Κάθε βράδυ, μόλις η σελήνη κοσμήσει τον ουρανό, οι σταγόνες της θάλασσας αρχίζουν να σου ψιθυρίζουν θρύλους. Κι αν είσαι από τους τυχερούς που τους ακούνε, τα χώματα που σκεπάζουν το νησί σε αναγκάζουν να τους διηγηθείς και στους υπόλοιπους. Να τους κεντήσεις στα χείλη σου, τόσο περίτεχνα, έτσι ώστε να βγαίνουν οι λέξεις αβίαστα, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι.
«Στην Κρήτη, τα πάντα μπορούν να σου πουν μια ιστορία», έλεγε, θυμάμαι, ο παππούς. Και, πράγματι, ενώ τότε δεν μπορούσα να αντιληφθώ αυτό που εννοούσε, μεγαλώνοντας κατάλαβα πως στο νησί μου, ακόμα και το πιο μικρό βότσαλο έχει να σου διηγηθεί κάτι. Κι έτσι, κάθε νύχτα, πήγαινα στην ακρογιαλιά, άναβα φωτιά στην άμμο και προσπαθούσα να ακούσω τα μουρμουρητά του ωκεανού. Ήθελα να είμαι κι γω κάποια που γνώριζε πώς ακούγεται η αλμύρα όταν μιλάει. Και τα κατάφερα.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, επιτέλους, την άκουσα. Άκουσα τη θάλασσα. Η φωνή της έμοιαζε με δροσερό ποτήρι λεμονάδας μια καυτή μέρα του Αυγούστου. Πλησίασα κοντά της, βυθίζοντας τα πόδια μου μέσα στα δροσερά της νερά, με την καρδιά μου να βροντοχτυπά από την αγωνία. Και τότε, ο αφρός της μου είπε για έναν μύθο. Έναν μύθο τόσο αρχαίο, όσο το σύμπαν, που ξεκινούσε με το Χάος.
Άκουγα με προσοχή, λες και η ύπαρξή μου εξαρτιόταν από αυτά και μόνο τα λόγια. «Η Γη γέννησε τον Ουρανό μέσα από το Χάος», μου ψιθύρισαν οι αλμυρές σταγόνες, καθώς έπεφταν πάνω στο πρόσωπό μου, χαρίζοντάς μου τη δροσιά τους. Έσκυψα κι έμπηξα τις παλάμες μου μέσα στην άμμο που σκέπαζε η θάλασσα, για να συγκεντρωθώ καλύτερα στα όσα μου έλεγαν. «Στην Κρήτη. Στην Κρήτη γεννήθηκε ο Ουρανός», τα αυτιά μου βούιζαν. Ένα μειδίαμα απλώθηκε στα χείλη μου, ώσπου να γίνει χαμόγελο κι έπειτα γέλιο.
Καταγόμουν από τη γη του Ουρανού. Από το μέρος όπου οι Αρχαίοι είχαν ορίσει ως την αρχή του Κόσμου. Πήρα λίγο θαλασσινό νερό μέσα στις χούφτες μου κι έπειτα το πέταξα ψηλά, αφήνοντας τη βαρύτητα να το παρασύρει και πάλι πίσω σε μένα. Ο παππούς είχε δίκιο, σκέφτηκα, γελώντας ακόμη. Αυτός ο τόπος είναι ένας ζωντανός θρύλος από μόνος του.
Στον παππού μου τον Στράτο.
Η Ειρήνη Πατατανέ είναι φοιτήτρια Βιολογίας. Ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας από την ηλικία των οχτώ ετών, γράφοντας διηγήματα, νουβέλες και σενάρια ταινιών, ένα εκ των οποίων έγινε ταινία μικρού μήκους όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Έργα της φιλοξενούνται σε αρκετές λογοτεχνικές σελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ πρόσφατα το διήγημά της με τίτλο «Θειάφι» αποτέλεσε μέρος σε διηγηματική συλλογή των εκδόσεων Ηλιαχτίδα, με όνομα «103 Φωτεινές Δροσοσταλίδες», με αφορμή των 4ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος που διοργάνωσε ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος το 2024.