[…στα ηχεία μουσικές από το φιλμ Αμελί. Θέλουν και τα παραμύθια τη μουσική τους, βλέπετε…]
Δούλευε επάνω στο θέμα των ξύλων. Ω, μην φανταστείτε τίποτε καλλιτεχνικό, μόνο που’πρεπε να κόψει μερικά ξύλα, να τα ‘χει έτοιμα για τη φωτιά. Στις ειδήσεις κάνουν λόγο για μια τρομερή κακοκαιρία. Δεν έχει όνομα ακόμη αλλά προμηνύεται στ’αλήθεια φοβερή και καταιγιστική. Για αυτό και πρέπει κανείς να φανεί προετοιμασμένος, πάει να πει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα. Να κόψει τα ξύλα, να φροντίσει τα σπασμένα κεραμίδια της στέγης, να κρατήσει μακριά την παγωνιά. Και από την καρδιά, και απ’αυτήν.
Κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο της σάλας. Ο άνεμος έκανε τα δέντρα να χορεύουν, τα κλαδιά τους ήταν χίλια χέρια που εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Και τότε τον είδε, είχε το χρώμα της καταιγίδας, κάπως μολυβένιος και διάφανος, σαν χίμαιρα ερχόταν από όλες τις πλευρές του κόσμου και τον άδειαζε.
Σάστισε, ποιος να’ταν με τέτοιο καιρό; Είχε να περάσει κανείς από αυτά τα μέρη χρόνια τώρα. Σκέφτηκε να βγει, να του μιλήσει, να τον ρωτήσει αν τάχα χάθηκε στο δρόμο, αν έχει ανάγκη από κάποια βοήθεια. Φόρεσε το βαρύ του πανωφόρι, μέτρησε τις δυνάμεις του εκεί έξω και στάθηκε στο δρόμο που ‘φερνε εκείνον τον καβαλάρη. Έμοιαζε με σκιά, φορούσε ένα πηλίκιο, δεν είχε πρόσωπο μόνο μια σκοτεινιά που σ’άρπαζε τα κόκαλα.
Του’γνεψε να σταθεί, ο καβαλάρης μες στη βοή του κόσμου δεν άκουσε, δεν είδε. Για μια στιγμή χάθηκε μες στον χιονιά, εκείνος ήταν που ‘τρεξε και τον βρήκε να παλεύει με το χιόνι. Τον τράβηξε, ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο. Πήρε το χαλινάρι τ’αλόγου του και όλοι μαζί κινήσανε για το σπίτι. Μα έπρεπε κάθε τόσο να σταματούν επειδή η ζωή που μέχρι πριν τον ανάγκαζε να ζει κάπως ευτυχισμένος και τόσο μόνος, του ‘χε φανερώσει έναν καινούριο σταθμό και μαζί ένα σορό δυσκολίες.
Πόσες συναντήσανε σε εκείνα τα λίγα βήματα που τους χώριζαν από την αγροικία. Καμιά φορά το σπίτι χάθηκε από προσώπου γης, χρειάστηκε να σκουπίσει τα μάτια του για να το βρει. Οι δυο τους, εκείνος και το πνεύμα έμοιαζαν με δυο διαβόλους διωγμένους από τον ουρανό. Ποια τύχη τους είχε φέρει άραγε σε τούτο το μονοπάτι να παλεύουν με τον χιονιά, κανείς δεν θα το μάθει.
Μπήκαν στο σπίτι, με το ζόρι κρατιόνταν στα πόδια τους. Τ’άλογο είχε βρει λίγη ζεστασιά στον στάβλο και μήτε που νοιαζόταν για εκείνους τους δυο. Ακούμπησε το πνεύμα σε μια γωνιά του δωματίου. Κοίταξε τριγύρω, η παγωνιά καθρεφτιζόταν στο χνώτο του. Εκείνος με το πηλίκιο μήτε που σάλευε. Μόνο με μια σπηλαιώδη φωνή είπε “ευχαριστώ” και χάθηκε ακόμη βαθύτερα στο παλτό του που στέγνωνε.
Σκέφτηκε να τον ρωτήσει αν τάχα χρειαζόταν τίποτε, αν είχε χαθεί, αν ήταν ένας διαβάτης που ‘χε χάσει το μονοπάτι. Δεν πρόλαβε, ο άλλος πήρε μονάχος του τον λόγο, θέλοντας να εξηγήσει.
“Πιστεύεις στα πνεύματα, κύριε; Αν όχι πολύ κακώς. Αν πάλι ναι, τότε μπορείς να χαρείς με την καρδιά σου. Εμπρός σου, αγαπητέ, στέκει το πνεύμα των Χριστουγέννων”. Ο άλλος σκέφτηκε πως είχε να κάνει με κάποιον παράφρονα, με έναν αλήτη από εκείνους που γυροφέρνουν τις ερημιές και ψάχνουν τρόπο να περάσουν λίγες μέρες. Το ψέμα το ‘χουν εύκολο και θα κάνανε τα πάντα για να κερδίσουν μια στάλα ζεστασιά ή ένα πιάτο ζεστό φαΐ.
“Θα λες πως είμαι κανένας αγύρτης, σωστά; Από αυτούς που τριγυρίζουν στις εσχατιές και βάζουν στο μάτι μοναχικές, αδύναμες ψυχές. Δεν λέω, κάτι τέτοιο κάνω και του λόγου μου, μα εκείνο που νοιάζει εμένα είναι να ζεσταθούν οι καρδιές, να αντέξουν το φορτίο της ζωής τους, να βγουν ως πέρα. Καταλάβατε κύριε; Μα ήρθε αυτή η καταιγίδα και με έβγαλε από το μονοπάτι. Με έφερε ως εδώ, αφού πρώτα χάθηκα μες στο δάσος. Ήταν σκοτεινά και το μονοπάτι αχάρακτο, δεν είχα τρόπο να βγω στο φως. Σχεδίαζα να φθάσω ως το βράδυ στην κοντινή πόλη. Εκεί σίγουρα οι άνθρωποι θα με χρειάζονται. Όσο για τη στολή και τα ρούχα, μην τα ρωτάς. Έπρεπε να ‘χω ανθρώπινη φορεσιά και όψη συνηθισμένη, για αυτό και εμφανίστηκα σωστός αξιωματικός. Θα’χα απομείνει στην παγωνιά αν δεν είχες έρθει εσύ. Να ξέρεις, λοιπόν φίλε μου, πως απόψε βοήθησες το πνεύμα των Χριστουγέννων να κάνει τη δουλειά του. Μπορεί να μου ζητήσεις ότι θέλεις , ας πούμε μια βόλτα στην επιφάνεια του φεγγαριού ή έναν ορίζοντα από άκουαμαρινα ή μια βραδιά εξάντλησης από ευτυχία και χαμόγελα. Ότι και να μου ζητήσεις θα γίνει κύριος. Σας ομιλεί το πνεύμα των Χριστουγέννων”.
Το πνεύμα σηκώθηκε και στάθηκε προσοχή, έξω ο άνεμος λυσσομανούσε, ακούγονταν τα ξύλα της στέγης που τεντώνονταν και κινδύνευαν. Βαρκούλα ο κόσμος που κινδυνεύει να πνιγεί μες στα νερά, βαρκούλα και τα κύματα να ορμούν στο φτενό το κήτος. Δεν είπε τίποτε, μήτε που ξεχώριζε τι ‘ταν αλήθεια και τι ψέμα από όλα αυτά. Σαν να πείστηκε μόλις είπε, “τα άλογα φοβούνται, καλύτερα να έπαυε ετούτος ο βοριάς” και ευθύς σαν τάχα οι φροντιστές να σήκωσαν με ιμάντες, με τροχαλίες και τα ρέστα, έναν ολοκαίνουριο γυαλιστερό ήλιο.
Ίσαμε το απόγευμα το πνεύμα είχε φύγει. Το χιόνι σταμάτησε, κάτι δειλά ανθάκια φανήκανε εδώ και εκεί. Και η βαρκούλα του κόσμου, σαν να σώθηκε, σαν να σώθηκε. Το πνεύμα του άφησε το πηλίκιό του, έτσι σαν ανάμνηση εκείνης της μέρας. Τώρα όλοι στην πόλη ξέρουν πως ετούτος ο ερημίτης που όλοι τον τρέμανε και κανείς δεν πλησίαζε στην αγροικία του, όλοι ήξεραν πως αυτός και μόνον έσωσε το πνεύμα των Χριστουγέννων από βέβαιο χαμό.
Διότι πώς να το κάνεις, χρειάζονται και οι άνθρωποι για να κατορθωθούν τέτοια μεγάλα πράγματα. Για την ακρίβεια άνθρωποι χρειάζονται μόνον. Τίποτε άλλο.
Θυμήθηκε τα ξύλα. Φόρεσε το πηλίκιο του πνεύματος και έκοψε μερικά. Ο κόσμος του φάνηκε μια ζωγραφιά, τίποτε δεν περίσσευε εκείνη την ώρα. Τίποτε.
Α.Θ