[…καμιά φορά, για να αντέξω την μοναξιά μου και αυτό το επίμονο γαλάζιο χρώμα που πέφτει πριν το χάραμα σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτείες του κόσμου, σκαρώνω ιστορίες. Αυτή τη φορά τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα σε ένα υφασματάδικο, κάπου στ’Ανόβερο του παλιού καιρού. Τα ονόματα δεν είναι αληθινά, μα η ιστορία ίσως και να’χει συμβεί. Κάτι ψαλιδιές στον ουρανό που αφήνουν να φανεί λίγο γαλάζιο, ίσως κάτι έχουν να πουν, ίσως κάτι έχουν να πουν…]
Απόψε τα κορίτσια δεν θα δουλέψουν. Η μαντάμ τους έδωσε το μηνιάτικο μαζί με λίγα ακόμη χρήματα. Και τους είπε να αγοράσουν καλά φουστάνια και να σουλουπωθούν μια στάλα. “Μην ντυθείτε σαν γυναίκες του δρόμου”. Και όλες μαζί κινήσανε για τα μαγαζιά και ήταν αστείο να τις βλέπεις να μπαινοβγαίνουν τα καλά μαγαζιά της πολιτείας. Σε κάθε κατάστημα που έμπαιναν, το πλήθος έβγαινε πανικόβλητο, επειδή όλοι ξέρανε πώς μοιάζουν αυτά τα κορίτσια και ποιο ήταν τ’αντικείμενο της εργασίας τους. Ήταν τα κόκκινα κορίτσια, κόκκινα σαν να’χαν ένα σημάδι πάνω τους. Και είχαν στ’αλήθεια ένα τέτοιο σημάδι και ήταν της ντροπής το χρώμα του.
Τα κορίτσια πήγανε να αγοράσανε τα φουστάνια τους στο υφασματάδικο του Ούλμπερτ, το καλύτερο σε όλο το Ανόβερο. Οι πωλητές, όλοι τους αμούστακα παιδιά σπεύσανε να εξυπηρετήσουν τις κοπελιές. Και να ‘σου τα τόπια, μπλε του κοβαλτίου και πράσινο του κυπαρισσιού, τόσο ζωντανό σαν εκείνο με την ολοφάνερη υγρασία στις ζωγραφιές των ιμπρεσιονιστών, κίτρινο καναρινί και σκούρος καφές ταφτάς και τόσα άλλα είδη, αμέτρητα και αναπάντεχα, σαν εκείνα της αγάπης. Τι γέλια, τι χαρές, πώς τιτίβιζαν έτσι τα κοριτσόπουλα της μαντάμ και οι πωλητές πώς κοκκίνιζαν από ντροπή, σαν κάποια από αυτές σήκωνε μια στάλα τον ποδόγυρο της για να δει αν τάχα ταιριάζει το φόρεμα με τα παπούτσια και ένα σορό άλλες λεπτομέρειες. Όλα θα μπορούσαν να τα σκαρφιστούν τα κορίτσια προκειμένου να ξεσηκώσουν εκείνα τα παλικαράκια, όχι πάνω από είκοσι χρονών, με σφιγμένους λαιμοδέτες και ξεφτισμένα γιλέκα.
Μόνον ο Χανς δεν συμμετείχε στο ασυγκράτητο εκείνο πανηγύρι. Ο κύριος Ούλμπερτ από το γραφείο του έριχνε μια ματιά στη σάλα και έτριβε τα χέρια του, λογαριάζοντας κιόλας τι θα κερδίσει από ετούτη την αναπάντεχη πελατεία. Δεν ήταν μόνο το κέρδος, όχι δεν ήταν μονάχα αυτό.
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και όλοι γυρεύουν κάτι καλό για την σημαντικότατη βραδιά. Διότι, όπως λέει ο κύριος Ούλμπερτ, “ετούτη τη νύχτα οι ουρανοί ξανοίγουν και δεν θα θέλαμε ο καλός Χριστός να αντικρίσει άσχημο τον κόσμο, χαλασμένα τα φορέματα, παλιομοδίτικα τα φουστάνια, προς Θεού!” Έπειτα έβαζε τα γέλια και τρανταζόταν ολάκερος με την καρδιά του έτοιμη να ραγίσει. Μόνο τότε γελούσε ο Χανς μα αμέσως επέστρεφε στη θλιβερή του όψη, την τόσο μελαγχολική. Τ’αφεντικό υπολόγιζε πως έτσι του προξενεί ζημιά και το’χε σκοπό να διώξει τον Χανς μετά τις άγιες, ετούτες μέρες. Δεν του πήγαινε καρδιά να βιαστεί, το παιδί ήταν καλό στην δουλειά του και τίμιο. Μα το μαγαζί είναι μαγαζί και εδώ μέσα οι πωλητές θα πρέπει να ‘ναι χαρούμενοι, ευγενικοί, καθώς πρέπει. Και άλλωστε, ήταν αυτή η αδιόρθωτη καρδιά του.
Αν θέλετε να μάθετε τι στ’αλήθεια συμβαίνει λοιπόν με τον Χανς πρέπει να διαβάσετε την ιστορία και να δείξετε λίγη υπομονή. Τουλάχιστον μέχρι να φύγουν τα κορίτσια που χαλάνε τον κόσμο. Όλα τους εκτός από μια, την Άννα που στέκει σε μια γωνιά, μάλλον σφιγμένη και αγγίζει με τα ιδρωμένα της χέρια κάτι τόπια. Έχει το πρόσωπό της χαμηλωμένο και κάθε τόσο προσπαθεί να υπολογίσει πού βρίσκεται ο Χανς ώστε να τραβήξει το βλέμμα της. Γύρω της τα κορίτσια τρέχουν και γελάνε και περνούν από την μια άκρια του μαγαζιού στην άλλη φορτωμένες φορέματα που δεν θα αγοράσουν. Η μαντάμ έδωσε στην καθεμιά ένα ορισμένο ποσό που δεν φτάνει για όλες τους τις επιθυμίες. Ας είναι, το κέφι περισσεύει. Η Κλάρα, η μεγαλύτερη από όλες σε εκείνο το τσούρμο και η πιο κυνική, ζητάει από την Άννα την άδεια να χρησιμοποιήσει το δικό της μερίδιο. Έχει εντοπίσει μια φούστα με ασημένια νερά στην ποδιά. Το’χει ταιριάξει με ένα κόκκινο φουλάρι, σκέτο αίμα. Είναι ότι πρέπει για την αυριανή μέρα, πάει να πει πως θα μοιάζει με πραγματική κυρία. Θέλει να παρευρεθεί στην πρωινή λειτουργία και χρειάζεται κάτι καλό και προσεγμένο, αφού μια τέτοια μέρα όλη η πόλη θα επισκεφτεί τον ναό. Η Άννα δεν χρειάζεται να ακούσει τίποτε άλλο, της δίνει τη συγκατάθεσή της και ψάχνει μες στο μαγαζί τον Χανς, θυμάστε, εκείνο τον θλιμμένο αποσπερίτη;
Ο Χανς και η Άννα υπήρξαν κάποτε ζευγάρι. Μα η μοίρα το’θελε αλλιώς. Θέλεις τα χρέη των προγόνων της, θέλεις ο αδύναμος χαρακτήρας της – άλλοι θα λέγανε πως είχε το κουράγιο ενός ολόκληρου Συντάγματος – την ανάγκασαν να προσπέσει στα πόδια της μαντάμ. Χρειαζόταν να δουλέψει και είχε πείσει τον εαυτό της πως η ντροπή θα’ταν το λιγότερο εμπρός στο φάσμα της χρεοκοπίας που θα ράγιζε την ευαίσθητη καρδιά του πατέρα της. Όλο τ’Ανόβερο έλεγε πως ήταν κιόλας κατεστραμμένος, όταν χάρη στην Άννα, τα χρέη του τακτοποιήθηκαν και η δουλειά πήρε τα πάνω της. Μα το κορίτσι είχε κιόλας συνηθίσει εκείνη τη ζωή και η ηλικία του γάμου της είχε πια περάσει. Άλλες, καλύτερες νύφες μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των πιο περιζήτητων νέων. Ο πατέρας της Άννα την έπεισε πως η ζωή που αναγκάστηκε να διαλέξει δεν είχε γυρισμό. Δεν λογάριασε τη θυσία της καθόλου και της αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Η μητέρα δεν είχε λόγο και έτσι κανείς δεν ξαναμίλησε στο σπίτι για την Άννα. Σαν τάχα να ‘χε πεθάνει, εκείνη που κατόρθωσε να σώσει από βέβαιο ξεπεσμό την οικογένειά της. Τώρα μεθούσε στα ψέματα σε βρώμικες αγκαλιές μα κέρδιζε πολλά, κάνοντας ένα σορό ιδιότροπες χάρες στους κυρίους που συνέρρεαν κάθε νύχτα στο πατάρι της μαντάμ. Και μια και δεν είχε την παραμικρή προοπτική, έμενε εκεί, βαθαίνοντας το σημάδι εντός της. Δοκίμασε να το σβήσει με τ’αψέντι μα το μόνο που κατάφερε είναι να κάνει ακόμη δυσκολότερη τη ζωή της. Ο Χανς δεν έφευγε από την καρδιά της. Οι άλλες κοπέλες διαμαρτυρήθηκαν πως μεθά και πως είναι απρόσεκτη, μιλώντας άσχημα στους πελάτες. Και η μαντάμ ενώπιον όλων την καταδίκασε και αποφάσισε να τη διώξει από το “σπίτι”.
Και όλα θα γίνονταν στην πραγματικότητα, αν δεν βρισκόταν ο Χανς εκείνη τη στιγμή για να διορθώσει τα πράγματα. Είχε έρθει να φέρει ένα τόπι στη μαντάμ και άκουσε όλο το κατσάδιασμα στην Άννα. Η ψυχή του σπάραξε και άλλωστε, μυστικά, την αγαπούσε ακόμη και την σεβόταν σαν να πρόκειται για την Μαρία του Χιονιού. Μα δεν μπορούσε τίποτε να κάνει, επειδή ο κύριος Ούλμπερτ από τ’Ανόβερο, ιδιοκτήτης του καλύτερου υφασματάδικου στον κόσμο δεν ήθελε πάρε δώσε με τα κόκκινα κορίτσια. Και ήταν τόσο φριχτός ως άνθρωπος που μόλις έμαθε πως ο νεαρός έδωσε όλο του το μηνιάτικο για να πληρώσει το μικρό χρέος της Άννας, παρήγγειλε στη μαντάμ να την ετοιμάσουν μόνο για εκείνον. Ζήτησε να την φέρουν στο υφασματάδικο ώστε να πάρει ο Χανς ένα καλό μάθημα για το πώς δουλεύει ετούτος ο κόσμος. Η καρδιά του νέου ράγισε μα δεν είπε τίποτε.
Όμως απόψε, παραμονή των Χριστουγέννων, ο Χανς παρακολουθεί την Άννα και την αγαπάει περισσότερο καθώς την βλέπει να λάμπει, ένα σπάνιο πετράδι μες στις λάσπες της γερμανικής πολιτείας. Θέλει να της μιλήσει, να της πει πως όλα θα πάνε καλά, πως κάπου πέρα από εδώ, κάπου που κανείς δεν τους ξέρει, υπάρχει μια ζωή για τους δυο τους. Η ευκαιρία είναι χρυσή.
Ο κύριος Ούλμπερτ όμως που ‘χει όρεξη για έρωτα της κάνει νόημα να πάει στο γραφείο του. Μάλλον του αρέσει να πονάει την καρδιά του άμοιρου του Χανς ή απλούστατα, έχει τόση όρεξη για έρωτα με αυτό το θεσπέσιο πλάσμα. Η Άννα, που ξέρει πως είναι αδύνατο να αποφύγει την περίσταση συγκατανεύει. Μα ο Χανς νιώθει μέσα του τη θάλασσα να φουσκώνει, θέλει να μιλήσει στην Άννα, γυρεύει να υποτάξει την αγάπη εντός του, να τη θέσει στην υπηρεσία της αλήθειας. Σαν τη βλέπει όμως να πηγαίνει αθέλητα στο γραφείο εκείνου του καθώς πρέπει κτήνους, το πράγμα έχει κριθεί τελειωτικά, όχι όπως γίνεται στις τέχνες ή το εμπόριο που οι απαντήσεις, οι αποφάσεις εκκρεμούν. Εισβάλλει στο γραφείο και με μερικές ψαλιδιές παίρνει τη ζωή του άτιμου κυρίου Ούλμπερτ. Το κοριτσομάνι τρέχει έξω, οι χωροφύλακες σπεύδουν, η Άννα δίνει ένα φιλί στον Χανς, τα μάτια της βουρκώνουν , η σιδερένια πολιτεία θα βγάλει το άχτι της στον νέο. Φθάνει τόση καλοσύνη, αυτός που σκότωσε τον κύριο Ούλμπερτ θα παραδοθεί στον όχλο. Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο πρώτης τάξεως.
Και η Άννα; Η Άννα, σκαρφαλώνει την απότομη πλαγιά, όλο και πιο κοντά στον Θεό πηγαίνει, τα μάτια της δακρυσμένα, τ’αψέντι της θολώνει το νου. Και από το ψηλότερο σημείο της πόλης ρίχνεται χάμω να σκοτωθεί. Όχι για την ντροπή, όχι για τον πατέρα της που την αποκλήρωσε και την απόδιωξε – τόσο σκληρός στα αλήθεια. Μα μόνο για τον Χανς της, για αυτήν την αγάπη που δεν τα κατάφερε, για αυτή τη μικρούλα βάρκα που κατατροπώθηκε από τις καταιγίδες και ρίχτηκε στα βράχια. Όπως και εκείνη, όπως και εκείνη λίγες στιγμές αργότερα.
Απόστολος Θηβαίος