57η Οδός

© Abelardo Morell

Εργάκι σε μια πράξη
για μια ζωή

[…στο μουσικό φόντο, Chet Baker – Arborway, 1987…]

(Σκηνικό χαμηλού φωτισμού. Μια σειρά φώτα τοποθετημένα περιμετρικά καθορίζουν τη σκηνή, κάπως υπερυψωμένη σε σχέση με τα τραπεζάκια της πλατείας. Καθένα φέρει ατομικό φωτισμό, κάτι σαν κεράκι μα με πιο σίγουρη φλόγα, που δεν τρέμει, που δεν κινδυνεύει. Από τις γωνιές της σκηνής βγαίνουν καπνοί, μάλλον πρόκειται να αρχίσει το θέαμα, οι πελάτες από κάτω δεν διστάζουν να βάλουν τις φωνές, σφυρίγματα, χειροκροτήματα, χαμός. Δυο σερβιτόροι ντυμένοι πανομοιότυπα ελίσσονται ανάμεσα στα τραπέζια και αν δεν κρατούσαν το δίσκο, σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης γενιάς, θα ‘λεγες πως είναι χορευτές με την πιο άρτια και ολοκληρωμένη εκπαίδευση. Κάποια στιγμή ένας με κοστούμι και φτερά αγγέλου – για φαντάσου – κάνει την εμφάνισή του. Συγκεντρώνει το φως του κεντρικού προβολέα και έτσι όπως φέγγει, θυμίζει έναν άνθρωπο διάφανο που τον διαπερνά το φως, όπως ποτέ. Ο άνθρωπος αυτός μιλά, προφανώς για την παράσταση. Στο μεταξύ κάποιος μπαίνει στο μαγαζί στέκει παράμερα, αρνείται ευγενικά στο γκαρσόνι που σπεύδει και κοιτάζει γύρω του. Μάλλον προσπαθεί να συνηθίσει το χαμηλό φωτισμό, μάλλον είναι κάποιος ξένος που ουδεμία σχέση έχει με το μέρος αυτό. Ο παρουσιαστής μιλά.)

Παρουσιαστής: Κυρίες και κύριοι, κυρίως κύριοι, σε λίγο, για τα μάτια σας μόνο η Άλμπι! Χορός και τραγούδι από την πιο φημισμένη φωνή της 57ης λεωφόρου. Ρωτήστε, ερευνήστε, ξαναρωτήστε και θα σας πουν πως η Άλμπι κάνει τη διαφορά στη νυχτερινή ζωή της 57ης λεωφόρου. Για τα μάτια σας μόνο, εμπρός Άλμπι! Όρμα τους! (ο παρουσιαστής παραμερίζει και η Άλμπι, ψηλή σαν δέντρο με ένα τέλειο πρόσωπο βγαίνει αργά πίσω από την αυλαία. Πρώτα αισθησιακά το πόδι της, έπειτα το χέρι της, ντυμένο με το γάντι του, αργότερα το καπέλο της – α λα Λάιζα Μινέλι η όλη σκηνογραφία, τίποτε το πρωτότυπο. Ας είναι, πρόκειται για θέατρο και έτσι όλοι είμαστε ασφαλείς.)

Πλήθος Θαμώνων: εμπρός Άλμπι, πάμε Άλμπι, ζήτω η μακρυκάνα Άλμπι, βάλτε να πιω να αντέξω την ομορφιά της, με στυλ Άλμπι, κούνα το! (ακούγονται πολλά τέτοια, πρόστυχα σχόλια που όμως δεν ταράζουν κανέναν, μόνο προκαλούν εκείνο το πρόστυχο, το άρρωστο γέλιο με το οποίο εκφράζεται η εποχή μας)

(Η Άλμπι κοιτάζει το πλήθος, όσο ερμηνεύει το put the blame on me. Η αλήθεια είναι πως διαθέτει σπάνια χάρη και είναι παράξενο πολύ να ξέρεις πως η Άλμπι εδώ και χρόνια πόζαρε ως σοβαρός κύριος Άλμπερτ στις ετήσιες φωτογραφίες των καταστημάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης ειδών κομμωτικής. Ξάφνου παγώνει. Το βλέμμα της πέφτει σε εκείνον που στέκει παράμερα, που αρνείται ευγενικά στο γκαρσόνι, που κοιτάζει γύρω του, που παλεύει να συνηθίσει το σκοτάδι. Το τραγούδι συνεχίζεται, η Άλμπι δεν ερμηνεύει πια, έχει ερμηνευτεί από τα γυρίσματα της ζωής. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο πατέρας της και πάνε χρόνια από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Τι ντροπή, συλλογίζεται και ευθύς αλλάζει γνώμη και πιάνει την πόζα του τη γνώριμη. 

Όμως από κάτω το κοινό μάλλον είναι δυσαρεστημένο και έτσι τη θέση των επιδοκιμασιών παίρνουν τώρα, φωνές και σούσουρο και βρωμόλογα για την Άλμπι που δεν αξίζει ούτε ένα κολλαριστό και καλύτερα να του δίνει από εκεί μέσα. “Δώστε μας πίσω τα λεφτά μας” φωνάζουν και η Άλμπι που διαθέτει μακριά πόδια και μια ανδρική αξιοπρέπεια, σκύβει με στυλ σε κάποιον μεθυσμένο που κάνει το μεγαλύτερο σαματά. Αρπάζει μερικά δολάρια από τη γόβα της και του τα χώνει μεμιάς στο στόμα. Οι άλλοι βάζουν τα γέλια, ο κύριος αντιδρά όπως είναι φυσικό και δίνει μια γερή στην Άλμπι που δεν ταράζεται και κανονίζει μια χαρά τον τύπο. Την ίδια στιγμή ορμούν στη σκηνή μερικοί άλλοι προς υποστήριξην του κυρίου, μα η Άλμπι διαθέτει γρήγορες κινήσεις και απολύτως θανατηφόρες. Βλέπετε,  έμαθε από τους καλύτερους στο γυμναστήριο του Τέντι του Έλληνα. Την πήγαινε ο πατέρας και ένιωθε πολύ περήφανος που ο γιος του τα κατάφερνε με τις γροθιές και έβαζε χάμω τα πιο γερά παιδιά. 

Σε λίγο στον καυγά ανακατώθηκαν τα γκαρσόνια και έμειναν μονάχοι τους οι δίσκοι με τα πιοτά και τα αδειανά ποτήρια. Τότε γίνηκε αληθινός χαλασμός. Τραπέζια, αυλαίες, πιάτα, σταχτοδοχεία, πυροσβεστήρες, πολυέλαιοι, όλα μεταμορφώθηκαν σε πολεμοφόδια και τα κεφάλια πήρανε να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, σαν ώριμα φρούτα. Λίγο μετά ο καυγάς πήρε τέλος. Τα παιδιά του Λίο που ακούσανε για τον καυγά φθάσανε και με συνοπτικές διαδικασίες έσπασαν μερικά χέρια στον πίσω δρόμο. Αν χρειάζεται κανείς τον κύριο με την παρέα του, κοιτάξτε στους κάδους παρακαλώ, είπε ο Ιρλανδός που τον τρέμανε όλοι στη γειτονιά και είχε βαρύ ποινικό μητρώο. Δούλευε ως βαστάζος μα στον τομέα της προστασίας των μαγαζιών της 57ης οδού, έδινε ρέστα που λένε.

 Μπόλικος πάγος και όσοι μπορούν  μαζεύουν τώρα τα τραπέζια, τα γυαλιά, το χαλασμό. Ο γηραιός κύριος που φάνταζε από την αρχή παράταιρος στο σκηνικό, φέρει ένα τραύμα στο χέρι του, μάλλον κόψιμο. Ένα γκαρσόνι τον είδε να βγάζει το άχτι του σε έναν νεαρό που τόλμησε να αγγίζει την Άλμπι. 

Τώρα στέκει πλάι της στο μέσον της σκηνής. Είναι καθισμένοι χάμω και παίζει μια απαλή μουσική, ιδέα του αφεντικού που δεν έχει μαλλιά για να τραβήξει και που πίνει σκεπτικός σε κάποια γωνιά, σίγουρος πια για την καταστροφή που έρχεται.)

Άλμπι: Δεν διάλεξες καλή βραδιά.

Κύριος (πατέρας της Άλμπι): Εγώ νομίζω πως διάλεξα την καλύτερη. (γελούν) Τώρα σε λένε Άλμπι; Σωστά;

 (Του δείχνει την αφίσα στον απέναντι τοίχο που γράφει “Βραδιές όλο στρας με την Άλμπι”.)

Άλμπι: Νομίζω πως είμαι περισσότερο ευτυχισμένος από ποτέ, ξέρεις.

Κύριος: Είμαι σίγουρος. Ξέρεις, μ’αρέσει το καινούριο σου όνομα.

Άλμπι: Δεν ξέρω τι να πω (σαστίζει)

Κύριος: Ξέρεις, σήμερα κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Εξακολουθείς να μην σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου.

Άλμπι: Έτσι δεν μου έμαθες;

Κύριος: Νόμιζα πως είχες ξεχάσει. (αγγίζει το τραύμα στο μέτωπο της Άλμπι και το φροντίζει τόσο στοργικά)

Άλμπι: Θα φύγεις;

Κύριος: Όχι, είχα σκοπό να μείνω. Τώρα συνήθισα το φωτισμό του μαγαζιού. Αν συμφωνείς δηλαδή, ίσως γυρέψω ένα δωμάτιο εδώ γύρω.

Άλμπι: Θα σε βοηθήσω. Τι λες, πάμε για ένα γερό πρωινό;

Κύριος: Κερνάω εγώ. Όπως τότε.

Άλμπι: Ναι, όπως τότε.

Κύριος: Ξέρεις, μου αρέσει πολύ το όνομά σου. Άλμπι. Έκανα λάθος, τόσα χρόνια, όλα λάθος.

Άλμπι: Θα τα δεις όλα καλύτερα με ένα γερό πρωινό. Σώθηκαν τα λάθη πια, κάναμε όλοι μας όσα μπορούσαμε.

(Οι δυο τους φεύγουν αγκαλιασμένοι, καθένας με τα ρούχα της βραδιάς, μια τελείως παράδοξη παρέα, καθόλου ξένη για τη σκηνογραφία της 57ης οδού)

Κύριος: Ξέρεις Άλμπι, ο Τέντι και οι άλλοι θα ‘ταν πολύ περήφανοι απόψε. Τους έδωσες και κατάλαβαν!

Άλμπι: Μα και εσύ, δεν πήγες καθόλου πίσω. 

(η Άλμπι διορθώνει το καλσόν της με έναν τελείως ανδρικό τρόπο)

(Γελούν, η πόρτα ανοίγει, η πόλη απλώνεται με τα θηριώδη κτίρια. Κάπου ξημερώνει, λιγοστά φώτα, μερικοί ξενύχτηδες και η ζεστασιά που δεν φαίνεται όπως όλα τα ουσιώδη, κάπου βαθιά, μες στις καρδιές των ανθρώπων)

Τέλος

Α.Θ