«Ό,τι μένει». Γιατί; Γιατί κάθε ξημέρωμα κάπου πρέπει να στηριχτούμε, κάτι πρέπει να ελπίσουμε. Πού αλλού και σε τι άλλο εάν όχι στην σκληρή λεπτότητα ενός εξαγριωμένου λουλουδιού; Που δεν θα θυμηθούμε να ξεχάσουμε.
«Εύθραυστη στιγμή». Γιατί; Γιατί η ζωή μας είναι γεμάτη εύθραυστες στιγμές. Θα αναφερθώ ειδικά στο ποίημα « Δεκαπενταύγουστος» γιατί είναι το μοναδικό ποίημα, και των δύο ποιητικών μου συλλογών, που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και είναι αφιερωμένο. Στην αδελφή μου Άννα. Οι πορείες μας υπήρξαν τελείως διαφορετικές. Η πορεία της δεν τέλειωσε τον Απρίλη του 2018, τελειώνει στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Τόπο που, πιστεύω, πολύ θα της άρεσε να βρίσκεται κι ας μην είχε, πιθανότατα, διαβάσει στην ζωή της ούτε ένα ποίημα.
«Ακολουθώντας τον Κ.Π.Κ.». Βρίσκω την ποίηση του Καβάφη βαθιά ερωτική. Είναι ένα χαμηλόφωνο, μελαγχολικό κέντημα. Δεν μοιάζει με καμία άλλη και καμία άλλη δεν της μοιάζει. Προσπάθησα να δω με τα μάτια του Καβάφη αυτά τα όμορφα αγόρια/άντρες, να νιώσω ό,τι ένιωσε. Και για μια, εύθραυστη, στιγμή πίστεψα πως το κατάφερα. Ύστερα η μαγεία διαλύθηκε. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν θέλησε να μου μιλήσει άλλο.
«Τα αγάλματα». Έχω ερωτευθεί κάποια αγάλματα και κάποια άλλα με μαγνήτισαν. Ερωτεύτηκα και ονειρεύτηκα πολύ την πλεξούδα τής Καρυάτιδας. Ένα αριστούργημα από μόνη της. Ερωτεύτηκα τα μάτια και τα χείλη τού Ηνίοχου, τους ιδρωμένους του βοστρύχους. Με μαγνήτισε ο Κούρος τής Αναβύσσου. Με την τελειότητά του που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια συγκινητική απλότητα. Και μια μικρή κεφαλή Βάκχου, ένα τόσο δα διαμάντι. Για το άγαλμα που περιμένει θα σας μιλήσω όταν βρεθεί.
«Τα ποιήματα». Δεν συνηθίζω να μιλώ για τα ποιήματα μου. Αυτά θα τα αφήσω να σας μιλήσουν μόνα τους.