Απόστολος Θηβαίος | Κόκκινος Κήπος

© René Burri

[…παλεύοντας με τ’άδειο γύρω…]

Είναι σωτήριο που οι άνθρωποι δεν μιλούν στα ιατρεία, τα λεωφορεία, τους προθαλάμους, γράφει ο Γκανάς από ένα σύννεφο πια, πιο κοντινός από ποτέ. 

Έτσι ήταν και για τον Σπιτς. Επειδή αν τάχα έκανε να μιλήσει, να πει για τη μοναξιά του θα γινόταν ποταμός και θα έπνιγε τον κόσμο ολόκληρο. Για αυτό ο τύπος από το κέντρο της πόλης κάθεται μονάχος μες στο διαράκι του. Όλα τα κάνει ηλεκτρονικά, πάει να πει διεκπεραιώνει τις περισσότερες εργασίες δίχως να κάνει βήμα από την πολυθρόνα του. Δεν παραλείπει να αλλάζει τη θέση στα βιβλία γύρω του, μα αυτό του χαρίζει την αίσθηση μιας ανανέωσης που την έχει ανάγκη. Και όταν τελικά τον αναγκάσουν οι περιστάσεις να κυκλοφορήσει εκεί έξω, τρέμει και χάνει τα λογικά του και νιώθει πως θα πέσει θύμα ενός τρομερού δυστυχήματος. Το μόνο που του κάνει γούστο εκεί έξω που λέτε, για τον Σπιτς σας λέω, είναι που διαβάζει τα πρόσωπα των περαστικών. Και στήνει στη στιγμή ιστορίες που τον συντροφεύουν και κάπως ημερεύουν τον κίνδυνο ή την αίσθηση τελικώς που τον διακατέχει. Επιστρέφει πάντα ξέπνοος, σαστισμένος, ευχαριστεί την τύχη του που τα κατάφερε και πάλι. Τότε του φαίνονται όλα πολύτιμα και η πολυθρόνα με τα βιβλία που αλλάζουν θέση, του μοιάζουν στοιχεία αναφαίρετα από την ζωγραφιά. Πάντα έτσι, μια ζωή παράξενη σαν το τραγούδι του πουλιού μες στη νύχτα. 

Και όμως εκείνο που ομορφαίνει μοναδικά την ζωή του, τη μυστική του ζωή, είναι το κόκκινο καλειδοσκόπιο. Το ‘χει πάντα μαζί του και καθώς το στρέφει ευθύς αποκαλύπτεται η δειλινή γλυκύτητα μιας πολιτείας. Το ονομάζει “κατακόκκινο μπερντεδάκι”, του αρέσουν τα υποκοριστικά, μικραίνουν τους βαθμούς του κόσμου και αν θέλει κανείς μπορεί ο κόσμος μες στις παλάμες σου να χωρέσει. Τι να χωρέσει δηλαδή, να βολευτεί όπως ο Σπιτς που ταξιδεύει, αθωότερος από όσους έζησαν ποτέ. 

Καμιά φορά, έτσι μικρό και λεπτό που είναι το μπερντεδάκι το χάνει. Τρυπώνει σε τίποτε καλύμματα, μες στα σεντόνια μπερδεύεται, σκορπίζοντας πανικό στον δόλιο τον Σπετς. Δεν είναι λίγες οι φορές που το ‘χασε για τα καλά το μπερντεδάκι του και έφθασε στο σημείο να βάλει τα κλάματα. Μια φορά μάλιστα πίστεψε πως δεν θα το βρει ποτέ του και αποφάσισε να πουλήσει το διαράκι του, να τα μαζέψει και να φύγει, κατά το κοινότερο, παίρνοντας τόσο σοβαρά τα πράγματα. Μα η τύχη – οι κομμένες ανάσες εμπρός στο Θεό δεν είχαν πια καμιά σημασία – το ‘φερε εμπρός του, εκείνη, την κρίσιμη στιγμή που θαρρείς πως όλα έχουν κριθεί τελειωτικά. 

Το μόνο που λογάριαζε για ισάξιο του μπερντέ του ήταν μονάχα ο κινηματογράφος. Μα δεν τολμούσε να μπει σε κανέναν. Μόλις έφθανε στον γκισέ του ταμείου, έχανε τη φωνή του, μπερδευόταν, κάποιος τον έσπρωχνε, του κάνανε παρατηρήσεις και εκείνος έφευγε βιαστικά και επέστρεφε σπίτι. Έδινε έναν όρκο αυστηρό που φάνταζε δέσμευση αξεπέραστη και έκανε πολύ καιρό για να βγει έξω. Μέχρι που και τ’αναγκαία πράγματα τα παρατούσε και περιφρονούσε τελείως τη σημασία τους με ένα πείσμα παιδιάστικο. 

Μέχρι που την είδε κάποιο απόγευμα. Ως κορασίς φροντίζουσα διά τη ροδαλότητα των παρειών της, γράφει ο Φραγκιάς και έτσι την γνώρισε. Στ’απέναντι διαράκι – εδώ οι κόσμοι σμίγουνε όσο οι πόλεις τραβούν κάθετα ψηλά στον ουρανό – πίσω από την κόκκινη, τη λεπτή κουρτίνα εκείνη τακτοποιούσε τα πράγματα. Στο πάτωμα κάτι κιβώτια αδειανά, κάτι πράγματα που ήσαν μια φορά. Κάποτε θα ντυθούν και εκείνα τα άμφια του χρόνου, θα το δεις, δεν θα ‘μαι εδώ για να σου πω θυμάσαι, αλλά εσύ θα ξέρεις. 

Ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος τριγμός, σαν να ράγιζε το παλιό, καλό σκοτάδι του.

 Και ένιωσε πως εκείνο ήταν το μπερντεδάκι που αγαπούσε περισσότερο. Επειδή έκρυβε κάτι πιο πολύτιμο από ότι οι στροφές του καλειδοσκοπίου. Κατέστρωσε ένα σχέδιο και λίγο λίγο βγήκε στο μικρό μπαλκόνι. Κατέληξε να ζει εκεί έξω, Παρακάλεσε το καλοκαίρι να’ρθει μια ώρα αρχύτερα και εκείνο του ‘κανε τη χάρη. Τώρα οι δυο τους έχουν στήσει τη ζωή τους στους εξώστες και απ’ εκεί παρατηρούν τον κόσμο που ανάβει και σβήνει. Και κοιτάζουν τούτη τη ζωή τη γενναία που μοιάζει ακριβότερη και ομορφότερη, επειδή υπάρχει ο θάνατος. 

Και εκείνο άκουσε και οι δυο τους, ένας εδώ και ένας εκεί, γίνανε πρωτότυπα στοιχεία μιας ένωσης μαγικής. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος από έρωτα και εκεί τραβά”. 

[Μεσολαβούν μερικές λέξεις που δεν διαβάζονται, ίσως να πρόκειται για ζωγραφιές. Δεν έχουν ήχο…]

Κάπου εκεί τέλειωνε η ιστορία. Λείπανε κάτι σελίδες, εξαρθρωμένο το εξώφυλλο κρεμόταν από μια κλωστή. Ετούτη η ιστορία  προχωρεί σίγουρα με μια καταστροφή, σκέφτηκα και γέλασα. Έτσι που έπεφτε βαρύ, γαλάζιο θάμπος μες στο στενό μου, όλα φαντάζανε μες στο λούστρο τους, σαν τους κόσμους του Ουάιλντ, σαν τη σπασμένη καρδιά. Φαντάστηκα και εγώ πως  τον κόσμο κοιτούσα πίσω από το κόκκινο μπερντεδάκι. Μα εγώ δεν είχα μια τέτοια αγάπη και το καλοκαίρι, ω, το καλοκαίρι αργούσε ακόμη. 

Απόστολος Θηβαίος