Δεν γερνούν τα άνθη, Σελέστ

© Israëlis Bidermanas

Σελέστ Καέιρο
1933 – 2024

[…στα ηχεία η “Κουπαστή” σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου…]

 

Ποιος νοιάζεται για τη νοσταλγία και τα δόντια της που μας αρπάζουν από την καρδιά; Ο κόσμος προχωρεί, ο κόσμος που μοιάζει ξέφρενος, κυλά κάθε μέρα, κυλά, αφήνοντας μας πίσω. Εμείς να στέκουμε στις θέσεις μας, μαθαίνοντας να αντέχουμε τη δαπάνη του. Καμιά φορά μου θυμίζουμε τα πράγματα μες στις βιτρίνες, όσο το πλήθος περνάει, ξεχνώντας τόσο γοργά όλες εκείνες τις εφήμερες ομορφιές. Και έτσι όπως ζούμε μες στο μικρό μας περιθώριο, έρχεται μια στιγμή που μες στον καθρέφτη, κοιτάζουμε κάποιον. Μια μορφή που μας φαίνεται οικεία μα που λίγη, τόση λίγη σχέση έχει με μας και με τα όνειρά μας. Είμαστε εμείς που ταξιδεύουμε μες στα χρόνια και τώρα δα, μες στα βάθη του καθρέφτη κοιτάζουμε τι μένει από εκείνο το κουρνιαχτό, τι μένει.

Έτσι μου φάνηκε πως με κοιτάζει και η ενενηντάχρονη Σελέστ Καέιρο στη φωτογραφία μιας κυριακάτικης φυλλάδας. Κρατά κάτι λίγα γερασμένα τριαντάφυλλα, τα χρόνια την έχουν σαρώσει. Μα εκείνη χαμογελά, αφού ξέρει πως δίχως να το θέλει, θεμελίωσε το σύμβολο ενός ολόκληρου αγώνα. Την ιστορία της θα αφηγούνται σαν πάντα οι νέοι της Λισσαβόνας. Μα και αλλού στον κόσμο, εκεί που κρεμιέται η ελπίδα απεγνωσμένη και έρμη, το παράδειγμά της , θα αφήνει υπαινιγμούς θαυμάσιους. Για εκείνες τις πράξεις τις μικρές, που σαν λεπτομέρειες φαντάζουν μες στις τόσες φαντασμαγορίες, κάνοντας τη διαφορά μες στον πεζό τον βίο μας. 

Θα’ταν τέλη τ’Απρίλη του 1974. Κάτι επρόκειτο να αλλάξει και η δικτατορία του Σαλαζάρ επρόκειτο να τερματίσει τη θητεία της. Η Σελέστ κίνησε, όπως κάθε πρωί για το εστιατόριο Sir της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Τη μέρα μόνο τυχαία δεν θα μπορούσε κανείς να τη λογαριάσει. Το εστιατόριο έκλεινε έναν χρόνο λειτουργίας και η νεαρά είχε την ευθύνη να βρει τα καλύτερα γαρίφαλα στην πόλη. Για να στολίσει λέει τα τραπεζάκια και να χαρίσει ένα λουλουδάκι στους πελάτες που έρχονται, ζευγάρια και παρέες ολάκερες, για να τιμήσουν τούτο τον ένα πετυχημένο χρόνο λειτουργίας του περίφημου Sir. 

Μα κάτι στην πόλη λάμνει, κάτι που μπορεί όλα να τα αλλάξει μεμιάς. Το ραδιόφωνο μυστικά δικαιώνει τις υποψίες που θέλουν εκείνη τη μέρα να γράφεται η αρχή του τέλους για τη δικτατορία. Το εστιατόριο αποφάσισε να κλείσει και όσο για τα γαρίφαλα, τ’αφεντικό είπε στην Σελέστ πως θα μπορούσε να τα πάρει μαζί της. Κάπως έτσι βρέθηκε του λόγου της έξω στην πόλη ανάμεσα στους στρατιώτες και τις υποψίες πως η ιστορία τούτο το πρωινό παίρνει άλλον δρόμο.

Ένας στρατιώτης – μάλλον την ερωτεύτηκε έτσι νέα που ήταν – της ζήτησε τσιγάρο. Μα η Σελέστ δεν καπνίζει, μήτε φωτιά έχει. Μα είχε στην αγκαλιά της μπόλικα γαρίφαλα και έτσι του χάρισε ένα. Ο στρατιώτης το ‘βαλε μες στην κάνη του όπλου του. Και άλλοι φανήκανε με τις στολές τους φυτεύοντας τα άνθη εκεί που άλλοτε ζούσε ο άγριος θάνατος. Καραμπίνες και τεθωρακισμένα και κανόνια είχαν πια ένα γαρίφαλο καρφωμένο μες στις κάνες τους. Η επανάσταση που μόλις είχε αρχίσει – πώς να ‘ξερε η Σελέστ πότε διαλέγει η ιστορία τους ήρωές της – βρήκε τ’όνομά της. Και έτσι, από την αυθόρμητη κίνηση ενός κοριτσιού στη Λισαβόνα του ‘ ‘74 που ευθύνεται μια για πάντα για την Επανάσταση των Γαριφάλων, ένα ολόκληρο κίνημα βρήκε το όνομά της. 

Τα χρόνια περάσανε, η Σελέστ έμεινε μια φιγούρα απολύτως ταυτισμένη με την σύγχρονη ιστορία του τόπου της. Λίγες μέρες νωρίτερα από τούτη την ώρα που γράφεται αυτό εδώ το σημείωμα, το χαμόγελο της Σελέστ έσβησε μα η πράξη της καθόλου δεν ξεθώριασε μες στις δεκαετίες. Μάλιστα, σήμερα ένα σορό κοριτσόπουλα στις μοντέρνες διαδηλώσεις που έχουν σαν πάντα τις ίδιες, παλιές ιδέες, – τι λίγο που άλλαξε ο κόσμος!-  ζητούν από τους στρατιώτες την άδεια για να βάλουν στις κάνες των όπλων τους ένα γαρίφαλο, ακριβώς όπως έκανε η Σελέστ μισό αιώνα πίσω. Οι περισσότεροι στρατιώτες έχουν πάψει να’ναι ρομαντικοί και αρνούνται τα ανθισμένα δώρα των κοριτσιών. Μα η Σελέστ μπορεί να κοιμάται ήσυχη πια. Πως δεν χρειάζεται κανείς να απευθυνθεί στα πρωτοκλασάτα ανθοπωλεία του κόσμου, αφού τα γαρίφαλα και τ’άλλα τ’άνθη μεγαλώνουν μες στις καρδιές των ανθρώπων, σε εύφορες πια, ήσυχες κοιλάδες.

Πείτε λοιπόν στην Σελέστ πως ακόμη και εμείς που σε τίποτε δεν πιστεύουμε πια, θα κόψουμε τα άνθη και τις λέξεις που πρέπει, για να αλλάξουμε μια στάλα τον κόσμο. Όταν χρειαστεί, όταν χρειαστεί και όταν πια δεν θα ’μαστε καθόλου έτοιμοι.

Α.Θ