργότερα κάποιος είπε – θα ‘ταν άνοιξη, στη διασταύρωση της οδού Μπιτς με τις γραμμές της αμαξοστοιχίας, ναι, ήταν σίγουρα εκεί – πως ο Άλεν και ο Τζακ κατευθύνθηκαν προς το Σαν Φρανσίσκο. Και άλλοι πως δραπετεύσανε σε κάποιο, ελληνικό νησί, πίνοντας αργά τον καιρό.
Μα όσοι ξέρουν, δεν χρειάζεται να ρωτήσουν κανέναν. Ο Άλεν και ο Τζακ γεννηθήκανε άνθρωποι και αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη περιουσία τους. Με αυτήν ταξιδεύουν, δίχως να αλλάξουν ποτέ το όνειρό τους, γράφοντας αράδες και χαρίζοντας στην αμερικάνικη ψυχή λίγη από τη σάρκα που στερήθηκε. Από όπου περνούν αθροίζουν παγωμένες νύχτες, στο πίσω κάθισμα ένας ορθάνοιχτος χάρτης δανείζει τη φωνή του σε αυτό το ταξίδι προς τ’άγνωστο. Καμιά φορά λυπούνται που άφησαν για πάντα την οδό Μπιτς μα και πάλι τους συνεπαίρνουν οι βραδινές μυρωδιές. Κυκλώνουν από παντού την Μάστανγκ, η παγωνιά και ο καπνός γεμίζει τις αισθήσεις του. Στο φόντο οι χιονισμένες κορυφές, ένα αγροτόσπιτο στο τέλος του λασπωμένου μονοπατιού. Όλα μοιάζουν με ένα δρόμο, όλα ιδανικά και βομβαρδισμένα από ερημιά και εγκατάλειψη. Όλα είναι οι φωνές που λένε την ιστορία κάθε δρόμου, εκεί που στο τέλος κάποια εσχατιά θα συνοψίσει το ταξίδι. Και η βροχή μπολιασμένη με τη φωνή ενός ραγισμένου Βαλεντίνου, τίποτε περισσότερο δεν θα ‘χει να προσθέσει στη γοητεία του δρόμου. Ο Άλεν ουρλιάζει στην ερημιά, αραδιάζει στίχους, σημειώνει κάτι στα τσαλακωμένα χαρτιά, κοιτάζει τον Τζακ πίσω από τις παγωμένες χαρακιές της βροχής, σχεδόν δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει. Ο δρόμος καθρεφτίζεται κιόλας πάνω του, μια μικρή, απομακρυσμένη εκκλησιά, ένα πάρκο με άγρια βλάστηση, το μικρό, πλεύσιμο κανάλι, ο Γκάτσμπι, η καρδιά του ανθρώπου που είναι η πιο εύκολη υπόθεση του κόσμου. Το όνειρο και η κακοφορμισμένη κουλτούρα μιας μεγάλης χώρας.
Και στο φόντο ο δρόμος, γεμάτος χάσματα και απλάδες, μ’ανθισμένες μπελαντόνες τριγύρω και νύχτες επιτελικές. Ο Άλεν, ο Τζακ, οι δρόμοι, μια Μάστανγκ, όσα τους συντρίβουν και όσα τους γοητεύουν. Είναι κάτι απογεύματα που ο Τζακ γράφει, γράφει, γράφει με μια αλήτικη αγιότητα. Είναι τότε που δεν ακολουθεί καμιά πεπατημένη, παρά μόνο γράφει. Και οι ιστορίες του μοιάζουν με ξεβαμμένα κουρέλια, όλα καλπάζουν και ο Μπέκετ να αργοπίνει στη γωνιά του κόσμου. Κάθε τόσο ο Τζακ συλλογίζεται το αχαλίνωτο και ακαθόριστο πέλαγο του δρόμου και του χαρτιού. Όλα φαντάζουν τόσο τρυφερά, ο τρυποφράχτης και το κίτρινο καναρίνι και η λέξη κόσμος, γραμμένα όλα με ομώνυμη γραμματοσειρά και επικίνδυνα ερωτηματικά. Όλα όσα χρειάζεται για τον εαυτό του ο Τζακ, τον προσμένουν κάπου εκεί έξω, πέρα από το σύνορο του δρόμου που ακόμη κανείς δεν έχει επισκεφτεί. Όλα, και τα καλύτερα βιβλία που θα διαβάσει ποτέ ή μια φωνή κυματιστή και η συμφωνική των κυπαρισσιών του δρόμου, όλα υπάρχουν εκεί έξω.
Ο Άλεν και ο Τζακ μοιάζουν με τις όχθες ενός ποταμού που κυλά, παίρνοντας τα πάντα στη ράχη του. Ένας μυστικός ρυθμός εξακολουθεί να χτυπά, χαρίζοντας στα πάντα τριγύρω μια κρυφή ζωή.
Τέχνη Πολεμική
Μαλβίνα
Ποιος το ‘πε να δεις; Κανείς δεν συγκρατεί τέτοια πράγματα. Μόνο νομίζει πως κάποτε τα διάβασε και αμφιβάλλει πως μπορεί, εκείνος, έστω σε μια στιγμή υψίσυχνου ρεύματος, να σκαρφίστηκε κάτι τόσο μεγάλο και σπουδαίο. “Ο έρωτας είναι πόλεμος” και σου λέω αλήθεια, τόσο καιρό μετά τις τρομερές μέρες του έρωτα, τόσο καιρό μετά, σαν να πέρασαν όλα μες σε ένα όνειρο. Βαλεντίνοι, νύχτες, η πρώιμη άνοιξη. Θα μεσολαβήσει λίγος χειμώνας ακόμη και έπειτα κάτι θα κηρύξει την αρχή μιας εποχής που καίγεται. Λίγος χειμώνας και έπειτα το πιο στέρεο πράγμα θα είναι η αγάπη μας, μεγαλειώδης, πλαστική, σε κόκκινο χρώμα ξεθωριασμένης, χαρτονένιας καρδιάς. Κάτι που να το σβήνει το νερό, κάτι που το σαρώνει το κύμα, αυτό που κάθε καλοκαίρι έκλεβε και κάτι από σένα. Εγώ θάνατο λέω, όταν αδειάζει ο κόσμος από κάτι, όταν τ’αποθέματα του ονείρου μας χάσουν την σιγουριά τους και περάσουμε ωραίοι και κατάφωτοι στην παλιά μας μοναξιά. Όταν τα τραγούδια πουν την τελευταία τους λέξη, τότε είναι θάνατος. Μα θυμήσου, ο χειμώνας θα είναι λιγοστός, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
Δεν ξέρω αν συμφωνείς, αν λέω, αν ο έρωτας παραμένει πόλεμος ή μόνον κάτι τρομερές ιστορίες στάθηκαν η αφορμή για τόσο φόβο. Πάντως η Μαλβίνα που γνώριζε τόσες και τόσες τέχνες, δεν μάσησε τα λόγια της. Και μάζεψε από τους δρόμους τα κείμενα της, τα δελέασε για να επιστρέψουν, κάποια ίσως να χάθηκαν για πάντα μες σε κάποιο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας. Η σκηνή περιλαμβάνει ένα παιδί που ξάφνου στρέφεται στο ξέφωτο εκεί έξω και ποτέ δεν γυρίζει, όσο και αν πονέσει η μητέρα, κάθε λεπτό και πιο γερασμένη, πιο ραγισμένη. Τα πήρε λέει μες στ’ατελιέ των μεγάλων εκδοτικών οίκων, μα εκείνα δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό. Και συνέχισαν να μιλούν, να λένε και να γράφουν για όλα εκείνα που σήμερα η Μαλβίνα σημαίνει σαν διαπασών μες στην καρδιά μας. Μόλις τώρα σκέφτομαι πως μόνο και μόνο για αυτές τις λίγες λέξεις θα έβαζε τα γέλια και κατεβάζοντας ως το ύψος των χειλιών της, τα μαύρα της γυαλιά, κορίτσι θα γινόταν και πάλι.
Το περιοδικό “Γυναίκα” συνιστά έναν από τους τίτλους της παιδικής μου ηλικίας. Ο έντυπος τύπος στα καλύτερά του, μηνιαία περιοδικά για κάθε λογής ενδιαφέρον και κάθε προτίμηση, σε χιλιάδες αντίτυπα κρεμασμένη η χρυσή εποχή της διαφήμισης στα σχοινιά κάθε κεντρικής πλατείας, στα ράφια του συνοικιακού ψιλικατζίδικου, εκείνου του παράξενου ναού που μαζί με το καφενείο , έδωσαν στέγη και κάλυψαν τις πιο μικρές και παράξενες ανάγκες μας. Η Γυναίκα κυκλοφορεί φιλτράροντας σε τοπ ιλουστρασιόν έκδοση την νέα γυναίκα, την επαγγελματία, τη μητέρα και τη σύζυγο, την πολιτικό και την οδηγό αγώνων, την ερωτευμένη και την ανέραστη, την λυπημένη Μπάρμπι που αναρωτιέται πάνω από τους καπνούς της μοντέρνας εστίας της , αν τάχα θα της άξιζε ακόμη μια μέρα, μια μέρα δική της, μια μέρα της Γυναίκας, μια παγκόσμια μέρα σαν αυτή που τόσο ανερυθρίαστα για όσα συνέβησαν και τόσο απροκάλυπτα ειρωνικά, η εποχή μας συγκράτησε. Και γιόρτασε με μια ιδέα πένθους που παραμένει η πιο ασυναγώνιστη πόζα.
Για αυτήν την Γυναίκα γράφει η Μαλβίνα, στήνει για την ακρίβεια από την αρχή τις πιο θρυλικές σκηνογραφίες ενός έρωτα που έκανε τους θεούς να ζηλέψουν. Και όλα αυτά μόνο για εκείνη. Και για τη ρυτίδα που στάθηκε η αφορμή για να αποκτήσουν μια αξία προστιθέμενη οι περίφημες ιλουστρασιόν πόζες βαλμένες στα έξυπνα ρούχα του Γιάννη Αντωνίου. Επειδή η Μαλβίνα μας θυμίζει πως πάνω από όλα είμαστε ο εαυτός μας και παλεύουμε κόντρα σε αυτόν, βάζοντας πλάτη σε όλους τους κανόνες της μοντέρνας μας βιογραφίας. Επειδή η Μαλβίνα μας κλείνει το μάτι, κορίτσι αιώνιο με μαύρα, rayban γυαλιά και κακές συνήθειες. Και από λέξη σε λέξη στο “Έρωτας και Πολεμικές Τέχνες” του ιστορικού Κάκτου πια μας συναντά στη διασταύρωση. Σταματάει να φροντίζει το μακιγιάζ της, μας γνέφει με ευφυΐα πρωτόφαντη ανάμεσα στα τροχοφόρα. Την ίδια στιγμή που διαλέγει ένα παραμύθι για λογαριασμό της, βάζει το Μπλου Βαλεντάιν και κυκλώνει ώσπου να σκίσει το χαρτί εκείνη την ημερομηνία. Σβήνει με κάθε τρόπο το νούμερο, σας λέω προσπαθεί όσο ποτέ κανείς. Μετά από χρόνια, όταν τα παιδιά του αύριο θα την ανακαλύπτουν εδώ και εκεί, τόσο αληθινή, με τ’απόθεμα ενός διαφορετικού πνεύματος σε πρώτο πλάνο, οι φωνές των φίλων της θα σπάσουν. Και οι φιλενάδες της, αρχαίες και μοντέρνες τόσο πολύ, που λησμόνησαν πως ήταν ποτέ, θα βάλουν τα γέλια στα κυριακάτικα ουζερί του κέντρου, κάτω από το σιδερένιο ήλιο και την υστερική ομορφιά της ώρας.
Αν ζούσε με τον απλό, τον κατανοητό τρόπο των ανθρώπων, θα διάλεγε να μην τρέφεται από το πτώμα του κόσμου. Θα περίμενε το καλοκαίρι για να μπει μες στη θάλασσα και αυτό θα έλεγε, είναι ένας θάνατος. Θα άκουγε το Birds of a Feather και θα δάκρυζε, όπως τότε στα σίξτις που κάθε νύχτα αφήναν ροδιές με την παρέα της πάνω στην επιφάνεια ενός φεγγαριού. Θα’χε πόστερ της τον Βακαλόπουλο και θα φορούσε ότι απέμεινε από τις καλύτερες μέρες μας, έτσι για να τραβήξει και εκείνη μια στάλα τα φλας της εποχής.
Δεν θα ζητούσε με κάθε τίμημα την ευτυχία και ίσως από ανάγκη και μόνο, να διάλεγε εκείνο το κοριτσίστικο ύφος που μπορεί και γίνεται μπλαζέ, κάτι σαν κυρία Έρση των μυθιστορημάτων, αιωνίως αινιγματική.
Ή σαν την Φρίντα Κάλο, όταν λέει, “πίνω για να πνίξω τη λύπη μου, όμως η άτιμη κολυμπά”.
Απόστολος Θηβαίος