αφήγημα που γλίτωσε
της πρωτοτυπίας τη σκλαβιά
“Αυτό ήταν. Και τώρα τι θα αγκυλώνει την ψυχή μου. Παιχνίδι μες στους ιστορικούς νόμους θα απομείνω. Και όσοι ‘ ρθείτε να θυμάστε κουρέλια οι ζωές, η μια πάνω στην άλλη ξεβάφουν, αυτό είναι όλο”.
Τις λέξεις αυτές τις βρήκανε γραμμένες πίσω από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Ίσως δεν είχε καιρό να γυρέψει κάτι άλλο, να αφήσει κάτι περισσότερο πίσω του. Λένε πως πλάι του, εκεί μες στα χαρτιά, κάτι σαν πλάνα φιλιών που κανείς δεν χρειάστηκε, ανακάλυψαν το ποίημα. Και αφού το διαβάσανε, σαν του Χριστού τα ρούχα το μοιράσανε και τον άνθρωπο χλευάσανε. Χορτάσανε κάποια στιγμή, καθένας πρόλαβε να πάρει και κάτι δικό του. Άλλος έφυγε με το παλιό ραδιοφωνάκι και μερικοί εθεάθησαν με τα πουκάμισα ανά χείρας.
Δεν είχε συγγενείς ο νεκρός. Μήτε που συναντούσε κανέναν, συνήθειες δεν είχε όπως ας πούμε μια βόλτα στον καφενέ, έναν περίπατο στους γύρω δρόμους. Μόνο που έβγαινε τα δειλινά στο μπαλκονάκι του και έστεκε παγωμένος, περιμένοντας κάτι να’ρθει.
Είχε πλησιάσει τον ιδιοκτήτη, πάνε κάτι μήνες τώρα. Του’πε πως ήθελε να μείνει μερικούς μήνες, πως δεν είχε οικογένεια ή πράγματα. Του έδωσε τρία νοίκια μπροστά και κάτι για καπάρο και με μια τσάντα, με τίποτε περισσότερο, εγκαταστάθηκε στο διαράκι του στενού. Έτσι απλά προστέθηκε ο άνθρωπος αυτός μες στην πινακοθήκη του δρόμου.
Απ’εκείνον θυμάμαι μόνο πως όλη μέρα καθόταν στο τραπέζι και έγραφε. Μερικές φορές απογοητευόταν, έκρυβε το πρόσωπο μες στα χέρια του, άλλοτε πάλι τον κυρίευε μια φλόγα παράξενη και τον βλέπαμε από κάτω να σημειώνει με φρενίτιδα πρωτόγνωρη πάνω στα χαρτιά του.
Ήταν μια μέρα που σηκώθηκε άνεμος, σάρωσε κάτι παλιές, ξεκρέμαστες μαρκίζες πιο κάτω, γέμισε γυαλιά ο τόπος. Αυτός ο άνεμος λοιπόν μες στο σαλονάκι του τρύπωσε, τον κόσμο χάλασε, άνοιξε το κλουβί που ‘χουν οι ποιητές μες στην καρδιά τους και άφησε τις λέξεις να πετάξουν κατά το νοτιά. Να δείτε που πετούσαν τα χαρτιά, αν το’θελες μπορούσες να ξεκρεμάσεις κάποιο από τον ουρανό.
Από όλα αυτά μένει μόνο μια αίσθηση παστέλ τοπίου, με χρώματα σκοτωμένα, θολά, σαν πίσω από τη ζωντανή ομίχλη.
Δεν ταράχτηκε τότε, θυμάμαι ο παράξενος ενοικιαστής, μόνο που βγήκε στο μπαλκόνι και γέλασε με την καρδιά του. Κάποιοι που τον ρώτησαν πού το βρήκε τόσο κέφι, εκείνος είπε κοφτά, “πάνε όλα πια, πάνε όλα”. Τότε πολλοί εκφράσανε την άποψη πως αυτός ο άνθρωπος δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον και δίχως κόπο, μες στη ζωή τους, ρίζωσε η ανησυχία.
Ήταν μια νύχτα καλοκαιριού όταν εμφανίστηκε κάτω στον δρόμο εκείνος ο άνδρας. Έδειχνε ανήσυχος μα και καταβεβλημένος, πότε πότε χαμογελούσε και άλλοτε έστεκε ακίνητος, πασχίζοντας να καταλάβει πού τάχα να βρίσκεται. Κάποιοι τον ρώτησαν, ο άνδρας τους είπε πως “το ποίημα πάει, τέλειωσε πια, δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω, το έργο μιας ζωής, κύριοι, εκείνο το ένα, τ’ακατόρθωτο το ποίημα, το έγραψα κύριοι και δεν έχω τίποτε άλλο να πω, τίποτε άλλο”.
Τότε ήταν που ξέσπασε μια καλή βροχή και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Οι παλικαράδες στη γωνιά που ‘χανε μπουχτίσει με τα ποιήματα και τα ρέστα, τον κάνανε χάζι. Έπειτα αγριέψανε κομμάτι και τον βάλανε στο μάτι. Και όμως, εκείνος παρέμενε ευτυχισμένος που ‘χε καταφέρει να γράψει της ζωής του το ποίημα. Που ‘χε βρει σαν να λέμε ένα νησί, μακριά από τους ανθρώπους, έναν Θεό δικό του, αλλιώτικο από εκείνον που πεθαίνει στα μουσεία και τις εξοχές. Όλα τα είχε βάλει σε εκείνο το ποίημα, όσα χρειάζεται ο έρωτας και η ανθρωπιά μας. Και είχε πια φθάσει στο σύνορο της τέχνης του και ήταν ολότελα απορροφημένος μες σε τούτο το συντελεσμένο γεγονός.
Κανείς δεν τον συμμερίστηκε. Όπου και αν στράφηκε, στους λιγοστούς θαμώνες του καφενείου πιο κάτω, σε κάτι περαστικούς, σε μένα τον ίδιο, παντού το ίδιο. Και έτσι η χαρά του νικήθηκε και ένιωσε πως δεν είχε κανέναν για να μοιραστεί εκείνο που κατάφερε. “Μα σας λέω πως κατόρθωσα ένα ποίημα, πως έφτιαξα και εγώ κάτι και δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω, δώστε μου λίγη σημασία, αναλογιστείτε πως ένα ποίημα γεννήθηκε τώρα δα, εμπρός στα μάτια σας. Αργότερα, όταν θα χρειαστείτε έναν στίχο για να βγάλετε τη μέρα μπορεί να το θυμηθείτε. Ξέρετε, τώρα πια δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω”.
Το ίδιο βράδυ έφυγε. Πλήρωσε τον ιδιοκτήτη που πολύ λυπήθηκε για την ξαφνική αναχώρηση. Σφίξανε τα χέρια, η νύχτα κατέβαινε παγωμένη από γύρω. Οι παλικαράδες τον τακτοποίησαν, του κλέψανε και κάτι λίγα που είχε.
Μέρες μετά, κάποιος βρήκε το ποίημα σε ένα συρτάρι εκείνου του σπιτιού. Το ‘δωσε στον ιδιοκτήτη και εκείνος μας το διάβασε. Συγκινηθήκαμε πολύ και υποσχεθήκαμε, εμείς οι άνθρωποι αυτού εδώ του δρόμου, να μην περιφρονήσουμε ξανά έναν ποιητή. Νιώσαμε χίλια καλοκαίρια στην καρδιά μας να σαλεύουν, χαμογελάσαμε κάτω από τις ζωντανές ροδακινιές κάποιου καιρού και με έναν στίχο του, την ντροπή μας σκεπάσαμε.
Μπορεί ο καιρός που ‘ναι σοφός να κάνει κάποτε τραγούδι εκείνο το ποίημα. Και η ψυχούλα του τεχνίτη να ημερέψει, μια στάλα. Εκείνου που κατάφερε ένα ποίημα και τίποτε άλλο δεν είχε πια να προσθέσει, τίποτε.
Απόστολος Θηβαίος