Φωτεινή Σίμου, Καπνίζοντας τα δάχτυλα των άλλων, εκδόσεις Κείμενα, 2024, σ. 80.
γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς
«Έχουμε για ρίζες σάρκες, αίματα και μάτια των όσων έχουμε γνωρίσει/ όσο μεγαλώνουμε σαν κορμοί, άλλο τόσο μεγαλώνουν και οι ρίζες μας/ και ζητάνε κι άλλα μάτια κι άλλες σάρκες κι άλλα αίματα/κι εμείς δίνουμε» γράφει η Φωτεινή Σίμου στο ποίημα «Κλαδιά» της ποιητικής συλλογής της Καπνίζοντας τα δάχτυλα των άλλων (Κείμενα, 2024) και αυτό το μικρό δείγμα γραφής αποτυπώνει τον πυρήνα της ποιητικής της, όπως αυτή δομείται στα σαράντα ένα ποιητικά κείμενα του ανωτέρω βιβλίου. Κάποια ποιήματα, μάλιστα, βρίσκουν την – αριθμητική και νοηματική – συνέχειά τους στο βιβλίο, χωρίς να έχουν τοποθετηθεί απαραίτητα αντικριστά, όπως λ.χ. τα «Φιλιά», «Φιλιά ένα», «Φιλιά τρία» και τα «Ερώτηση ένα», «Ερώτηση δύο», «Ερώτηση τελευταία», και μπορούν να διαβαστούν αυτοτελώς ή ως ενιαία σύνθεση. Η εξουθενωμένη εν πολλοίς ποιητική φωνή δοκιμάζεται στην αγάπη, τον πόνο και την απώλεια. Συχνά αναλαμβάνει τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή με απτές περιγραφές ή/και παράδοξες μεταφορές. Γραφή σκληροτράχηλη που φλερτάρει με την ηθογραφία του διηγήματος του 19ου αιώνα (ποιητική πρόζα), με αλλόκοτες/άλογες (ονειροφαντασιακές) εικόνες των υπερρεαλιστών αλλά και με την προσγειωμένη στιλπνότητα του καθημερινού. Η βία και το βίωμα συμπλέκονται και εκφέρονται από την ασθμαίνουσα ποιητική φωνή καθιστώντας, ορισμένες φορές, τη γραφή χειμαρρώδη, αφοριστική και ανοίκεια. Η ποιητική πρόθεση φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται στη βάση αρχετυπικών μορφών – συμβόλων και με το παράδειγμα του μεμονωμένου ατόμου (της ατομικής περίπτωσης) και της θέσης του στον κοινωνικό ιστό, ανοίγει μια συζήτηση γύρω από παγιωμένους ρόλους και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές – πρακτικές που συγκλίνουν τόσο στην πρόκληση όσο και στη επιγενόμενη συνειδητοποίηση του τραύματος. Αυτό το πολυμορφικό και υποδόριο τραύμα η ποιήτρια πλέκοντας μικρές ιστορίες, λιλιπούτειους μύθους ή αξιοποιώντας ακούσματα, εικόνες και εμπειρίες επιχειρεί να το καταπραΰνει περιθάλποντάς το και περιβάλλοντάς το με ένα κειμενικό τείχος προστασίας, για να μην κακοφορμίσει και να μην εξαπλωθεί περαιτέρω.