Ούτε ξέρω πώς βρέθηκα στην Αγία Παρασκευή. Ούτε ήμουν σίγουρη ότι βρισκόμουν εκεί—μόλις τώρα το ανακάλυψα, όταν σταμάτησα για τσιγάρα κι άκουσα μια φωνή από μεγάφωνο να ουρλιάζει τις ευχές του δημάρχου, του αντιδημάρχου και των ανθυποαντιδημάρχων: καλά Χριστούγεννα, καλή χρονιά, καλά κρασιά, καλά στέφανα—και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
«Αγία Παρασκευή είναι εδώ;» ρωτάω την περιπτερού, μόλις αφήνει μπροστά μου τα Καρέλια.
Με κοιτάει σαν να της είπα «πλανήτης Γη είναι εδώ;». Πενηντάρα, μαυροφορεμένη, πρόσωπο τσαλακωμένο σαν παλιό χαρτί—κάθε ρυτίδα φαίνεται να κουβαλάει καντάρια δάκρυα.
«Εσύ τι λες;» με ρωτάει. «Είναι Αγία Παρασκευή εδώ;»
«Δεν ξέρω, αυτό ρωτάω. Είναι;»
Ξανά το ίδιο βλέμμα—σαν να μιλάει Γήινη σε Αρειανή. Στο τέλος, κουνάει το κεφάλι.
«Ναι», λέει. «Αγία Παρασκευή είναι. Σάντα Φράιντεϊ—όπως λέμε Σάντα Μπάρμπαρα».
Στον δεξί της καρπό διακρίνω μια ροζ κορδέλα, σφιχτοδεμένη σαν φυλαχτό. Κάτι πάνω της με κάνει να κοκκαλώσω—μια απρόσμενη αντίθεση με τα μαύρα ρούχα, το πρόσωπο που μοιάζει σκαμμένο από θλίψη, τη βαριά καταχνιά στο βλέμμα της.
«Τι σχέδιο έχεις για τα τσιγάρα; Θα τα πάρεις ή περιμένεις να ‘ρθουν μόνα τους;»
«Έχω ακούσει για μια μπυραρία, το Πλέι. Λένε ότι είναι ωραία, και μπορείς να καπνίζεις μέσα στο μαγαζί».
«Ναι, μόνο το Πλέι αξίζει εδώ. Και η άνω πλατεία, που γυρνάνε τους μπάφους», απαντάει, σκάζοντας ένα μικρό γελάκι που φωτίζει, για λίγο, το σκοτεινό της βλέμμα. Όμως η λάμψη δεν κρατάει πολύ.
Κάνω να φύγω. Η μουσική από τα μεγάφωνα δυναμώνει. «Σταματάει ποτέ;» τη ρωτάω.
«Όχι, κορίτσι μου, δεν σταματάει ποτέ αυτή η διαβολεμένη μουσική. Μια βδομάδα τώρα μας έχει πάρει τα αυτιά. Και το μεγάφωνο είναι απέναντι από το περίπτερο. Δεν αντέχω άλλο. Αύριο θα πάω στον Δήμο. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν θέλουν να θυμούνται ότι είναι Χριστούγεννα».
«Είναι πραγματικά εξαντλητικό», της λέω.
Φεύγω για το μαγαζί και «πιάνω δουλειά» με τα σφηνάκια από νωρίς. Κάποια από αυτά τα βάζω μέσα στη μπύρα, αλλά τα περισσότερα τα πίνω ξεχωριστά και μετά σβήνω το κάψιμο με μια γουλιά παγωμένης μοναστηριακής. Το στόμα και τα χέρια μου δουλεύουν συγχρονισμένα: καπνός-μέσα, καπνός-έξω, μπύρα-σφηνάκι, σφηνάκι-μπύρα. Το μυαλό μου όμως, ασυγχρόνιστο, τρέχει αλλού.
Νιώθω στον ώμο μου ένα κρύο, τραχύ χέρι. Γυρνάω, και είναι η περιπτερού.
«Να κεράσω έναν γύρο;» με ρωτάει.
«Αυτά δεν τα ρωτάνε», της απαντάω.
«Από πού είσαι;» έχει όρεξη για κουβέντα.
«Από μακριά», της λέω.
«Δηλαδή;»
«Δεν έχει “δηλαδή”. Από μακριά».
«Πόσο μακριά;»
«Πες μου ένα μέρος που δεν έχεις πάει ποτέ».
«Ένα μέρος που δεν έχω πάει ποτέ… Μμμ… Εσθονία».
«Από εκεί είμαι».
«Δεν μοιάζεις με Εσθονή».
«Και πού ξέρεις εσύ πώς μοιάζουν οι Εσθονές; Αφού δεν έχεις πάει ποτέ εκεί».
«Πώς βρέθηκες στην Αγία Παρασκευή;»
«Παλεύω να ξεχάσω».
«Εγώ παλεύω να μην ξεχάσω», μου απαντάει, και σφίγγει με τα κουρασμένα δάχτυλά της τη ροζ κορδελίτσα στον καρπό της.
Η Δήμητρα Καλλιγέρη, είναι συγγραφέας, με καταγωγή από την Ικαρία, είναι απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου, συγκεκριμένα του Τμήματος «Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας», και με μεταπτυχιακό πάνω στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό στην Εκπαιδευτική πράξη.Το 2021, συστήθηκε στο αναγνωστικό της κοινό με το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Γαλότσες» (διηγήματα και ποιήματα) από τις εκδόσεις Άνω Τελεία. Το 2023 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Περατζάδες» (ποίηση) από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο. Έχει παρακολουθήσει δύο κύκλους σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, στον Ιανό, και σεμινάριο ψυχολογίας στο Ρέθυμνο. Είναι διαχειρίστρια μιας σελίδας με καλλιτεχνικό περιεχόμενο στο Instagram, όπου ανεβάζει ιδιαίτερο φωτογραφικό υλικό, συνοδευόμενο από ποίηση ή μικρά πεζά. Κάτι που πρέπει να ξέρετε για τη Δήμητρα, είναι ότι λατρεύει τον γάτο της τον Μάρλει, και πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με ευαισθησία, ενσυναίσθηση, αγάπη, καλοσύνη και αγώνες.
Instagram: dimitra.kalligeri https://www.instagram.com/dimitra.kalligeri/