[…στα ηχεία, Γράμμα ενός αρρώστου, Θάνος Ανεστόπουλος. Σαν σήμερα…]
Γίνεται να νυχτώνει νωρίς, χωρίς να νυχτώνει;
Αυτό το καίριο ερώτημα παραμένει δίχως απάντηση. Από τότε που το διατύπωσε ο Χρήστος Βακαλόπουλος σε εκείνα τα λιγοστά του αριστουργήματα, κανείς και ποτέ δεν απάντησε. Παρόμοια ερωτήματα κάναν από τότε την εμφάνισή τους και στην δική μου την περίπτωση, μα δεν είχαν άλλη μοίρα, καλύτερη. Κάθε φορά που έλεγα πως τα’χα λησμονήσει, εκείνα ανασύρονταν ποιος ξέρει από τι βάθη. Άρχιζαν τα ουρλιαχτά και τις οιμωγές και εγώ μες στον απόλυτο πανικό, γύρευα κάποια απάντηση. Εις μάτην, έτσι που έκανα τη ζωή μου να κυλά με πειθαρχία, δεν έχω την παραμικρή ελπίδα ίσως κάποιο να απαντήσω. Ή πως τάχα, μια μέρα θα ζήσω δίχως την τρομερή τους καταδίωξη. Μέσα μου, όμως βαθιά ξέρω καλά πως οι στιγμές που θα μπορούσα να κατορθώσω κάτι για μένα, γίνανε ακόμη λιγότερες, εκείνες που κανείς καταφέρνει κάτι πλατύτερο, έξω και πέρα από τον εαυτό του.
Η αλήθεια είναι πως ετούτα τα ερωτήματα με ακολουθούν παντού μες στο σπίτι, στη δουλειά, στις βόλτες, είναι έρωτες που μείνανε ανεκπλήρωτοι, πόλεμοι δίχως νικητή. Τώρα που σας μιλώ, φαντάζομαι μερικούς μαχητές που τους πήρε η παλίρροια του χρόνου, γαντζωμένους στο πολυβόλο τους, περιμένοντας έναν εχθρό. Οι στολές τους παλιές και φθαρμένες, τα πυρομαχικά τους ληγμένα, οι βαθμοί τους που τίποτε και σε κανέναν δεν λένε το παραμικρό. Και όμως παραμένουν επικίνδυνοι, κάτι υπερασπίζονται, κάτι για το οποίο δεν νοιάζεται κανείς πια.
Μπερδεύονται τα αναπάντητα ερωτήματα μες στα πόδια μου, παίζουν σαν μωρά, δεν κάνουν πίσω και ετοιμάζονται να μου σπαράξουν την καρδιά. Τι ωφελεί και αν τάχα τα συλλογιστώ, το παιχνίδι είναι χαμένο, κανείς δεν θα ποντάρει και όλοι με τα ρέστα τους θα παίξουν στην κρίσιμη, την στερνή παρτίδα. Δεν θα ‘ναι διαφορετικά με μένα.
Και αφού την παραμικρή πιθανότητα δεν έχω για να τα καταφέρω, στέκω στη γωνιά του σαλονιού. Και ανάβω την λάμπα της θυέλλης που φυλάω για αφέγγαρες νύχτες, αποφασισμένος να τα βάλω μαζί τους. Άντε λοιπόν, εμπρός, ορμάτε να δούμε τι θα καταλάβετε και αν θα νιώσετε κάτι.
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και ακούστηκε μια φωνή. Γίνεται να πεθαίνεις δίχως να ‘ναι οριστικό, άραγε; Έτσι που ‘ρθαν τα πράγματα σκέφτηκα να βάλω τα γέλια, τώρα που γνώρισα τον υπόκοσμο του θανάτου. Εκεί το χρέος σου το πληρώνεις και όποιος ποτέ ονειρεύτηκε πως μπορεί και να γλιτώσει ή οι χρεώστες του να ξαστοχήσουν, πικραμένος θα σταθεί κάποιαν ημέρα για την φοβερή του την παραδοχή. Όχι δεν γίνεται, αυτό το εισιτήριο δεν είναι μ’επιστροφή. Το λένε και τα τραγούδια τα λαϊκά, τι φαντάστηκες δηλαδή, πως τάχα όλα διορθώνονται;
Μα τίποτε δεν είπα και κάτι παράξενοι μηχανισμοί πήραν μπρος και έγινε ο θάνατος κάτι το πρόσκαιρο, το καθόλου οριστικό. Πάει να πει, είδα τον νεκρό μετά την παράσταση, να βγάζει το ξύλινο παλτό και να τραβάει προς το πουθενά. Τίποτε δεν του’πα, κατάλαβα πως πρέπει κανείς πού και πού, να παίρνει από την αρχή το δρόμο του, αγνοώντας όλα τα τραγούδια, όλα τα φιλιά, όλες τις συγνώμες αυτού του κόσμου. Μόνο τότε ο κόσμος φαντάζει κάπως καινούριος.
Στο χνώτο του τζαμιού, έγραψα, γίνεται να αγαπάς δίχως να κομματιάζεσαι; Όχι, όχι, αυτό δεν γίνεται, οι καρδιές καμιά φορά τσακίζουν, τίποτε δεν διορθώνεται. Και έτσι ζούνε ευτυχισμένες, μισές, σαν δαγκωμένες από μια σκοτεινή αρρώστια, να χορεύουν τα λυπητερά τα ζεϊμπέκικα. Και όλο θυμούνται τις μυρωδιές και τ’άστρα και τη λευκιά σου τη νυχτικιά, όταν σημαίνει ένα πρώιμο καλοκαιράκι και όλα παίρνουν το σχήμα του σώματός σου. Όχι, όχι αυτό δεν γίνεται, οι έρωτες κρατούν για πάντα, πουλιά που φτερουγίζουν με τ’άμαυρον, το πτέρωμα το παπαδιαμαντικό. Αυτή είναι η αλήθεια μα ποτέ δεν θα τη βρεις μες στα έντυπα, μόνο στις ραγισματιές μπορείς να βρεις κάτι απ’τους έρωτες, κάτι παλιό και λησμονημένο.
Κράτησε για μια ζωή η σιωπή. Έξω η νύχτα θειαφένια, να την κόβεις με το μαχαίρι. Βάζω στοίχημα πως δεν θα τελειώσει ποτέ και εγώ μες στη γαλέρα της, κωπηλάτης καταδικασμένος σε θάνατο αργό. Αλμύρα και παγωνιά, ο μόνος μου ο πότμος. Μα την ησυχία θρύψαλα την έκαναν κάτι λέξεις που ‘χαν αυτονόμως κάνει την εμφάνισή τους σε μια τυχαία σελίδα, στα βιβλία που παράτησες. Να που τώρα, οι λέξεις που περιφρόνησες ανοίγουν τα φτερά, τα πρώτινα τους τα μεγάλα. Γίνεται να’ναι κανείς ένοχος εκ γενετής; Όχι, όχι δεν γίνεται, όλοι γεννιούνται να ξέρεις ολότελα αθώοι και ωραίοι, μα είναι η ζωή που σε λερώνει. Και αν καμιά φορά αυτή η εκδοχή επιβάλλεται, εσύ κοίτα να μην ξεχνάς αυτόν τον ποιητή που τρέχει στις άκρες των έρημων κυμάτων, στα πλατιά τα άλση. Τίποτε να μην λες, για αυτούς που δεν μιλούν πολύ. Τους ντροπαλούς, τους αμήχανους και τους ξενυχτισμένους, τους καπνιστές που φαντάζουν προϊστορικοί και τραυματισμένοι και αθώοι πολύ.
Για μια στιγμή πίστεψα πως αυτή τη φορά ησύχασα για πάντα. Πως η αρρώστια μου επέρασε και πως έβαλα τη φαντασία μου σε μια τάξη. Τέλος οι ανώφελες ερωτήσεις, τα πώς και τα γιατί και τα εάν που δεν βγάζουν πουθενά. Μα γρήγορα κατάλαβα πως παραμένω ένας άρρωστος. Και τότε ήταν που κάθισα και εγώ να γράψω δυο τρεις λέξεις, το γράμμα ενός αρρώστου, ένα δικό μου γράμμα. Ο Ανεστόπουλος από τα ηχεία, γέμιζε το σαλόνι, το φωτιστικό γινόταν φεγγάρι, ψεύτικος ήλιος, χρόνια περαστικά φυσούσε στο ταβάνι και τα χαράματα ακόμη μακρινά. Ρητορικές ερωτήσεις πετούσαν μες στα δωμάτια.
Α.Θ