Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Για την ακρίβεια ήταν 19 Δεκεμβρίου. Τέτοια εποχή πέρυσι είχαν βγει πρώτο ραντεβού. Ευτυχώς χώρισαν αρχές Δεκέμβρη. Μην γιορτάζουν επέτειο γνωριμίας και χωρισμού την ίδια μέρα, μην παρατάσσονται οι αρνητικές αναμνήσεις με τις θετικές τόσο ξεκάθαρα.
Είχε κατέβει στο κέντρο της πόλης για τα χριστουγεννιάτικα δώρα που θα αγόραζε για την οικογένειά της. Θα έπαιρνε στους γονείς της και στον αδερφό της βιβλία, μια ασφαλής επιλογή και με την ευκαιρία θα τα διάβαζε και αυτή μετά. Ήταν μια παμπόνηρη φιλομαθής αλεπού.
Για τους στενούς φίλους είχε αποφασίσει να μαγειρέψει την Παραμονή των Χριστουγέννων, να μαζευτούν σπίτι της, να πιούν και να ξορκίσουν το «κακό». Το οποιοδήποτε «κακό», ακόμα και την δική της μαγειρική. Θα προσπαθούσε όμως πολύ για αυτούς να μην φάνε αυγά ομελέτα χρονιάρες μέρες. Μελετούσε σχολαστικά «Γαστρονόμο» τους τελευταίους δύο μήνες και παρακολουθούσε ανελλιπώς Madame Ginger. Κάτι θα είχε μάθει. Το ένιωθε πως με το που έπιανε την κουτάλα θα ξεδιπλωνόταν το ταλέντο του Ρατατούη.
Μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο, το στέκι του πρώην της. Πήγαινε τοίχο-τοίχο στις βιβλιοθήκες, μην τυχόν και έχει καμία ανεπιθύμητη συνάντηση. Περνούσε τα ράφια χωρίς να κοιτάζει ουσιαστικά τα βιβλία, οι τίτλοι χόρευαν στο μυαλό της χωρίζονταν σε λέξεις και ενώνονταν σε άκυρες προτάσεις .Ήταν μια άσκηση που έκανε συχνά πυκνά για να μην σκέφτεται. Μια άσκηση δημιουργική για το μυαλό.
«Ήταν και εκείνος οικογένεια μου κατά κάποιο τρόπο». Με αυτή την σκέψη χάλασε και η άσκηση. Ξαναμπήκαν όλες οι λέξεις στη θέση τους, εκεί που ανήκουν και με τη σειρά της βγήκε από το βιβλιοπωλείο. Δεν είχε πλέον όρεξη να ψάξει για δώρα, θα το έκανε κάποια άλλη στιγμή. Με μεγαλύτερες ουρές στο ταμείο και εκνευρισμό, γιατί πως αλλιώς να νιώσει κανείς αυτή την χριστουγεννιάτικη θαλπωρή;
Ανηφόρισε την Μπενάκη, είχε να περάσει χρόνια από τα Εξάρχεια. Από φοιτήτρια. Είχε βρέξει και μύριζαν τα σκουπίδια στους κάδους αρκετά έντονα. Μοσχοβολήσαν γιορτές. Παρατήρησε μια πολύ μεγάλη κορνίζα δίπλα στον κάδο. Μια γυναίκα που φόραγε τα καλά της και πόζαρε λογικά στο φακό κάποιου φωτογράφου. Της θύμιζε την προγιαγιά της, ίσως και η φωτογραφία να ήταν δεκαετία του 50’.Η γυναίκα κοίταζε ίσια ευθεία στην κάμερα με αρκετά κουρασμένο βλέμμα. Της γέννησε μία συμπάθεια. Ποιος ξέρει τι θυσίες έκανε, πόσο δούλεψε, αν μεγάλωσε παιδιά ίσως και εγγόνια, αν ταλαιπωρήθηκε πολιτικά εκείνη και η οικογένεια της. Ίσως για χρόνια να κοσμούσε και τον τοίχο κάποιου σπιτιού μέχρι που οι εναπομείναντες απόγονοι αποφάσισαν να την κατεβάσουν.
Ίσως είχε βάλει τα καλά της για μια οικογενειακή γιορτή.
Αισθάνθηκε θλίψη στην σκέψη αυτή και μια βαθύτερη ανάγκη να σταματήσει να φτιάχνει στενάχωρα σενάρια με το μυαλό της. Μπορεί να μην ίσχυε τίποτα από όλα αυτά που σκέφτηκε και να δραματοποιούσε κάθε κατάσταση στο μυαλό της. Έφταιγε ο χωρισμός; Έφταιγαν τα Χριστούγεννα που τα θεωρούσε μελαγχολική γιορτή; Όλη αυτή η πίεση να πρέπει να είσαι ή να δείχνεις ευτυχισμένος με την οικογένεια σου της κλόνιζε το νευρικό σύστημα.
Επιτόπου κάλεσε τον αδερφό της. Πάντα την ηρεμούσε η φωνή του. Είχε να τον ακούσει και αρκετό καιρό.
«Έλα ρε τι κάνεις; Να σε ρωτήσω, έχεις ακόμα την φωτογραφία μου στο πορτοφόλι σου;»
Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων. Ισχυρίστηκε ότι είχε την φωτογραφία της. Αποφάσισε να τον πιστέψει. Είχε κάνει μερικά βήματα και ξαφνικά έκανε μεταβολή πίσω. Πήγε στον κάδο και πήρε την κορνίζα. Θα την έβαζε στο δικό της σαλόνι. Δεν ήθελε να την αφήσει να κάνει Χριστούγεννα μόνη της, χωρίς οικογένεια.
***
H Χρυσάνθη Σουκαρά γεννήθηκε το 1990 στα Ιωάννινα. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ανήκει στην συγγραφική ομάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού freeda.gr