Αταίριαστα και όμως

© Captain Hubert C. Provand

[…στο μουσικό φόντο, τα τραγούδια που αγαπήσαμε. Στο κάδρο των μικρών ιστοριών κάποιων άλλων εποχών…]


Τ’αρχαγγελικά

Νίκος Ξυλούρης
7 Ιουλίου 1936 – 8 Φεβρουαρίου 1980

“Η φύση να γίνεται ψυχή”, έγραψε ο Κωστής Παλαμάς πίσω, στις αρχές του παλιού αιώνα. Και ύστερα λησμονήθηκαν τούτα τα συναξάρια. Και πέρασε ο καιρός και ήρθαν άλλα χρόνια. Νερό γινήκαμε, καθρέφτης κάθε πράγματος, κάθε ρεύματος καινούριου. Το παλιό μας το σπίτι το λησμονήσαμε, να πέσει τ’αφήσαμε.

Τώρα ίσα που στέκει η σκεπή και οι πόρτες σαθρές που γίνανε, πέτρες πετάξανε οι οχθροί και σπάσανε τα τζαμωτά που τα’χαμε για να γράφουμε με το χνώτο μας το πώς και το γιατί μας. Χορτάριασε η αυλή και φανήκανε πλάσματα νυχτόβια με μάτια φλογισμένα. Τώρα πια μήτε που περνούμε να δούμε πού γεννηθήκαμε και πούθε στερεώθηκε η ψυχή και το ένστικτό μας το βαθύτερο.

Μα έρχονται που λες κάτι τραγούδια, φτιαγμένα τριάντα χρόνια πίσω. Και άξαφνα, εκεί που ‘χει γονατίσει η ψυχή μας και που τίποτε να μας κρατήσει όρθιους δεν υπάρχει, από τον αχό ετούτου του καιρού περνούμε μες στην ουσία μας την πιο βαθιά. Ποιος πόνος μυστικός κυλάει μες στο αίμα μου, ποια φτερά αρχαγγελικά χαλούν εκεί έξω τούτο τον κόσμο τον φαντασμένο;

Και επιστρέφουμε στο σπίτι εκείνο το παλιό, το ρημαγμένο. Και ευθύς χιμάμε στην άγρια τη βλάστηση και ξεριζώνουμε το κακό με τα χίλια μας τα χέρια. Τις πόρτες ρίχνουμε και τα καντήλια τ’ανάβουμε από την αρχή. Τα χρόνια που νομίσαμε πως πέρασαν, βρίσκονται όλα εκεί, οι εποχές και οι ελπίδες μας. Άκου που καίει το λάδι μες στο καντήλι, αυτή είναι η μουσική που κυλάει μες στα αίματά μας. Και τραβούμε εκείνα τα άσπρα τα σεντόνια που βάζουν οι άνθρωποι σαν πεθάνουνε κάποιοι άνθρωποι δικοί τους. Και να που ευθύς προβάλλουμε μες στους καθρέφτες, πουλιά ξεστρατισμένα που βρήκαμε τους εαυτούς μας. Μες στο παλιό μας το σπίτι, αρχαίοι και ωραίοι, μα με ρούχα δανεικά ντυμένοι.

Τι χαρά που ‘ναι ετούτη, να αντικρίζεις λέει τον εαυτό σου τον πιο παλιό, τι ευτυχία. Και έτσι σίγουρος, με το κεράκι της νοσταλγίας μας τ’αναμμένο, στον αρσανά τραβάμε να ακούσουμε τις σφυριές που στερεώνουν την καρίνα του πλοίου μας, του παλιού και τ’αγαπημένου.

Και δεν είναι μαστόροι όλοι εκείνοι, μόνον αρχάγγελοι που δουλεύουν επίμονα πάνω στης ψυχής μας τ’απόθεμα. Ανάμεσά τους ο Νίκος Ξυλούρης, της Κρήτης ο πρωτομάστορας και ο λυράρης,με τη φωνή του που φτερουγάει σαν πεταλούδα αρχαία και μας ξυπνάει.

Ας ερχόσουν
Δανάη Στρατηγοπούλου
8 Φεβρουαρίου 1913 – 18 Ιανουαρίου 2009

Πώς ταιριάζει ετούτη η μελαγχολική η Κυριακή στη φωνή της Δανάης Στρατηγοπούλου. Μια μουσική ανάλαφρη και θλιμμένη πέφτει επάνω από την πόλη, μια υγρασία δική της και παλιά κάνει και πάλι την εμφάνισή της.

Και όλο φέρνω στο νου μου κάτι σαλόνια παλιά με τα κάδρα στην παλιά σερβάντα, της ζωή μας τις προσωπογραφίες που επέρασαν και πάνε. Μια σύναξη σιωπηλή μες στα παλιά σαλόνια και μια κυρία, μιας κάποιας ηλικίας που μες στο νου της χορεύει κάτι κυριακάτικα βαλσάκια. Και όλο δακρύζει για τα χρόνια που φύγανε και κάθε τόσο μες στο βάθος του καθρέφτη, τον εαυτό της συναντάει, νέα και όμορφη και ερωτική. Πού χάθηκαν όλα ετούτα, πού.

Μα ευθύς τ’όνειρο σβήνει και το μόνο που ελπίζει είναι να φανεί το φεγγάρι, πίσω από τις παγωμένες χαρακιές της βροχής. Η μόνη της παρηγοριά, η άνοιξη που φθάνει και κάτι απρόσεκτες επιθυμίες που δεν λένε να περάσουν.

Στο Χολάμ τελειώνουν όλα
Τζέιμς Ντιν
8/2/1931 – 30/9/1955

Ωραία που ήταν η παρέα και το τοπίο περίφημο. Η Καλιφόρνια έλαμπε κάτω από τον αιώνιο ήλιο της. Ο κινητήρας του αυτοκινήτου δούλευε εντατικά και υπάκουα και κάθε τόσο ένας μακρινός παρατηρητής, θα μπορούσε να ξεχωρίσει το σπορ αυτοκίνητο που σκαρφάλωνε στους δρόμους λίγο έξω από το Χολάμ. Τον είχε συνεπάρει η εξωφρενική ταχύτητα, ο ήλιος έπεφτε πάνω στο τζάμι του αυτοκινήτου και ήταν φορές που τον τύφλωνε. Και θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή ο Τζέιμς θα έχανε τον έλεγχο του σπορ αυτοκινήτου, κερδίζοντας με σιγουριά το θάνατό του.

Μα εκείνος ήταν επιδέξιος και ξεγλιστρούσε από τον κίνδυνο και στις μεγάλες ευθείες έτρεχε, όλο έτρεχε, γυρεύοντας να σπάσει κάποιο φράγμα δικό του, προσωπικό. Εκείνος που κοιτούσε από μια απόσταση θα ‘ταν βέβαιος πως από στιγμή σε στιγμή θα έχανε τον έλεγχο, ήταν βέβαιος.

Και έτσι ακριβώς έγινε. Ο Τζέιμς διασταυρώθηκε με κάποιο άλλο αυτοκίνητο, οδηγούσε κάποιος φοιτητής και η παρέα του ήταν τόσο ευτυχισμένη. Κανείς τους δεν ήξερε πως τραβούσαν όλοι για το χαμό τους.

Ακούστηκε μόνον ο ήχος του φρεναρίσματος, έπειτα ένας στακάτος ήχος, οι λαμαρίνες που τσαλακώνονται, οι ζωές που χάνονται, μια στιγμή μυθική που δεν αλλάζει τίποτε στον κόσμο. Και έπειτα, μια φερτή προτομή, ένα ξαπλωμένο κεφάλι σαν τις γλυπτές αναφορές του Τζιακομέτι. Και η τρομερή είδηση. “Ο Τζέιμς Ντιν, σε ηλικία μόλις 24 χρονών θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Η υποκριτική χάνει ένα μεγάλο ταλέντο”, θα γράψουν τα δημοσιεύματα.

Εκείνος πάλι που κοιτάζει από μια απόσταση το τοπίο, ισχυρίζεται πως ο Τζέιμς ήταν από εκείνες τις χίμαιρες που δεν πεθαίνουν, μόνο ξεγλιστρούν, ξεγελώντας το χρόνο, ξεγελώντας το χρόνο.

Το ξωκλήσι της τέχνης μας
Διονύσιος Σολωμός
8 Απριλίου 1798 − 9 Φεβρουαρίου 1857

Όσα χρόνια και αν περάσουν, ποτέ δεν θα λησμονήσω την αρχή εκείνου του ποιήματος. Του μεγάλου, του δικού μας. “Άκρα του τάφου σιωπή”, πέφτει τριγύρω στο Μεσολόγγι του Διονυσίου Σολωμού. Και είναι ο ποιητής ένας από εκείνους τους ψαλτάδες σ’απόμερο ξωκλήσι. Τις Κυριακές, λέει πηγαίνει, ανοίγει διάπλατα την πύλη την Ωραία και πιάνει το τραγούδι. “Τα μάτια η πείνα μαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει”, τραγουδάει ο ψάλτης και έρχονται από τα ρουμάνια να τον ακούσουν πουλιά και χελιδόνες και τρέμει το χλωρό χορτάρι και μήτε που συλλογιέται η μαργαρίτα τον σύντομο τον βίο της, τέτοια που ‘ναι της καρδιάς της η ευτυχία.

Γιατί μέσα από τα ηχεία της καρδιάς μας, ξυπνάει ο Σολωμός τ’ορμέμφυτο καθώς λένε της φυλής μας. Και σκύβουν να πιουν από τις λέξεις του όλοι οι κατοπινοί οι ποιητές και είναι παρηγοριά οι λέξεις του, να σβήνουν λέει του θανάτου την ορμή μες στου έαρος τα χρώματα, μες στους θρύλους και τα χρόνια τα σάρκινα, τα ανθρώπινα.

Άϋλα τα φιλιά του και μια πικροδάφνη στα ακροδάχτυλα, τούτα συνιστούν το περίσσευμα της τέχνης του Διονυσίου Σολωμού. Και οι μορφές του δικαιωμένες έτσι που σμίγουν την τέχνη με τη ζωή. Αλήθεια και αίσθημα η τέχνη του Σολωμού που διαλέγει για δρόμο της τον άνθρωπο και τη φύση, που προσφέρει και αφομοιώνει. Αλήθεια η τέχνη του που ‘χει για σκοπό της τη μεταφυσική, που προσηλώνεται στις μορφές τις πιο γήινες και τις απλούστερες, στερεώνοντας το σπίτι μας το εθνικό, όχι με της ανάγκης τα υλικά, με με το ένστικτο και την πλαστικότητα της ψυχής μας.

Όσα χρόνια και αν περάσουν, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό. Είναι εκείνο το νερό που ‘πε ο Μιχάλης Κατσαρός χρόνια μετά πως θα μας φανεί αναγκαίο έτσι που η ζωή μας τρεκλίζει και όλο θανάτους μικρούς, μεγάλους, μας υπόσχεται.

Η γλώσσα μου
Παγκόσμια Μέρα Ελληνικής Γλώσσας
9 Φεβρουαρίου

Ρουτίνα είναι όλα τα είδη της αγάπης, όλοι οι σταθμοί της και η έκφρασή της η πιο θεμελιακή. Ρουτίνα και η γλώσσα που αρθρώνει τον καιρό μας και έρχεται από παλιά, γραμμένη πρώτα σε πέτρες και σε κεραμίδια καλών αρχαίων εποχών. Η γλώσσα που κρατάει δυο χιλιάδες χρόνια, που μεταμορφώνεται σε φορέα των αισθήσεων, της συγκίνησης και της σκέψης μας. Η γλώσσα, με τα σύμφωνα και με τα φωνήεντά της, με τα μονοσύλλαβα σαν κραυγές και με τους κόσμους που αρχινάνε από το συνταίριασμα των φθόγγων, από τη συνύπαρξη των λέξεων. Είναι η γλώσσα που επανιδρύει την πραγματικότητα, είναι η γλώσσα το φτωχικό μας σπίτι και μια γραμμή άμυνας ίσαμε να επιβιώσει η παλαιά μας αθωότητα. Η γλώσσα, του Παπαδιαμάντη και του Σολωμού, η γλώσσα του Καβάφη με τις αδοκίμαστες προστακτικές της και του Ελύτη, η λαλιά μας η πιο ιδιαίτερη στις κοιτίδες του ελληνισμού, η γλώσσα που ξεσηκώνει τους αρχαίους ρυθμούς και άλλοτε πάλι παραμένει κρυμμένη σε τέμπλα βυζαντινά.

Είναι η γλώσσα μας, η μόνη μας περιουσία. Μια θάλασσα είναι και απάνω της ο χιλιόχρονος πολιτισμός μας ακουμπάει και αποκοιμιέται και προς τη δόξα τραβά.

Οι μόνοι άνθρωποι
Τζόε Χάρμελ
1924 – 2025

Τους ολομόναχους ανθρώπους δεν πρέπει να τους κοιτάζουμε. Και ούτε να δοκιμάσουμε να φορέσουμε τα παπούτσια τους. Με τέτοια πράγματα δεν είναι σωστό κανείς να παίζει. Συνήθως ραγίζουν αργά, θα χρειαστεί καιρός ώσπου ν’ανοίξουν. Μα όταν αυτό συμβεί, όταν κανένας μόνος άνθρωπος σπάσει, πιάνει μια ξαφνική, ανεξήγητη βροχή. Ή σηκώνεται ένα βουβό κύμα, εντελώς απροσδιόριστο που μπορούν να επιβεβαιώσουν δεκάδες λουόμενοι καθώς χαιρετούν στρατιωτικά τον ορίζοντα.

Τους ολομόναχους ανθρώπους τους κάνει καλό η σιωπή. Πολλοί από αυτούς μετά από λίγο καιρό, όταν πια έχουν πει την ιστορία τους και δεν μένει κάτι άλλο, ξεχνούν τον τρόπο να μιλάνε. Κάθε βράδυ πνίγονται σε έξι δάχτυλα ουίσκι ή πάλι παίρνουν τους δρόμους. Γιατί δεν υπάρχει ασφαλές μέρος για τους μόνους ανθρώπους. Κάποιες νύχτες καλές, μιμούνται τους αρχαίους καιρούς. Είπαν για αυτούς οι ποιητές, τότε ξαπλώνουν στη θάλασσα.

Αυτό το σπάνιο είδος θα το συναντήσετε παντού μες στην πόλη, σε δρόμους και ύποπτα μαγαζιά δυο τρία σκαλιά κάτω από την καθημερινή ζωή. Μα ξεχωρίζει κάτι μακρινά χαράματα, ρόδινοι, αφήνοντας πίσω τους ένα σορό ερειπίων.

Όταν χάνουν το κουράγιο τους, θυμούνταν τα όνειρά τους, φτερά μου πού τσακιστήκατε;

Οι μόνοι άνθρωποι ζουν μες στα τραγούδια. Ο Τζόε Χάρνελ έφτιαξε ένα υπέροχο καταφύγιο για αυτούς, τους μόνους ανθρώπους, λίγο πριν την αυγή του 1980.

Α.Θ