Ένα διήγημα και μερικά αταίριαστα

© Luigi Ghirri

[…σημειώσεις του Γκλεν Γκουλντ, με το χαρακτηριστικό ψίθυρο του
που διασώθηκε στις ηχογραφήσεις, Partitas 1-6 για φόντο μουσικό…]

“Το διήγημα”
Το λαστιχένιο φέρετρο

από το μεγάλο βιβλίο των
“απίστευτων ιστοριών”

 

Όταν αποφάσισαν πως θα χρησιμοποιούσαν λαστιχένιο φέρετρο η τότε ζωντανή ανακουφίστηκε ποικιλοτρόπως. Η κυρία Μόδεργουελ είχε εξαρχής επισημάνει τη μακάβρια επιθυμία της να ταφεί στην ίδια κάσα με τον κύριο Μόδεργουελ που είχε αποδημήσει δύο δεκαετίες πίσω από φυσικά αίτια. Είχε υποφέρει – μία φορά και μόνο αρκεί αν η συμφορά είναι μεγάλη – από μια κρίση αποπληξίας. Βρισκόταν στο καρτέρι για πάπιες. Ο μύθος λέει πως κάθε χρόνο τραβούσε προς τα εκεί με ένα σορό ακαθόριστα πράγματα φορτωμένος, ευτυχής, σαν τον πολεμιστή που και αν το πόστο του βρίσκεται σε κάποιο γραφείο, εντούτοις μες στη φαντασία του και κυρίως στη φαντασία των άλλων, αποσπάται εις την πρώτη γραμμή του μετώπου. Και είναι εκείνος που φοράει το κόκκινο αστέρι εκείνης της αμερικάνικης ιδιοφυΐας που εχάθη τόσο νέα, τόσο νέα. 

Η κυρία Μόδεργουελ μιλούσε αυστηρά. Ίσως έχανε την προφορά του θεμελιώδους συμφώνου κατά τον Ηράκλειτο, ρο, μα όσον αφορά τη διαύγειά της σε κέρδιζε και με το παραπάνω και δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία στον συνομιλητή της  πως όσα έλεγε, όσα πίστευε και όσα επιθυμούσε συνιστούσαν απολύτως συνειδητά πράγματα. Ο υπάλληλος του γραφείου που ‘χε λανσάρει τη μόδα, συμφώνησε αμέσως. Εξήγησε στην κυρία Μόδεργουελ πως δεν υπήρχε επιθυμία που να μην μπορεί να την ικανοποιήσει το γραφείο, “Θερισμός” που με το καλοκαιριάτικο όνομά του ήταν το μόνο που δούλευε σε όλη την πολιτεία, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. “Ο θάνατος δεν ρωτάει ποτέ, μήτε ειδοποιεί σαν φτάνει. Μα μην σας μέλει, αναλαμβάνουμε τα πάντα εμείς, γραφείον Ο Θερισμός”. Έπειτα πήρε τρυφερά το χέρι της κυρίας Μόδεργουελ και το ασπάστηκε τρεις φορές. Η γριά κολακεύτηκε και το διάφανο σχεδόν πλισέ, σαν τα φουστάνια πρόσωπό της, σαν να πήρε λίγο χρώμα. Από εκείνο το κόκκινο του έρωτα που ξεραινόταν μες στις αρχαίες τέμπερες.

Αρκετά, σαν να σκέφτηκε η σεβάσμια κυρία. Σαν πυργοδέσποινα ενοχλημένη από την πολλή συνάφεια, τράβηξε το χέρι της. Το αγόρι του γραφείου απέμεινε με δυο άδεια χέρια και ένα παγωμένο βλέμμα. Ευτυχώς σκέφτηκε, η κυρία ετοιμάζεται να φύγει. Η Κατρίν θα έχει ξεπαγιάσει στα ψυγεία, σκέφτηκε ο υπάλληλος που είχε κάνει το γραφείο πραγματική γκαρσονιέρα για δύο, τρεις, τέσσερις ή και μια φορά, για έξι άτομα, σε μια περίσταση που λίγο έλειψε να θεωρηθεί καταχρηστική ή τέλος πάντων ενδεικτική στασιαστικών προθέσεων. Ευτυχώς το θέμα έληξε με τις παρεμβάσεις κάποιων γνωστών από όλες τις πλευρές που συνέστησαν ψυχραιμία, ζητώντας από τους ανθρώπους θαρρείς να επιστρατεύσουν μια χαμένη τους ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό τόσο ξένο πια όσο και εκείνα τα δόντια στο βάθος της στοματικής κοιλότητας. Βεβαίως αυτά τα τελευταία τείνουν να κάνουν την επανεμφάνισή τους έτσι ανθρωποφαγικά που φροντίζουμε να μην νιώθει κανείς μόνος, εκεί έξω.

Δυο μερόνυχτα πάλεψε με τον άγγελο η κυρία Μόδεργουελ. Μα όπως συμβαίνει πάντοτε, η μάχη στάθηκε από τα πριν χαμένη. Συνέβαλε σε αυτό το εγκεφαλικό επεισόδιο, βαρύτατο είπε ο ιατρός Χέινριχ, καθώς και μια σειρά από κρίσεις άσθματος που πυροδοτούσε η γενική, κλινική κατάσταση. Περί τις πέντε τ’απόγευμα μόλις σίγησε η καμπάνα του εφημέριου, η κυρία Μόδεργουελ παραδόθηκε στη μόνη, βέβαιη μοίρα μας. Ακολούθησαν οιμωγές, συγκρατημένα δάκρυα, ένα αίσθημα γύμνιας πλανήθηκε για μια στιγμή τριγύρω στο θάλαμο του νοσοκομείου και έπειτα ο ιατρός είπε δυο λόγια, ασπάστηκε τη νεκρή και έδωσε οδηγίες για τα περαιτέρω στην υπεύθυνη ορόφου. Η κηδεία ορίστηκε για την επομένη, περί την πέμπτη απογευματινή. Μια φιλενάδα της, έφερε ένα φουστάνι για την πεθαμένη και πήρε τα τιμαλφή που ουδέποτε περιφρόνησε η μακαρίτισσα. Έπειτα φύγανε όλοι, ακόμη και ο θάνατος ξεγλίστρησε σε κάποιο άλλο δωμάτιο, σε μια άλλη γωνιά της πόλης, σαν κάποιον πολύ όμορφο νέο που διαλέγει μετά από σπάνια περισυλλογή τα θύματά του. Κάποιος έκλεισε τα φώτα του δωματίου και η κυρία Μόδεργουελ πέθαινε ολοένα και περισσότερο πια, μονάχη της, ήσυχη και βέβαιη πως πήραν τέλος όλες αυτές οι πολλές συνάφειες που τόσο αντιπαθούσε. Αν μπορούσε να ζωντανέψει για μια στιγμή, θα ‘βγαζε έναν αναστεναγμό όλο ανακούφιση που έφθασε επιτέλους στο τέλος. 

Το επόμενο απόγευμα ήσαν όλα έτοιμα. Το τοπίο ειδυλλιακό και οι προσκεκλημένοι στα καθίσματα που ‘χε απλώσει σε διάταξη Π, το παιδί του γραφείου. Ο εφημέριος είχε ξεκινήσει κιόλας το λόγο του, όσο οι σκαφτιάδες άνοιγαν το λάκκο. Το σχέδιο είχε ως εξής. Θα άνοιγαν προσεκτικά το φέρετρο του κυρίου Μόδεργουελ και εφόσον ήσαν όλα εντάξει – μα τι μπορούσε να συμβεί, μου λέτε; – θα τοποθετούσαν με τη συνοδεία ειδικών προσευχών τη γηραιά νεκρή. Έπειτα θα σφραγίζανε με βουλοκέρι το λαστιχένιο φέρετρο και έπειτα χώμα, πενήντα καφετιά ο καθένας από τους σκαφτιάδες, το μπαρ του Λου, το μπέρμπον διανυκτερεύει εκεί έξω, σαν τα φαρμακεία, τα ενεχυροδανειστήρια, τα εκκοκκιστήρια και τους έρωτες. 

Και όλα πήγαιναν ρολόι μέχρι που μόλις αφαιρέθηκε ένα σεβαστός σορός χώματος, το λαστιχένιο φέρετρο που ‘χε συγκεντρώσει εδώ και καιρό μια γενναία ποσότητα ενέργειας, ταρακουνήθηκε κάπως. Οι σκαφτιάδες – οι άνθρωποι αυτοί έχουν ονόματα, ας πούμε Λίαμ και Τζέστερ μα δεν έχει καμιά απολύτως σημασία – δίστασαν. Αμέσως κυριεύτηκαν από το φόβο του Θεού. Είχαν ακούσει για θυμωμένους νεκρούς που κατεδίωκαν τους ζωντανούς επειδή απλά το ‘χαν βάλει σκοπό τους να ‘χουν κάποιον για να τρομάζουν. Ο Λίαμ χτύπησε μια αφορά ακόμη το φέρετρο, εκείνο τινάχτηκε από τη μια μεριά, μαζί με τ’απομεινάρια του κυρίου Μόδεργουελ έδωσε μια και ξεμύτισε από το λάκκο, χτύπησε χάμω στο χορτάρι και εκσφενδονίστηκε δυο μέτρα μακριά, ορισμένοι για να το αποφύγουν έτσι όπως πετούσε λαστιχένιο, έπεσαν καταγής. 

Και άκουγες τα ωχ και τα αχ των φίλων της κυρίας Μόδεργουελ που σωριάζονταν χάμω. Το έκαναν για τις ζωές τους, κινδύνευαν, όχι αστεία. Στο μεταξύ το λαστιχένιο φέρετρο τινάχτηκε πάνω στον κορμό ενός δέντρου, σάρωσε κάτι χαμηλά κλαδιά. Βρήκε στο έδαφος άλλη μια φορά και τότε ήταν που πέταξε κυριολεκτικώς και προσγειώθηκε στη μικρή λιμνοθάλασσα που ‘χαν φτιάξει με τεχνητά μέσα οι υπηρεσίες του δήμου, πραγματική ατραξιόν για το κοιμητήριο, το τόσο σοβαρό και το τόσο πένθιμο στ’αλήθεια. 

Ο υπάλληλος του γραφείου, άφησε την Κατρίν από την αγκαλιά του και ακολούθησε τη φρενήρη διαδρομή. Ο Λίαμ και ο Τζέστερ προσεύχονταν και έφερναν στο νου τους όλα τα ανομήματα των γεμάτων πάθη βιογραφιών τους. Οι φίλοι της κυρία Μόδεργουελ, όσοι δεν είχαν υποστεί κατάγματα από τις εκτινάξεις, αποχωρούσαν με μια ιδέα χορτάρι στα πισινά τους, απάνω στα καπέλα ή στο μούτρο τους. Η Κατρίν διόρθωσε το κραγιόν της που ‘χε απομείνει όλο πάνω στα χείλη του υπαλλήλου. Και αυτός έχει όνομα, μα σε όλη του τη ζωή θα τον θυμούνται ως “υπάλληλο” και αυτό συνιστά ένα όνομα πιο τραγικό και πιο προσωπικό από κάθε άλλη ιδιότητα. 

Τώρα όλοι βρίσκονταν τριγύρω από τη λιμνοθάλασσα και το λαστιχένιο φέρετρο έφερνε βόλτες. Μια βάρκα έτοιμη να καταποντιστεί. Κάποιος είπε, “η κυρία Μόδεργουελ!”, ένας σταυροκοπήθηκε μα θα πήγαινε πολύ και όλοι μαζί κινήσανε για την τελετή της ταφής. Τριγύρω της η μακαρίτισσα είχε ένα χαριτωμένο κοπάδι πάπιες που δεν έδιναν την παραμικρή σημασία στην όλη τελετή, μόνο έβγαζαν ήχους, σαν αυτούς που δοκίμαζε στη σάλα ο κύριος Μόδεργουελ. “Ζεσταίνω τη μνήμη μου, αγαπητή μου” της έλεγε και καθάριζε την απέραντα καθαρή κοντόκανη καραμπίνα του, την πιο αγαπημένη. 

Όπως ήταν φυσικό η κυρία Μόδεργουελ δεν είχε σαλέψει καθόλου. Ο Λίαμ και ο Τζέστερ που τα’χαν βρει σκούρα και είχαν αλλάξει ως άνθρωποι, άρπαξαν τη μακαρίτισσα και τραβήξανε για τη λιμνοθάλασσα. Φέρανε κοντά το λαστιχένιο φέρετρο και ακούμπησαν μέσα την κυρία. Έπειτα καρφώσανε καλά το καπάκι και δέσανε με σύρμα καλά πάνω του, ένα μικρό μπουκέτο με κρινάκια. Ύστερα ο υπάλληλος του γραφείου γελώντας, κλότσησε το φέρετρο εκείνο χτύπησε στον απέναντι βράχο, επέστρεψε, έπειτα ξανά, πιο δυνατά το κλότσησε και εκείνο χτυπώντας πάνω στον βράχο έδωσε μια και πέταξε . Τ’ακολούθησαν όλοι όπως κάνουν οι θεατές του παγκοσμίου γκολφ, φανταστείτε ένα τσούρμο παρατρεχάμενοι ξοπίσω από τη νεκρή. 

Η πορεία του φέρετρου υπήρξε ξέφρενη, όπως τα βράδια στις εθνικές οδούς η κίνηση των οχημάτων. Χτυπώντας από εδώ και από εκεί, η κυρία Μόδεργουελ προσγειώθηκε κάτω από μια μεγάλη φτέρη. Εκεί ο Λίαμ και ο Τζέστερ σκάψανε και τοποθετήσανε το φέρετρο. Μα προτού ξαναβάλουν απάνω το χώμα με το τρυφερό χορτάρι, φρόντισαν και βρήκαν μια μεγάλη πέτρα. Την τοποθέτησαν πάνω στο καπάκι για καλό και για κακό, είπαν όλοι τους. Η κουβέντα ταξίδεψε σε όλο το κοπάδι και σε λίγο μες στη σιγαλιά του δάσους άκουγες διαρκώς τη φράση “για καλό και για κακό”. 

Η Κατρίν και ο υπάλληλος του γραφείου στο μεταξύ χωρίσανε, επειδή ο Τζέστερ που έμενε αμίλητος ως εκείνη τη στιγμή, της υποσχέθηκε πως θα αλλάξει τις κακές συνήθειες και της εκμυστηρεύτηκε πως βρήκε τον θεό. Και εκείνη, έτσι όπως ήταν ξαναμμένη  τον πίστεψε και σε λίγο παντρεύτηκαν. Χρόνια μετά, εκείνη γύρισε στον υπάλληλο του γραφείου που σε ώριμη πια ηλικία κέρδισε τον πρώτο λαχνό της χριστουγεννιάτικης λοταρίας. Και όλοι λέγανε, “την παραδόπιστη” και έπειτα χαμογελούσαν μαζί της στο τσάι, φθονώντας το τέλειο γούστο της. 

Όσο για την κυρία Μόδεργουελ, όλα μεταβλήθηκαν τελικά σε μύθο αστικό και την ιστορία αυτή οι άνθρωποι την χρησιμοποιούσαν όταν θέλανε να γελάσουν ή να πουν κάτι απίστευτο. Όπως τις φορές που ετούτο θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι μα διστάζουν.

“Και τ’αταίριαστα”

Λάκης Σάντας
1922 – 2011

[…παραδοσιακό ηπειρώτικο μοιρολόι, να γκρεμίζει λέει το θάνατο μια ορχήστρα πανάρχαια. Ίδια η ψυχή του κόσμου ετούτου, ίδια…]

Τον φέρνω στο νου μου, να καίγεται από τ’άδικο, μια σκιά στα ριζά του βράχου. Είναι τόσο νέος ακόμη, θα μπορούσε κανείς να τον πάρει για τρελό. Για μια σημαία μωρέ Λάκη, για ένα πανί; 

Θα σε κοίταζε με μια απορία, τόσο μεγάλη και πλατιά. Ένα πανί; Όλα είναι από κάτω, το παρελθόν και το παρόν και ότι απομένει από το μέλλον που κανείς δεν γνωρίζει. Η γλώσσα, το ήθος, οι αρχές, τα ιδανικά, όλα από κάτω, στον ίσκιο εκείνου του πανιού. Εκεί και ο παππούλης, καθισμένος μια Κυριακή στο φωτογραφείο του Βρυώνη, περήφανος και ωραίος πολύ, σχεδόν σοφός.

Τον φαντάζομαι να αδιαφορεί πλήρως, ο νους του παραμένει στο σκοπό του. Και μαζί με τον αδελφικό του φίλο τον Μανώλη θα το κατορθώσει. Λυσσασμένα θα γυρέψουν οι Γερμανοί τους υπαίτιους. 

Το πανί γρήγορα αντικαταστάθηκε. Όλα διορθώθηκαν, ούτε κατάλαβε τίποτε ο κατακτητής. Μα μέσα του βαθιά ήξερε κιόλας πως θα’ναι εφήμερη η παρουσία του σε αυτά εδώ τα μέρη, πως θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να εκδιωχθεί. Και κάποια θα καρποφορήσει. Θα πρέπει τότε να πάρουν τα πανιά τους και να φύγουν. Η ιστορία θα έχει γραφτεί.

Τελευταία νύχτα του Μάη, 1941. Τίποτε από όλα τα φοβερά δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη, εμπρός σε εκείνους τους ανθρώπους καραδοκεί ο πόλεμος που θα γκρεμίσει την ανθρωπιά. Ο Μανώλης Γλεζος και ο Λάκης Σάντας θα κατεβάσουν τον αγκυλωτό σταυρό από τον ιστό της Ακροπόλεως, μια κίνηση που θα σταθεί σύνθημα για μια πανευρωπαϊκή αντίσταση. Ο δεύτερος από τους δυο ήρωες, γεννήθηκε σαν σήμερα τη χρονιά της μεγάλης καταστροφής. 

η Κόρη των Αθηνών
ζωγραφική

[…η Κόρη των Αθηνών του Θεόδωρου Βρυζάκη μου φάνηκε να’χει όλη τη μελαγχολία μιας πικρής αγάπης. Θα μπορούσε να’ναι η Ελένη της ιστορίας, ένα γύρισμα απάνω στου λαούτου τις σαϊτιές. Παίξε Ζώτο, παίξε. Ηπειρώτικο Μοιρολόι…]

Να σταθεί να πάρει μια ανάσα. Επνίγηκε στο αίμα, η ζωή του, λέει, επνίγηκε στο αίμα και την καταστροφή. Δεν έχει ρίζα πια και μόνον ο Θεός ξέρει αν βαστάνε εκείνες οι πέτρες πάνω στις γκρεμίλες. Τίποτε δεν ξέρει, μόνον που φέγγει πέρα η λιμνοθάλασσα, αυτό ξέρει. Δεν το συλλογίζεται, μόνον το κοιτάζει, βαθιά να μην το χάσει. Και αν τον ρωτήσουν κάποτε τι’ναι η ομορφιά βρ’Ανέστη, πες μας αν την είδες, να ξέρει να πει πως δεν μετριέται με τα λόγια. Και πως αν δεν κατόρθωσε ποτέ να την ερμηνεύσει αυτός ο κόσμος ο πανούργος, είναι που δεν συλλαμβάνεται και δεν λαθεύει. Ροβολάει η ομορφιά από χαράδρα σε χαράδρα, στέκει σαν την παράταιρη ροδιά των βράχων και προσμένει τον Ραφαήλ να την εφτιάξει σε κάποια κάμαρη αρχοντική. Δεν την προλαβαίνεις την ομορφιά, μία στιγμή μόνον παραμένει και ευθύς δίνει μια και χάνεται, αφήνοντας μόνο μια νοσταλγία και του ονείρου τ’ανεπαίσθητο σάλεμα. 

Και να που τώρα, βάζει με το νου του την Ελένη. Και την εφέρνει σαν το είδωλο του ποιητή εμπρός του. Δεν είσαι αληθινή Ελένη μου και εγώ δεν στέκω αντίκρυ σου μες στη μεγάλη σάλα. Και τα παιδιά μας αγέννητα ‘ναι Λενιώ μου, επειδή μας πήρε στο κατόπι ο πόλεμος και η ανάγκη. Μεγαλύτερη ανάγκη από την αγάπη μας δεν υπάρχει Ελένη μου, έξω από την πατρίδα. Και άμα γυρίσω, δεν θα λαθέψουμε ξανά. Και δεν θα αφήσουμε τις μέρες να μας γλιστρούν σαν χίμαιρες, Ελένη μου, με όλο μας το πλάτος θα αγαπιόμαστε λέει.

Ετούτα συλλογίζεται και του ‘γινε η ανάσα βάρος. Και ο καημός του μεγάλος. Μια τουφεκιά πέρα το λέει καθαρά, η μάχη αρχινάει. Άιντε Λενιώ μου, σύρε στο σπίτι να με περιμένεις. 

Τον άκουσε το πουλί που ξαποσταίνει πάνω στον προμαχώνα. Και άλλο σκοπό δεν έχει παρά να βρει την Ελένη, όσα γίνανε να της πει, πως την αγαπούν και να μην φοβάται , η ροδιά μου η ακριβή. 

Τα μεγάλα Ιδεώδη του Δυτικού Ανθρώπου

Ρίτσαρντ Λίντνερ,
ζωγραφική

Διέθετε μια πρώτης τάξεως καριέρα. Θα ερχόταν, λέει να μας μιλήσει πάνω στο ζήτημα των μεγάλων ιδεών της Δύσης. Ο κύριος πρύτανης, σαν τους τηλεσκηνοθέτες, θα μας έλεγε πότε να χειροκροτήσουμε και πότε να αμολήσουμε και κανένα σφύριγμα. 

Ωραίο θέμα, θα την ξαπλάρουμε και σήμερα, είπε ο Τζο και όλοι γελάσαμε. Πάψαμε μόνο όταν μπήκε μέσα ο κύριος Λίντνερ. Φορούσε φράκο εποχής και κόκκινο γιλέκο, ήταν με λίγα λόγια εκτός εποχής και ολωσδιόλου άσχετος με τη γενική σκηνογραφία. Θαρρείς και μια χαλασμένη μηχανή του χρόνου τον είχε ξεβράσει λαθεμένα εδώ πέρα. 

Ίσως να το ‘νιωθε και εκείνος επειδή μας κοιτούσε γερμένος προς τα εμπρός με ένα απαθέστατο βλέμμα. Κάποτε μίλησε, μας είπε πολλά, ο Τζο μιλούσε διαρκώς και λίγα συγκράτησα. Κυρίως, αυτό που είπε για την ειρήνη και όλοι σαλέψαμε από τις θέσεις μας, ολοζώντανες ειρωνείες. Και έπειτα κάτι για τον Θεό και για την ηθική, όταν κάποιος πέταξε μια σαΐτα. Θα πρέπει να ήταν ο Άμπραχαμ διότι ήταν τέτοιας τελειότητας το πτητικό αυτό μέσο, ικανό να διαγράψει μια αυστηρή τροχιά και σαν από ξέφρενους υπολογισμούς, να προσγειωθεί απαλά εμπρός στα σκαρπίνια του κυρίου Λίντνερ. 

Τότε ο σεβάσμιος καθηγητής, μια αδιαπραγμάτευτη όψη κάθε τι παλιού, γύρισε προς την πόρτα. Σταμάτησε μόνον για να κρεμάσει τον εαυτό του στον καλόγερο της αίθουσας. Την ίδια γερμένη φιγούρα με το απαθέστατο βλέμμα, ας πούμε, τον τύπο του ανθρώπου του δυτικού κόσμου. Όταν άνοιξε η πόρτα, οι ιδέες του έμοιαζαν ξανά καινούριες, αν και καθόλου νέες. 

Α.Θ