Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΥΘΟΙ Γ.Δ.Αναγνώστου, Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, Άνοιξη 2024

Μονόλογος μονόδρομος. Αντικλείδια ανάγνωσης για μια γραφή

γράφει η Κατερίνα Παναγοπούλου 


«Θα προτιμούσα, αντί να παίρνω το λόγο, να βρίσκομαι μέσα στη ροή του
και να ‘ναι αυτός που θα μ’ οδηγεί πέρα από κάθε αρχίνισμά του.
Θα ‘θελα τη στιγμή που μιλάω να ‘χω την αίσθηση,
ότι μια ανώνυμη φωνή μ’ έχει προλάβει σ’ όσα θα είχα να πω»

Μ.Φουκώ, Η τάξη του λόγου

Η ποιητική ροή του λόγου δεν είναι απλά ζήτημα ρυθμικής. Αυτό, το μαθαίνει στον δημιουργό η αγωνία της λέξης και στον αναγνώστη η μαγική στιγμή της αποκάλυψης μιας άφθογγης ως τώρα αλήθειας του από μια γραφή ξένη. Και η αγωνία της λέξης δε γυρεύει λύτρωση σε μια ακρίβεια νοήματος, παρά την καταλαγιάζει η ανταπόκριση του συγγραφέα στο ύψος της αναλαμπής.

Όσο και να σ΄ αγαπώ. Άλλο δεν μπορώ. Ουρανός
και χώμα να με σκεπάζουν. Σε βάθος απύθμενο. Την άρνηση καταπίνω.

[Χαρμολύπη, σσ.109-110]

Ο ποιητικός τρόπος του Γ.Δ.Αναγνώστου δεν είναι τρόπος να εκφράζει. Είναι η ίδια η φωνή του. Ο μικροπερίοδος λόγος είναι οι ανάσες του. Τόσο κρατούν οι κεραυνοί που του ζητούν γείωση. Τα σημεία στίξης έχουν το προσωπείο τελείας. Σε προκαλούν ως αρθρώσεις να δώσεις το σχήμα σώματος που θες. Θραύσματα προκύπτουν, τελικά, το καθένα με τη δική του αλήθεια, όπως άλλωστε γίνεται συνήθως μετά από καιρό.  

Ο Μονόλογος του Ελπήνορα και άλλοι μύθοι είναι αυτό που λέει. Είτε εκλάβουμε όλο το σώμα του βιβλίου ως έναν μονόλογο σε επεισόδια είτε το αναγνώσουμε ως μικρούς μονολόγους, η πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση του Αναγνώστου είναι η ταυτότητα της γραφής του. Ανέκαθεν ήταν. Σε συνθήκες σιωπής τα στιχουργήματά του κυκλοφορούσαν σπαράγματα ενός μονολόγου με τον οποίον γεννήθηκε. Για άλλους αποδρομή. Γι΄ αυτόν απλά μονόδρομος.

Και τώρα ξέρω τούτη η σελίδα είναι επιστολή σε σένα. Δεν
είναι απλά λέξεις – σκέψεις. Χείμαρρος αγάπης. Εμένα έχει πνίξει. Στα πόδια
σου.

[Δεσμώτης μένεις και αφερέγγυος εραστής του
πεπρωμένου,
σσ.86-89]

Οι αντιθέσεις βρίσκονται παντού στα κείμενά του. Δεν υπάρχει κείμενο χωρίς ζευγάρι, μια διαρκής απόπειρα ορισμού μέσα από αυτό που είναι και αυτό που δεν είναι. Πολύτιμες ετερότητες. Αφήγηση διυλισμένη ήδη από το υποκείμενό της σε Εαυτό και σε Άλλο. Αλλά και δίπολα που καταργούνται, όσο τα χρησιμοποιεί για διαγράψει, τελικά, κύκλους: «Να έρχεσαι, να φεύγεις», «Να φεύγεις. Τόσο μακριά. Τόσο κοντά». Ή μια διττότητα που τον συνέχει: «Μονάχος. Κι όμως τόσο μαζί». Κύκλοι, αντινομίες που αίρονται, υποκείμενα στη θέση άλλων, εν δυνάμει άλλοι στη θέση του αφηγητή, εργαλεία του μύθου, του προσωπικού μας μύθου.   

Έτσι, κάπως, εξηγείται και η επαναληπτικότητα του δικού μου Γ.Δ.Αναγνώστου. 

Έρωτας με μολύβι γραμμένος, εύκολα για να σβήνει.

Η επανάχρηση φράσεων σε νέα κάθε φορά συγκείμενα μοιάζουν τώρα με θραύσματα κατόπτρου. Όπως και να τα τοποθετεί, πάλι το πρόσωπό του θα δείχνουν, πάλι το πρόσωπό του θα κόβουν. 

    

Έρωτας με μολύβι γραμμένος / εύκολα για να σβήνει.

Πάλι και πάλι, γραφή σαν μνήμη. Μέχρι που να μη μιλάνε τα γραμμένα, να μιλάει η μνήμη τους. 

Έρωτας με μολύβι γραμμένος / εύκολα για να σβήνει

Μέχρι που το σβησμένο να αφήνει ίχνη. 

Το λευκό χαρτί έχει για πάντα πεθάνει για τον Γ. Δ. Αναγνώστου. Το χαρτί, παλίμψηστο που επανεγγράφεται έρωτες, ξερνάει λέξεις σβησμένες από ποτισμένες αλήθειες. 

Εδώ τελειώνει το μελάνι μου. Με αίμα γράφω τώρα.   

[Περιστέρι ορφανό πέθανε από αγάπη, σσ.119-120]