Τικ, Τοκ

© Izis Bidermanas

[…στα ηχεία ο Νότης Μαυρουδής και η “Μαριάνθη των Ανέμων” για δυο κιθάρες και κάτι ξέφρενες καρδιές…]


Έπεσαν μερικά έκτακτα δελτία. Οι παρουσιαστές κόμπιαζαν, η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Μια φορά και έναν καιρό σπάζανε σαν καμωμένοι απ’το γυαλί. Είχαν προλάβει να μεταδώσουν τη φοβερή είδηση.

Εκείνοι που έπρεπε να τρομάξουν δεν ήσαν άλλοι από τους ωρολογοποιούς. Έπρεπε να χαθούν από προσώπου γης γιατί αν τύχαινε και πέφτανε στα χέρια του όχλου το τέλος τους θα ήταν φρικτό. Λένε, κανείς δεν το επιβεβαιώνει πως οι φονιάδες κυκλοφορούσαν σε αποσπάσματα εφοδιασμένοι με κάτι αιχμηρούς λεπτοδείκτες. Και αυτοί άμα τύχαινε και ανταμώνανε κάποιον τρομαγμένο ωρολογοποιό του βγάζανε τα μάτια και φεύγαν πιο διψασμένοι από πριν.

Μες στα σπίτια πάρθηκαν μέτρα. Προληπτικού χαρακτήρος βεβαίως μα αναγκαία. Το είπε και ο εκφωνητής, εξαφανίστε τα ρολόγια. Να δείτε τις κυρίες μες στα σαλόνια τους να προσμένουν τον κούκο να βγει να τον αρπάξουνε. Με τους πλάστες στήνονταν αποβραδίς οι κυρίες, ντυμένες την τελευταία λέξη της μόδας, κάτι ας πούμε για μια περίσταση με δραστηριότητα χειρωνακτική. Τρέχανε οι υπηρέτριες , διέσχιζαν καθέτως και οριζοντίως τους δρόμους πέριξ του Κολωνακίου, τα ρολόγια ξεφορτώνονταν, γέμισε η οδός Σκουφά στρας και καράτια, προάστιο παριζιάνικο έγινε εκείνος ο δρόμος. Τι αστείο που πετάγονταν ξαφνικά μα τι τρομερή κατάληξη τα αναρίθμητα τροχαία με παράσυρση πεζού. Τιτίκα, να προσέχεις τον δρόμο μα εκείνη δεν ακούει, το φορτηγό με τ’άνθη φρενάρει μα άλλα λέει ο ταχογράφος μάτια μου και η Τιτίκα μας γνέφει απέναντι απ’το ιερό στο ετήσιο μνημόσυνο.

Τα ρολογάδικα κάτω στην πλατεία καήκανε ολοσχερώς, πού να ακούγατε τα σπαρακτικά ξυπνητήρια που ουρλιάζανε πρώτη και τελευταία φορά. Τα ρολογάδικα περνούσαν στην ιστορία. Και οι ωρολογοποιοί κλαίγανε τη μοίρα τους και πέφτανε βροχή τα μπιλιετάκια τα απειλητικά από τη χαραμάδα της πόρτας. Να φύγετε, δεν είστε ευπρόσδεκτοι , πάρτε τον χρόνο σας και ξεκουμπιστείτε. Η απόφαση που έκανε την κοινωνία σύσσωμη να πάλλεται ήταν η καταδίκη του χρόνου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κήρυξε ομοφώνως τον χρόνο, τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, σαν ύστατη πηγή της ανελευθερίας του ανθρώπου. Το ανακοινώσανε με αυτές τις λέξεις τις πομπώδεις που φανερώνουν πως ήταν ψέμα, πως ήταν ψέμα. Μα αυτό συμβαίνει στο τέλος της ιστορίας και πρέπει κανείς να φανεί υπομονετικός.

Η γενική κατάσταση σήμαινε το κράτος και τη βία του Αισχύλου, η βρώμικη πράξη παραμόνευε στις γωνιές των δρόμων. Μια ιδέα είχε πάρει στο κατόπι του ο κόσμος και όλο και πιο έξω έπεφτε στις κρίσεις του. Θα μου πείτε, αν το γεγονός προσφέρεται για αναπαράσταση καλλιτεχνική, μας αρκεί, έτσι που γίνηκε το θέαμα, έξη μας. Οι σκιτσογράφοι στις πρωινές έδωσαν ρεσιτάλ και την ίδια κιόλας βραδιά γυρίστηκε ένα φιλμ σπαραχτικό με έναν ωρολογοποιό και μια γκόμενα ωραία και ανυπότακτη. Στο τέλος φιλήθηκαν και ήταν η σκηνή εξόχως πληρέστερη ακόμη και από την Άνοιξη του Ροντέν.

Τα δικαστήρια που στήθηκαν κάτω από τις νεραντζιές οδήγησαν τους ωρολογοποιούς στη φυλακή. Μάλιστα φτιάχτηκε μια ειδικά για αυτόν τον σκοπό, με χιλιάδες αιμοβόρους κούκους που έβγαιναν συντονισμένα ή άτακτα, τσιμπολογώντας από τα άμοιρα τα βλέμματα των άτυχων.

Στο μεταξύ με τον ίδιο συντονισμένο τρόπο η κυρία με το πάντσο κατάφερε μια γερή στον από αιώνων κούκο, κειμήλιο από την πλευρά της οικογένειας του ανδρός της. Έπειτα στο τραπέζι κανείς δεν μιλούσε, μήτε που κανείς σκέφτηκε να διακόψει τη σιωπή της μάνας. Μόνο σαν είπε η κυρία “νωρίς δεν τρώμε;”, όλοι ξεσπάσανε σε κλάματα και η βραδιά κύλησε πικρά.

Ο χρόνος κηρύσσεται έκπτωτος. Η απόφαση φέρει άμεση ισχύ. Οι ωρολογοποιοί θα καταθέσουν δήλωση μεταμέλειας και θα απασχοληθούν σε έργα ταυτισμένα με την αιωνιότητα, εξαντλητικά.

Αυτό έλεγε η απόφαση. Οι πιο νέοι είχαν την ευχέρεια να εφαρμόσουν άμεσα την απόφαση. Διεκόπησαν τα φροντιστήρια, άρχισαν τα σχολειά να κρατούν όλη μέρα, το μάθημα γινόταν άτακτα, στα λούνα παρκ φτιάξανε κάτι πάνινους στόχους ρολογιών. Ο νικητής, πάει να πει να σημαδεύεις τρία απανωτά, κέρδιζε ένα αληθινό ρολόι και μια βαριοπούλα. Σπουδαίο δώρο, σπουδαίο με τη λερωμένη την διάσταση της λέξης, αφού μήτε σπουδή, μήτε ελπίδα υπάρχει για να σώσει τον κόσμο.

Μόνο σαν χάλασε ο κόσμος και όλα γίνανε μια αδιόρθωτη ζημιά, οι άνθρωποι λογαριάσανε πόσος καιρός είχε πια περάσει ανώφελα. Ήταν αδύνατο να ζήσουν εκτός χρόνου και έτσι ζήτησαν συγνώμη από τους ωρολογοποιούς, τους κάνανε υπουργούς, τους επιστρέψανε τις αποζημιώσεις, εξυπηρέτησαν τα παιδιά τους, πήγαν τους κούκους με τα συντριπτικά κατάγματα να τους διορθώσουν, κάποιοι επέστρεψαν μα άλλοι έμειναν για πάντα το μεγάλο άδικο της πολιτείας. Όλα μοιάζανε αντιφατικά, με τις λέξεις να αλωνίζουν. Το Συμβούλιο της Επικρατείας πήρε πίσω την απόφασή του και οι δικαστές εκτέλεσαν χαρακίρι μια κάποια, συγκεκριμένη ώρα. Η πρεσβεία της Ιαπωνίας εκτίμησε πολύ την πολιτιστική αναγωγή και υψώθηκε η γαλανόλευκη στο κτίριο.

Εκείνο το πανόραμα της ματαιότητας και της αναρχίας πήρε τέλος ευτυχώς. Εγώ πέθανα από ανεύρυσμα λίγες μέρες μετά, μα όσοι φθάνανε και ήταν πολλοί λέγανε πως τώρα οι χρόνοι είναι σφιχτοί και γίνεται χαλασμός εκεί κάτω. Και πως τα ρολόγια γίνανε θεοί και ένας μεγάλος κούκος κατασπαράζει όποιον βρει μπροστά του στην πολυσύχναστη τη λεωφόρο. Ο χρόνος παίρνει την εκδίκησή του κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή που κατασπαράζει εκεί εμπρός στα μάτια μας, αφήνοντας τουφωτά σύννεφα αμηχανίας σε εμάς τους κιόλας γερασμένους.

Α.Θ