Δεικηλιστής ή αλλιώς πρόσωπο ενεργούν

© Vivian Maier

 

Φυγάς θεόθεν
ο άνθρωπος
και αλήτης


[…στο μουσικό φόντο, “Τ’όνειρο” της Σαπφούς
σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου.
Τους στίχους μεταφράζει ο Σωτήρης Κακίσης…]

 

Θελήσαμε να κάνουμε αγριότερη την τραγωδία, δεν μας αρκούσε. Θελήσαμε να την προσαρμόσουμε στα θυελλώδη μας ένστικτα, μας φαινόταν πολύ γλυκανάλατη, κάπως μετριοπαθής για να συνομιλήσει με τη βία της εποχής μας. Ο Τσαρούχης είχε δίκιο, τα λόγια του διατρέχουν το Αιγαίο και έρχονται απόψε να ανοίξουν ετούτο το σημείωμα. 

Έτσι αντίστοιχα, αναδείξαμε όσο μπορούσαμε το παράλογο και το ανοίκειο, δεν είχαμε άλλο δρόμο τώρα που πεθαίνουν οι θεοί μας ο ένας μετά τον άλλο. Πλάσαμε φαντασμαγορίες, σκαρώσαμε παράδοξα συμπλέγματα, κάναμε τον πόθο μας λεωφορείο  σε μια ξέφρενη πορεία, ολότελα καταδικασμένοι. Υποκύψαμε στην ταχύτητα, αποφασίσαμε πως όλα επιτρέπονται στην τέχνη. Δίχως το δεκανίκι της φιλοσοφίας αφεθήκαμε στην ποίηση και νιώσαμε κάπως ελεύθεροι. Ανεβάσαμε στη σκηνή του μεγάλου μας τσίρκου τα πιο έξαλλα θεάματα, δώσαμε στο θέατρο το ρόλο της θεραπείας εμπρός στο φάσμα του θανάτου. Αυτό το τελευταίο το ‘πε ο Στάινερ δεκαετίες πριν, όταν ακόμη οι μέρες στέκονταν έκπληκτες στην πρωτοτυπία μας. 

Μα ύστερα χάσαμε την ελπίδα μας, κοιτάξαμε και βρήκαμε τη ζωή μας αδειανή από σημασίες. Περαστικά πουλιά οι μόδες και οι ιδέες μας στήσανε καρτέρι. Και από όποια σκοπιά και αν κοιτούσαμε, μόνο σκουριά και ένα πολύχρωμο πλήθος να διαλύεται στις ιδέες, σκόνη να γίνεται στο χρόνο. Τη ζωή μας την καθημερινή θυμηθήκαμε που την είχαμε λησμονήσει. Και έτσι δειλά αρχίσαμε να την ιστορούμε. Όλοι οι δρόμοι είχαν αλλάξει πια θέση και έπρεπε το θέατρο να αλλάξει, προτού να λερωθεί από την πνευματικότητα μας την ασύδοτη, από φριχτούς -ισμούς. 

¥

Τρόμαξε ο φίλος ο καρδιακός, ο τόσο λυπημένος. Και διάλεξε να μην υπομείνει άλλο την τόση “χριστιανοσύνη” που λέρωνε την αγάπη του, που ‘κανε φτηνή, όλο φτιασίδια την παρουσία του. Τον τρόμαξαν οι ιερείς και οι υμνολογίες και η σοβαρότητα που λίγη σχέση είχε με τον βίο του τον έκλυτο. Για τον φίλο, σας λέω, εκείνον τον ποιητικό που ‘ρχεται από την Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ. , που πληγώθηκε τόσο πολύ σαν χάθηκε το ωραίο ένστικτο του Μύρη.

¥

Έτσι και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Κ.Χ. Μύρης, που σφράγισε την κριτική των τελευταίων δεκαετιών, ο καθηγητής με τον χειμαρρώδη λόγο, ο τρυφερός και ο ποιητικός. Σαν να βρήκε λέει ανυπόφορο το θέατρο του καιρού μας, πολιτικό και παράλογο μονάχα, σαν ένα πράγμα έξω από την αλήθεια του. Του’λειψε το στυλ, η ιδιότροπη ματιά, το στοιχείο της καταπλήξεως και του θαυμασμού που δεν περιορίζεται σε μέσα σκηνικά και σε διακοσμήσεις, μα στη διαλεκτική που φέρνει σε πρώτο πλάνο τον καιρό και τα διλήμματα του τα ηθικά. Του’λειψε κάτι περισσότερο από τις μορφές, του λείψανε τα πράγματα της συλλογικής μας της ζωής που ξαναζούν και οι σχέσεις τους οι μυστικές που φωτίζονται αλλιώτικα. Δεν του’κανε η φαντασία που λειτουργεί δίχως συνείδηση, μήτε και η τέχνη που στρατεύεται στον εαυτό της ή σε κάποιο σκοπό. Για εκείνον το θέατρο υπήρξε ο λόφος που πάνω του τρέχουν οι ποιητές. Την ύπαρξή μας επάνω στο σανίδι τη θέλησε παραδομένη στην οδύνη, όχι σαν μια νύφη βαλμένη πάλευκη σαν είδωλο σε θέση ψηλότερη από τις άλλες. 

¥

Τον φαντάζομαι όλα να τ’αποστρέφεται, φίλους, ασχολίες, τα πρόσκαιρα τα πάθη. Πηγαίνει και κάθεται στο μαγαζί που γνωριστήκανε, μες στην πολύβουη την πόλη που χάνεται και λιγοστεύει, σαν κάθε πράγμα μαγικό και άπιαστο. Και εκεί, στο ίδιο το τραπέζι, δίχως τον Μύρη πια, προσεύχεται μακριά από τις κατάμαυρες μορφές των ιερέων Χριστιανών. Ετούτη είναι η δική του η προσευχή, μονάχα η ανάμνηση των χειλιών του που σαν κάτι να’παν μια φορά και ευθύς τον φυλακίσανε μες στα πράγματα τα πολύτιμα. Τι και αν πρέπει να μετρηθεί με τούτη τη σκαλωσιά του τίποτε που κρατεί τη νύχτα όρθια, τι και αν έρχονται σαν κύματα λέξεις, λύκοι, φεγγάρια, αυτός τον Μύρη συλλογίζεται και με τον τρόπο του τον ανθρώπινο πρώτη και τελευταία φορά πενθεί. 

¥

“Το θέατρο θα υπάρχει όσο θα υφίσταται το αδιέξοδο, όσο θα γονατίζει ο άνθρωπος με το πρόσωπο στη γη ψάχνοντας να ανατρέψει τις αντινομίες, όσο θα ερευνά τον ανέξοιστον λόγον με τον εξοιστόν. Και θα είναι τραγικός και όταν θα μένει σιωπηλός εμπρός στα συγκεχυμένα ορατά και όταν θα κραυγάζει για να εκβιάσει τα αόρατα”, γράφει στον πρόλογο της παλιάς έκδοσης ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. “Μετά το Θέατρο” τιτλοφορείται τούτη η έκδοση που περιλαμβάνει κριτικές του στοχαστικού καθηγητή με το σπάνιο αισθητήριο, με την δόκιμη την ειλικρίνεια, που στερεώνεται με τη γλώσσα. Με εκείνη τη “διαθεσιμότητα της λαλιάς” που δικαιώνεται έξω από τον εαυτό της. Τούτος ο ξέφρενος ο κόσμος και ένα λευκό χαρτί θα γεννήσουν το λόγο και είναι στα χέρια εκατό, διαφορετικών μεθόδων να ειπωθούν όλα τα συμφραζόμενα. Και όλα θα τα ξεπλύνει της αλήθειας το ροδόνερο και ο άνθρωπος εκστατικός ακίνητος θα σταθεί να ακούσει τη φωνή του, μες σε όλων των πραγμάτων τους θορύβους. Ποτάμι η ζωή και απέραντες οι εκβολές του, τραγούδησε ο Χιλιανός Νερούδα και πίσω από τις θαμπές μποτίλιες φανερώθηκαν θαύματα ολόκληρα. Το θέατρο στο πάλκο θα ανεβάσει κάποτε τη ζωή και θα αφήσει την προμηθεϊκή την ποίηση να κάνει τη δουλειά της, έτσι όπως η πρόζα χαρακτηρίζει σήμερα την εποχή μας. Σαν σύρματα λεπτουργημένα οι στίχοι θα κινήσουν δυνάμεις ψυχικές πρωτοφανέρωτες.

¥

Πάει ώρα πολύ που παραδόθηκε αμαχητί στο πιοτό. Και έχει πια χάσει το νου του ο άμοιρος ο φίλος, ο δυστυχισμένος. Και τριγυρίζει μες στις κακόφημες τις οδούς και κάπου διακρίνει τον Μύρη. Μα είναι γέννημα της φαντασίας του εκείνη η όψη, δεν είναι αληθινή. Και λείπει το φεγγάρι, θα το ‘κλεψε ο Λεοπάρντι αφήνοντας μοναχά ένα κούφωμα εκεί που άλλοτε έβρισκε παρηγοριά η μανιασμένη του καρδιά. Τ’άλλο το πρωί σαν θα βρει τον εαυτό του εμπύρετο και ραγισμένο από τας καταχρήσεις και τας οιμωγάς, ευθύς θα ξεχυθεί στην Αλεξάνδρεια που αγάπησε. Και μήτε η χριστιανοσύνη η περισσή, μήτε η ελληνικότητα θα του ξανακλέψει τον Μύρη του, τον αγαπημένο. Στης ζωής το θέατρο θα δοθεί και για κοστούμι θα φορεί το αίσθημά του. Και όλες οι λέξεις του θα σημαίνουν, δάκρυα, μοναξιές, ειδύλλια, γέλια και παραδοξότητες. Πάει να πει, πράγματα πρωτόγονα που τ’ασπάζεται η σοφία η λαϊκή.

Και ο Μύρης όλο θα φεύγει και η τέχνη της ζωής στον φίλο του θα δείχνει πώς είναι να  ζει κανείς μες στον άλλο, πως στερεώνεται της καρδιάς η προσευχή, τι παθητικά που υποβάλλεται κανείς στον κομμό κάποιας Αντιγόνης.

Α.Θ