Το ραντεβού με τη μεσίτρια, τη Μουζέλου, ήταν για τις δώδεκα το μεσημέρι. Θα ερχόταν και η φίλη της η Σοφία, η δικηγόρος, να κάνει μερικές ερωτήσεις για τους τίτλους. Κι εκείνης της είχε φανεί ότι το διαμέρισμα ήταν παράλογα φτηνό. Ρετιρέ, στο πιο ακριβό σημείο του Κέντρου, σε μικρό ήσυχο πεζόδρομο, γεμάτο μαγαζιά στιλάτων ρούχων, χωρίς καφέ και εστιατόρια που να σε κρατούν ξύπνιο ως αργά; Σε απόσταση αναπνοής από το μετρό, από τη Βουλή, από τον Εθνικό Κήπο, και να μπορεί η Άρια να το αγοράσει; Έστω προσθέτοντας και το δάνειο; Περίεργα πράγματα.
Κατέβηκε στον σταθμό του Συντάγματος και προχώρησε βιαστικά να συναντήσει τις δυο άλλες που θα την περίμεναν μπροστά στην πολυκατοικία. Από τη γωνία είδε το κτίριο και άρχισε η καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Στεκόταν περήφανα στιβαρό, δείγμα μιας αστικής αρχιτεκτονικής που ξύπναγε μνήμες από παλιά αρχοντιά και ελληνικές ταινίες. Κάθονταν μέσα στην είσοδο, σε έναν πάγκο από πολυτελές ξύλο, ασορτί με το γραφείο του απόντα θυρωρού. Η μεσίτρια την υποδέχτηκε ανακουφισμένη ή της φάνηκε; Ανέβηκαν στο ρετιρέ με το παλιομοδίτικο ασανσέρ, και μέσα από το διαφανές σκαλιστό σιδερένιο κλουβί του, πρόλαβε να δει τις βαριές εξώπορτες των οροφοδιαμερισμάτων. Οι χρυσές μεταλλικές ταμπέλες έδειχναν ότι δεν στέγαζαν οικογένειες, αλλά ιατρεία και ινστιτούτα καλλονής.
Έφτασαν στον πέμπτο και η Μουζέλου ξεκλείδωσε. Το διαμέρισμα ανοίχτηκε μπροστά της, γοητευτικό, vintage και ανακαινισμένο, όπως υποσχόταν η αγγελία πώλησης του. Όσο και αν προσπάθησε να μη δείξει τον ενθουσιασμό της, δεν κρατήθηκε, και ρώτησε:
«Μα γιατί πουλιέται τόσο φτηνά;» Η μεσίτρια κούνησε τους ώμους της δηλώνοντας άγνοια: «Τόσα ζητάει ο ιδιοκτήτης», τα μάτια της όμως έδειξαν σα να κρατούσαν κάποιο μυστικό. Περιηγήθηκαν τους τρεις χώρους υποδοχής και τα υπνοδωμάτια. Η Άρια δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη της. Αποφάσισε να ανοίξει τα χαρτιά της:
«Θέλω να μου λύσετε μια απορία. Πουλήσαμε ένα τέτοιου μεγέθους διαμέρισμα που είχαμε στον Χολαργό, εξ αδιαιρέτου με τον πρώην άντρα μου. Με το δικό μου μερίδιο κι ένα μικρό δάνειο που μπόρεσα να πάρω, σκόπευα να αγοράσω γύρω στα ενενήντα τετραγωνικά στο κέντρο για να είμαι κοντά στο γραφείο μου. Αυτό που μας δείχνετε είναι διπλάσιο από όσα έχω δει σε αυτή την τιμή, σε καλύτερη θέση από τα περισσότερα, με γοητεύει, με βολεύει γιατί θα μπορούσα να το κάνω και επαγγελματική στέγη, αλλά δεν σας κρύβω ότι φοβάμαι».
«Τι φοβάστε;» η Μουζέλου έστειλε το βλέμμα της στο ταβάνι. Για να μη το διαβάσω, σκέφτηκε η Άρια.
«Ότι όταν ελέγξει η Σοφία τους τίτλους ιδιοκτησίας, θα βρεθούμε μπροστά σε κάποια δυσάρεστη έκπληξη».
Η μεσίτρια γέλασε. Κατέβασε το βλέμμα από το ταβάνι, κοίταξε πρώτα την Σοφία, γύρισε στην Άρια και υποσχέθηκε:
«Θα είμαι ειλικρινής απέναντί σας. Οι τίτλοι είναι απολύτως καθαροί. Απλά θα σας κάνει εντύπωση ο αριθμός των αγοραπωλησιών που έχουν γίνει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με αντικείμενο αυτό το διαμέρισμα. Εγώ το έχω αναλάβει για πρώτη φορά, στην εταιρεία μας όμως κυκλοφορεί μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο. Υποτίθεται ότι γι’ αυτό όσοι το έχουν αγοράσει, στην αρχή από τον ανιψιό και νομιμότατο κληρονόμο μιας πάμπλουτης ηλικιωμένης ποιήτριας που έμενε εδώ, και μετά από τους επόμενους διαδοχικούς ιδιοκτήτες, έχουν σπεύσει να το ξαναπουλήσουν μέσα σε μερικούς μήνες. Σε κάθε πώληση η τιμή μικραίνει γιατί βιάζονται να το ξεφορτωθούν και οι προληπτικοί το αποφεύγουν. Δεν φαντάζομαι όμως να είστε κι εσείς προληπτική και να πιστεύετε στα φαντάσματα, μορφωμένη γυναίκα»
«Πολύ σωστά» της απάντησε η Άρια, και μην πιστεύοντας καθόλου σε πνεύματα και στοιχειά, βιάστηκε να το αγοράσει για να μη χάσει τέτοια ευκαιρία.
◊
Δεν χρειάστηκαν πάνω από τρεις μήνες για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες μεταβίβασης και η μεταφορά της επαγγελματικής στέγης. Η Άρια μετακόμισε στον μικρό πεζόδρομο με τα ρούχα φίρμες και τα ακριβά κοσμήματα, τέλη Μαΐου. Η Σοφία τη βοήθησε την ημέρα που μετέφερε τα έπιπλα, να τα τακτοποιήσει και να ανοίξουν κάποιες από τις κούτες με τα απαραίτητα μικροπράγματα που θα έκαναν το σπίτι κατοικήσιμο. Μετά η νεόκοπη οικοδέσποινα κάλεσε τη φίλη της σε ένα από τα πιο hot εστιατόρια της Αθήνας που βρισκόταν στο διπλανό τετράγωνο, για να γιορτάσουν τη νέα της διαμονή. Παράγγειλε ανοιχτά σάντουιτς και ένα μπουκάλι κρασί για αρχή, και μετά Μαργαρίτες φράουλα. Αρκετά ποτήρια αργότερα η Σοφία έφυγε για την κοντινότερη πιάτσα ταξί. Η Άρια -παραπατώντας- ξεκίνησε για το σπίτι της. Η ώρα είχε φτάσει εννιάμιση. Έστριψε στη γωνία, σε λίγο θα έφτανε στην πολυκατοικία της. Παρόλο που ήταν έρημα δεν ήταν πολύ σκοτεινά. Τα μαγαζιά ρούχων και τα concept shops -αν και κλειστά- είχαν φωτισμένες ή υποφωτισμένες τις βιτρίνες τους. Μόνο τα κοσμηματοπωλεία, ούτε που φαίνονταν κάτω από τα κατεβασμένα σιδερένια στόρια. Στις φροντισμένες μικρές πρασιές στη μέση του πεζόδρομου, είχαν τοποθετηθεί μπολάκια με ξηρή τροφή για pets και δίπλα τους άλλα, με νερό, σκορπισμένα σε σοφές αποστάσεις μεταξύ τους. Παχουλές γάτες με κομμένα αυτάκια –άρα στειρωμένες– κυκλοφορούσαν νωχελικά ανάμεσά τους, ή ξάπλωναν στους κυβόλιθους του οδοστρώματος.
Ήταν πολύ μεθυσμένη για να σκύψει να τις χαϊδέψει και προχώρησε στην είσοδο. Έγινε ένα μικρό θαύμα και πέτυχε την κλειδαρότρυπα με την πρώτη, μπήκε και γύρισε να δει αν έκλεισε η πόρτα πίσω της. Ο δρόμος έξω, ο τόσο ειρηνικός και έρημος, της φάνηκε απειλητικός. Χάρηκε που ήταν πια μέσα. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στο ασανσέρ περνώντας από το γραφείο θυρωρού, που είχε πια μάθει ότι αποτελούσε μόνο ένα έπιπλο. Ο θυρωρός είχε προ καιρού καταργηθεί.
Ανέβηκε στον πέμπτο περνώντας από τους τέσσερεις άλλους ορόφους που μέσα από το κιγκλιδωτό φρέαρ του ανελκυστήρα, αποκαλύπτονταν ένας-ένας, κατασκότεινοι. Τα ιατρεία και τα ινστιτούτα αισθητικής κλείνουν μετά τις εννιά, σκέφτηκε. Άνοιξε τη βαριά πόρτα του ασανσέρ και έσπευσε να πατήσει τον διακόπτη για τις λάμπες του κλιμακοστασίου. Όταν άναψαν αισθάνθηκε ανακούφιση. Παρόλη τη ζάλη από τα ποτά, πάλι κατάφερε να ξεκλειδώσει, να μπει και να… ανακαλύψει ότι το σπίτι δεν είχε ηλεκτρικό. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να έχει κάνει κάτι εκείνη. Μήπως δεν υπήρχε σύνδεση; Η Μουζέλου δεν είχε πει τίποτα. Αν χρειαζόταν καινούργια σύνδεση δεν θα το έλεγε; Όταν της το έδειχνε είχε ανοιγοκλείσει τους διακόπτες δυο τρεις φορές για να της δώσει να καταλάβει πόσο μαλακά αναβόσβηναν. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης-που τώρα δεν θυμάμαι το όνομά του βλάκα- θα έκοψε το ρεύμα όταν μου το πούλησε! Έπρεπε να το έχει σκεφτεί. Ένιωσε χαζή που δεν είχε κάνει μια δοκιμή πριν φύγουν με τη Σοφία το απόγευμα για φαΐ.
Άνοιξε τον φακό του κινητού της. Έψαξε τις κούτες με τα διακοσμητικά και βρήκε δυο χοντρά αρωματικά κεριά μέσα στα βαζάκια που τα περιέκλειαν. Σπίρτα όμως δεν υπήρχαν. Θυμήθηκε ότι κάπου είχε έναν αναπτήρα.
Άρχισε να ψάχνει ανοίγοντας ό,τι εύρισκε μπροστά της. Μετά κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να χαλάει την μπαταρία του τηλεφώνου αφού δεν μπορούσε να τη φορτίσει. Έσπρωξε τα πακέτα προς τις μπαλκονόπορτες για να ψάξει κάτω από το φως που έμπαινε απ’ έξω. Ήταν ελάχιστο, όσο ερχόταν από τους φανοστάτες του δήμου. Οι απέναντι πολυκατοικίες ήταν τόσο σκοτεινές όσο και η δική της. Κανένα μπαλκόνι, κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο. Το κέντρο είχε μετατραπεί σε μια τεράστια επαγγελματική στέγη που το βράδυ κοιμόταν. Γι’ αυτό οι προηγούμενοι νόμιζαν ότι έβλεπαν φαντάσματα, σκέφτηκε, αλλά την έπιασε και ένας μικρός πανικός.
Συνέχισε να ψάχνει ανάμεσα σε πρεσπαπιέ, στυλό, τζάντζαλα και μάντζαλα για τον αναπτήρα, και ανταμείφθηκε. Τον βρήκε. Άναψε τα κεριά και τα έβαλε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού της. Έγειρε την πλάτη της στον καναπέ και έμεινε να κοιτάζει τη λάμψη. Σιγά-σιγά έντονο άρωμα πορτοκαλιού απλώθηκε στους χώρους υποδοχής και την έκανε να νοιώσει ωραία. Το σαλόνι της είχε πάρει σχεδόν την τελική του μορφή με τον μεγάλο λευκό καναπέ και μια πολυθρόνα αντίκα. Στο βάθος, προς την κουζίνα ήταν η τραπεζαρία με το βαρύ λεοντοπόδαρο, χαμένο στα σκοτάδια, ενώ δίπλα στο χολ εισόδου βρισκόταν ο χώρος που η Άρια είχε εγκαταστήσει το vintage έπιπλο γραφείου, τις βιβλιοθήκες και τις δύο καρέκλες που χρειάζονταν για την άσκηση του επαγγέλματος της μεταφράστριας.
Κοίταξε γύρω της και ό,τι έβλεπε σε αυτό το ημίφως της άρεσε. Τι ωραίο σπίτι που έχω. Πόσο καλά έκανα που το αγόρασα χωρίς να δώσω σημασία στις φήμες για στοιχειά! Άκου στοιχειά… Απολάμβανε την αίσθηση που της έδιναν τα πορτοκάλια στην ατμόσφαιρα, και η λάμψη των κεριών που αντανακλούσε στον βαρύ χρυσό καθρέφτη της προ-προγιαγιάς της, που στεκόταν προσωρινά ακουμπισμένος μπροστά στην διπλή ανοιχτή πόρτα του σαλονιού, απέναντι από τον καναπέ που καθόταν. Της φάνηκε ότι δεν ήταν μόνη.
Στο παράθυρο, πίσω της, φαινόταν κάτι σαν σκιά, λίγο παλλόμενη. Για κλάσματα του δευτερολέπτου η καρδιά της σταμάτησε. Μετά χτύπησε πολύ δυνατά και ακανόνιστα. Είπαμε να μεθύσεις για να το γιορτάσεις, αλλά όχι κι έτσι, μάλωσε τον εαυτό της. Ωραίο το έκανες, μη θυμάσαι τώρα τις φήμες για φαντάσματα. Άλλωστε τα φαντάσματα δεν φαίνονται στους καθρέφτες, σκέφτηκε.
Άκουσε, -ίσως όχι με τα αυτιά της- μια φωνή, γλυκιά, λίγο βραχνή, να λέει: «Ναι, ωραίο το έκανες, και ναι, μην πιστεύεις τις φήμες, τα φαντάσματα αν θέλουν μπορούν να καθρεφτιστούν». Η καρδιά της ξανασταμάτησε, αλλά για λιγότερα κλάσματα του δευτερολέπτου από πριν. Όταν “ξαναπήρε μπρος” κατάλαβε ότι ένοιωθε σαφώς μια παρουσία στον χώρο της, σκέφτηκε όμως λογικά και σχεδόν ψύχραιμα, ότι αφού δεν βρισκόταν σε μεγάλο πανικό, σήμαινε ότι η παρουσία δεν ήταν εχθρική. «Φυσικά δεν είμαι εχθρική» της είπε. «Τόσο καιρό περιμένω λίγη παρέα, μην τρομάζεις». Η Άρια βεβαιώθηκε ότι δεν άκουγε με τ’ αυτιά της, αλλά με κάποια άλλη αίσθηση που έως τότε δεν ήξερε ότι υπήρχε. Αναρωτήθηκε τι εννοούσε “παρέα” η παρουσία, κι εκείνη απάντησε: «Παρέα στο σπίτι. Έζησα πολλά χρόνια μόνη, εδώ, ως ζωντανή, έγραψα και πολύ ωραία ποίηση. Θα με έχεις ακούσει. Θάλεια Μαρμαρινού. Όλα ερωτικά, για τον άντρα που αγαπούσα και μ’ αγαπούσε. Ήταν παντρεμένος με μια πολύ άρρωστη γυναίκα και κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε να της δώσει την πίκρα του διαζυγίου εκείνης της εποχής. Έτσι εγώ έμεινα στη σκιά. Ο ερωμένος μου πέθανε πριν από τη γυναίκα του. Δεν αναζήτησα ποτέ αναπλήρωση για την απουσία του γιατί ήταν αναντικατάστατος. Πέθανα στη μοναξιά».
Η Άρια είχε σχεδόν ηρεμήσει. Τίποτα απειλητικό δεν υπήρχε γύρω της. Μόνο μια φιλενάδα, ώριμη, χωρίς ηλικία. Μήπως είμαι παραπάνω μεθυσμένη απ΄ όσο νομίζω;
«Όχι, δεν είσαι. Αλλά αν δεν μπορείς να το αντέξεις ότι θα μένω κι εγώ εδώ, πες το μου να σε κάνω να πιστέψεις ότι ήταν όνειρο. Ή να το ξεχάσεις. Μπορώ να τα κάνω και τα δύο. Αρκεί να μη φύγεις κι εσύ. Να μην πουλήσεις το σπίτι πάλι. Δεν αντέχω όλα αυτά τα διαστήματα που μένω μόνη και μπαινοβγαίνουν απλά οι υποψήφιοι αγοραστές. Δεν προλαβαίνω να χτίσω μια σχέση, μια φιλία. Άλλωστε γι’ αυτό δεν φεύγω ακόμη από εδώ. Δεν έχω ολοκληρώσει την πορεία μου στην ανθρώπινη διασύνδεση αυτού του σταδίου ψυχικής ωρίμανσης. Το επόμενο στάδιο είναι διαφορετικό, εξυπηρετεί άλλου είδους ανάγκες και οι διασυνδέσεις του είναι προσαρμοσμένες σε ανώτερο επίπεδο, εγώ όμως δεν το έχω χορτάσει αυτό που είμαστε τώρα. Θέλω άλλο λίγο, όμως οι ζωντανοί τρομάζετε και φεύγετε. Την τελευταία φορά ήταν πολύ αντιπαθητικός αυτός που έμεινε εδώ, γι’ αυτό δεν τον βοηθούσα να ξεχνάει ότι επικοινωνήσαμε. Πιο παλιά δεν είχα τελειοποιήσει ακόμη την τεχνική μου. Μου ξεφευγε και εμφανιζόμουν σε στιγμές που δεν θα μπορούσαν οι συγκάτοικοι μου να ονειρεύονται, ούτε και να έχουν κενά μνήμης. Εσένα όμως δεν θέλω να σε χάσω. Νομίζω ότι είσαι η κόρη που πάντα ονειρευόμουν να αποκτήσω. Σε είδα πως κοίταζες τις ψιψίνες κάτω, και σε ένιωσα δικό μου άνθρωπο. Αν θέλεις να το νομίζεις όνειρο, πες το μου και θα γίνει. Αν θέλεις πάλι να μη θυμάσαι τίποτα, πάλι γίνεται. Έτσι κάνω με αυτούς που δουλεύουν στα μαγαζιά του πεζόδρομου. Τους ψιθυρίζω να φροντίζουν τις αδέσποτες και δεν θυμούνται πως το έχουν σκεφτεί. Απλά τρέχουν στο pet shop. Είδες, τις έχουν κάνει σαν τις γάτες του Όσκαρ Γουάιλντ, παχουλές και ευτυχείς».
Η Άρια κοίταζε τη λάμψη των κεριών στον καθρέφτη και τη λαμπερή παλλόμενη σκιά να ξεχειλίζει τρυφερότητα και ανάγκη για επαφή, ψυχική τροφή να χορτάσει, και να περάσει στο επόμενο στάδιο. Ένιωσε ευτυχισμένη. Σε ένα τόσο άδειο κτίριο, σε έναν δρόμο που ζωντάνευε μόνο το πρωί, είχε κι εκείνη ανάγκη από μια παρουσία. Τις ατελείωτες ώρες που θα μετέφραζε μόνη, απέναντι σε μια οθόνη υπολογιστή, θα χρειαζόταν παρέα. Έστρεψε τα μάτια της σε κείνο το σημείο του καθρέφτη που θα μπορούσαν να διασταυρωθούν με τα άλλα, τα παλλόμενα, και να διαβαστούν. Συγκεντρώθηκε από φόβο μήπως δεν “ακουστεί” και σκέφτηκε: Όχι Θάλεια, δεν θέλω να ξεχνάω, ούτε να νομίζω ότι ήταν όνειρο κάθε πρωί . Και προτιμώ να εμφανίζεσαι και τη μέρα, αρκεί να μην είναι άλλοι μπροστά και τρομάζουν.
Κι ελπίζω να μη χορτάσεις γρήγορα και φύγεις για το επόμενο στάδιο. Σε χρειάζομαι εδώ, για παρέα.
Η Κία Φιλιππίδου γεννήθηκε στην Καστέλα του Πειραιά, τελείωσε το Αρσάκειο και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Εργάσθηκε ως επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Το 2021 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της με τίτλο «Η καλοσύνη αιωρείται πάνω από δυο καρβέλια ψωμί και ένα γέρικο κουνέλι» από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, και το 2023 το μυθιστόρημα «Κυκλαδικό Νουάρ» από τις εκδόσεις Βακχικόν. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.