Διάλεξη για την ποιητική συλλογή “Λευκάμπελος” του Γιώργου Σπηλιωτόπουλου

Σταύρος Χρ. Αναστασόπουλος, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ & Συγγραφέας

«Διάλεξη για την ποιητική συλλογή ΄΄Λευκάμπελος΄΄ του Γιώργου Σπηλιωτόπουλου (23/07/2024)»


Ο Γιώργος Σπηλιωτόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York, είναι μετά βεβαιότητας ένας από τους καλύτερους φιλολόγους της γενιάς μου. Εξοπλισμένος με βαθιά θεωρητική κατάρτιση, απότοκη αυτή του πνευματικού μόχθου που καταβάλλει, καθώς και με σπάνιο καλλιτεχνικό γούστο, διαπρέπει εδώ και καιρό στην Αμερική κάνοντας υπερήφανη την χώρα μας. Πλάι στους τρανούς αθλητές μας και τους σπουδαίους γιατρούς ή γνώστες της πληροφορικής, καλό είναι να εκθειάζουμε, κάπου κάπου, και την λαμπρή σταδιοδρομία των ταλέντων που διακρίνονται στις ανθρωπιστικές και, δη, στις κλασικές σπουδές.

Με την ποιητική του συλλογή «Λευκάμπελος» ο Σπηλιωτόπουλος επιχειρεί να υπερβεί την ούτως ή άλλως εγνωσμένης αξίας επιστημοσύνη του, δοκιμάζοντας τις διανοητικές του δυνάμεις στον χώρο της ποίησης. Το τόλμημά του αυτό δεν προξενεί, αρχικώς, εντύπωση στους ενημερωμένους αναγνώστες: στην σύγχρονη Ελλάδα παράγεται πολλή ποίηση και, πέρα από την ποιότητα αυτής, συζήτηση που ξεφεύγει από τον νοητικό προσανατολισμό της αποψινής βραδιάς και επαφίεται, εξάλλου, στην εκάστοτε ατομική οπτική, αν μη τι άλλο έχουμε το προνόμιο ως λαός να συνδιαλεγόμαστε με τον εαυτό μας και να αξιολογούμε εξαρχής την πολιτιστική μας ταυτότητα. Επομένως, η ανάδειξη πολλών λογοτεχνών ισοδυναμεί με δυνατότητα για βίωση μέλλοντος πνευματικού. Σε κάθε περίπτωση, φανερό είναι για τον αναγνώστη του έργου του ότι ο ποιητής Σπηλιωτόπουλος έχει σαφή αίσθηση του καθήκοντός του και δεν ανέλαβε το παρόν εγχείρημα με επιπολαιότητα.

Ο τίτλος «Λευκάμπελος», ευρηματικός, θα έλεγα, και συνδυαστικός δύο ωραίων ελληνικών χαρακτηριστικών, του λευκού χρώματος και του αμπελιού, παραπέμπει αμέσως τον αναγνώστη στο ομώνυμο πολυετές φυτό που ανθίζει τον Ιούλιο με Αύγουστο. Κάποτε, ακόμα και μία λέξη δύναται να αποτελέσει ποίηση έξοχη, δημιουργώντας στο μυαλό του ανθρώπου αμέτρητους συνειρμούς, κατεξοχήν εγερτικούς της φαντασίας του. Επιτυχημένα, μάλιστα, συνυφαίνεται ο τίτλος της ποιητικής συλλογής με το εύμορφο εξώφυλλο του βιβλίου, που δεσπόζει με την λευκότητά του και σε προκαλεί να δοκιμάσεις τους εύγευστους λογοτεχνικούς καρπούς του. Οι μουσικόφιλοι της αποψινής συντροφιάς ανακαλούν, ίσως, και το ποίημα «Η Αγράμπελη» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που έξοχα ερμήνευε η χορωδία και μαντολινάτα του Ληξουριώτη Φώτη Αλέπορου.

Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: στην Ανάβαση, την Πτώση και την Κάθαρση. Ο συγγραφέας, όμως, δεν μένει στην απλή νοηματική εντυπωσιολογία, αλλά φροντίζει να οικοδομήσει μια ουσιαστικότερη ερμηνευτική συνεκτικότητα, εγκαινιάζοντας την εκάστοτε ενότητα με ένα σύντομο πεζό κείμενο, συνεχίζοντας με μία ποιητική σύνθεση γραμμένη σε ελεύθερο στίχο και καταλήγοντας με ποικίλα χαϊκού. Το τρίτο μέρος ακολουθείται, επίσης, από την έντιμη προσπάθεια του ποιητή να συνθέσει λόγο σε καρκινική, καθώς και διπλή καρκινική γραφή. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με καρκινικά χαϊκού και ένα καρκινικό επιτύμβιο. Οφείλει να εξάρει κανείς την τόλμη του ποιητή, την άμεσα συγκερασμένη με την απόφασή του να προσφέρει στο κοινό γραφή που διαβάζεται με τον ίδιο τρόπο ορθά και ανάποδα. Το ωραίο αποτέλεσμα που προκύπτει δεν πρέπει να είναι άσχετο με την γενικότερη ευφυΐα του συγγραφέα, ο οποίος φημίζεται, εξάλλου, και για τις σκακιστικές του επιδόσεις. Με άλλα λόγια, η καρκινική γραφή δεν προϋποθέτει, απλώς, έμπνευση, αλλά και τεράστια συνθετική και αναλυτική σκέψη.

Επανερχόμαστε, τώρα, στο νοηματικό τρίπτυχο του έργου, δηλωτικό, ενδεχομένως, και της επίδρασης που έχει δεχθεί ο ποιητής από την αρχαία ελληνική τραγωδία, το κατεξοχήν αντικείμενο ερεύνης του. Μέσα, λοιπόν, από την Ανάβαση, την Πτώση και την Κάθαρση, ο Σπηλιωτόπουλος προσφέρει μια ποίηση βαθιά λυρική, έξοχα αφηγηματική και εμπλουτισμένη με πραγματικά πλούσια εικονοποιία. Τεχνικώς μιλώντας, δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς τον νεαρό συγγραφέα σε συγκεκριμένο ποιητικό ρεύμα, πάντως φαίνονται, συχνά, οι υπερρεαλιστικές καταβολές του στοχασμού του, καθώς και ο αυθεντικός λυρισμός του. Επιπροσθέτως, ο ποιητής, αν και αντλεί βιωματικό υλικό από τις ατομικές του εμπειρίες, ως εύκολα δύναται να παρατηρήσει κανείς, δεν μένει στην απλή περιπτωσιολογία, αλλά ανάγεται λογοτεχνικώς στην καθολικότητα, ήτοι φροντίζει να συνδέσει την σκέψη του με τις μεγάλες έννοιες της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, ζητήματα όπως η ζωή, ο θάνατος και η γυναίκα, σύδετα, μάλλον, και με τους ατομικούς προβληματισμούς του Σπηλιωτόπουλου, συμπλέκονται αρμονικά εντός της συλλογής αυτής και καθιστούν τον αναγνώστη κοινωνό της θείας πνευματικότητας την οποία παρουσιάζει ο ποιητής.

Με λίγα λόγια, ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια ιδιότυπη περιδιάβαση στον νοητικό πυρήνα της εσωτερικότητάς του, προκειμένου να έλθει αντιμέτωπος όχι μονάχα με τον εαυτό του, αλλά και με τους αιώνιους βασανισμούς που καταδιώκουν το ανθρώπινο πνεύμα, τους υπεύθυνους για τους ριπτασμούς της ανθρώπινης ψυχής. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για ποίηση έμπλεη φιλοσοφικότητας, υπαρξιακή, κατάδηλα ερωτική, δοσμένη πάντοτε με απαράμιλλη ευαισθησία. Μέχρι και τα χαϊκού, άλλωστε, πέρα από την ποιητική αρτιότητά τους, μαρτυρούν, διά του γλωσσικού παιχνιδιού, στοχασμό πνευματικότατο: τα «Πέταλα Σταυρανθή» της Ανάβασης, μετατρέπονται στα «Πέταλα Νυκτανθή» της Πτώσης και καταλήγουν να είναι «Πέταλα Λευκανθή», αυτά της Κάθαρσης. Ο σταυρός μεταβάλλεται σε νύχτα, η οποία, με την σειρά της, μετουσιώνεται σε λευκότητα. Υπέροχη λογοτεχνική και γλωσσική σύλληψη. Συν τοις άλλοις, ο ποιητής επιβεβαιώνει την σπάνια φιλοσοφικότητά του, όταν επισημαίνει: «Γράφω γιατί φοβάμαι τον θάνατο». Μάς υπενθυμίζει, με αυτόν τον τρόπο, την αιώνια αγωνία του πνευματικού δημιουργού, την οποία, άλλωστε, αναδεικνύει και ο Πλάτων στο «Συμπόσιόν» του. Συγγράφουμε, διότι έχουμε την προσδοκία να «γεννήσουμε» αθάνατα πνευματικά τέκνα, τα οποία θα κατευθύνουν την διανοητική πορεία της ανθρωπότητας μετά και το δικό μας τέλος.

Ιδιαίτερη, επιπλέον, σχέση φαίνεται να έχει ο ποιητής με την γυναίκα και τον Θεό. Με έκδηλο τρόπο ο συγγραφέας ιεροποιεί ένα γυναικείο πρόσωπο με το οποίο έρχεται σε λεκτική συνδιαλλαγή και το οποίο τον καθοδηγεί στο όνειρό του. Το δε θεολογικό υπόβαθρο του ποιητή καθίσταται εμφανές, όταν, χάριν λόγου, παραθέτει αντίφωνα που ψάλλονται την Κυριακή των Βαΐων, καθώς και την Μεγάλη Πέμπτη και τα προσαρμόζει ομαλώς στα λογοτεχνικά συμφραζόμενα του έργου του. Παράλληλα, ο συγγραφέας θεολογεί κατά την διάρκεια του ξετυλίγματος των σκέψεών του, ήγουν συνομιλεί με το επέκεινα τοποθετώντας τον Θεό ως Κύριο του άδηλου. Όπως επισημαίνει ρητά, «Η καινούργια αρχή μετά το τέλος […] αυτό θα πει Θεός». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δύο αντιτιθέμενες έννοιες της αρχής και του τέλους συζευγνύονται άριστα μεταξύ τους, ώστε να μην μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ποια, ακριβώς, είναι η αρχή και ποιο το τέλος. Εξάλλου, ποιος μπορεί με σιγουριά να αρνηθεί την άποψη ότι η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή; Τα ζητήματα αυτά, με την αφορμή των οποίων ο αναγνώστης ανακαλεί και τα περίφημα αντιθετικά ζεύγη των Πυθαγορείων, απασχολούν έντονα τον Σπηλιωτόπουλο. Θεόπλουτη και εξηγητική, ίσως, της σκέψης τού Σπηλιωτόπουλου είναι η ακόλουθη φιλοσοφική και θεολογική τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου (Κ. Τσάτσος, «Αφορισμοί και Διαλογισμοί», τόμ. 2, Αθήνα 2009, τρίτη έκδοση, σελ. 172):

«Γιὰ ὅποιον πάει μὲ τὴ σκέψη του ὥς τὴν ἄκρη, μιὰ μόνο λύση ὑπάρχει: ὁ Θεός· καὶ ἄλλη δὲν ὑπάρχει. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ στοὺς αἰῶνες».

Σύντομη, τώρα, μνεία είναι απαραίτητο να γίνει στην φαντασία του ποιητή. Ο M. De Montaigne στο περίφημο «Περί της δύναμης της φαντασίας» εικοστό πρώτο δοκίμιό του, που συμπεριλαμβάνεται στον πρώτο τόμο των «Δοκιμίων» του, αρχίζει την ανάλυσή του με την κάτωθι λατινική φράση: «fortis imaginatio generat causam», δηλαδή «η ισχυρή φαντασία γεννά γεγονός», όπως το μεταφράζει εύστοχα ο Δρακονταειδής. Πράγματι, ο Σπηλιωτόπουλος διαθέτει το σπάνιο χάρισμα όχι, απλώς, να δίνει στο κοινό του ρεαλιστικούς ανθρωπότυπους, αλλά και να πλάθει κόσμους ολόκληρους. Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Λευκάμπελος» ο αναγνώστης μεταφέρεται συνειρμικά σε ακρογιαλιές ή και απόκοσμα μέρη, ενώ συνυπάρχουν εντός της διανοίας του το καθημερινό με το υπερκαθημερινό, ήτοι η απτή και η εν δυνάμει πραγματικότητα. Τούτο, δε, το στοιχείο της δυνατολογίας, παρουσιαζόμενο υπό την φροντίδα της ποιητικής έμπνευσης, καθιστά την γραφίδα του Σπηλιωτόπουλου μοναδικά φιλοσοφική.

Ολοκληρώνω αυτήν την σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση, τονίζοντας πως η προσπάθεια του Σπηλιωτόπουλου υπήρξε αξιέπαινη, αφού ο ποιητής κατόρθωσε με το εγχείρημά του αυτό να αναδείξει άγνωστες μέχρι σήμερα αρετές του. Φρονώ πως ο συγγραφέας διαθέτει πλούσια φαντασία, βαθύψυχο λυρισμό και σπάνια ικανότητα τόσο να μεταπλάθει το ατομικό βίωμα σε ποίηση, όσο και να το σχολιάζει υπό πρίσμα συμπαντικό και γνήσια θεϊκό, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο το ένα και σπουδαιότατο απάντων ερώτημα, δηλαδή αυτό του Θεού. Ο ποιητής οφείλει να συνεχίσει να γράφει, να δοκιμάσει εκ νέου τις δυνάμεις του στον χώρο της ποίησης, και, γιατί όχι, να πειραματιστεί και με άλλα ποιητικά ρεύματα, διατηρώντας, φυσικά, τον αυθορμητισμό της σκέψης του. Συν τοις άλλοις, αξιολογότατο είναι και το ταλέντο του στην πεζογραφία, το οποίο θα πρέπει να αναδείξει ακόμα περισσότερο.

Κλείνω, τώρα, την διάλεξη, παραπέμποντας στα «Λακωνικὰ Ἀποφθέγματα» του Πλουτάρχου, όπου ο Αρχίδαμος του Αγησιλάου κατηγορεί τον περιώνυμο ιατρό της εποχής, Περίανδρο, διότι ο δεύτερος, γράφοντας χαμηλού επιπέδου ποίηση, θυσιάζει για χάρη του καπρίτσιου του την δόξα του εξαιρετικού ιατρού, προκειμένου να αποκτήσει την φήμη ενός κακού ποιητή. Με τα λόγια του Πλουτάρχου (Πλουτ. Ἀποφθ. 20.3): 

Περιάνδρου δὲ τοῦ ἰατροῦ ἀξιολόγου κατὰ τέχνην ὄντος καὶ ἐπαινουμένου ἐς τὰ μάλιστα, φαῦλα δὲ ποιήματα γράφοντος, «τί δήποτε, ὦ Περίανδρε», εἶπεν, «ἀντὶ χαρίεντος ἰατροῦ κακὸς ποιητὴς καλεῖσθαι ἐπιθυμεῖς;»

Πρεσβεύω, λοιπόν, πως στην περίπτωση του Σπηλιωτόπουλου ισχύει κάτι διαφορετικό: ο διακεκριμένος αυτός επιστήμων, αποφασίζοντας να γράψει ποίηση, δεν μειώνει την καλή φήμη του προτέρου βίου του, αλλά την ενισχύει έτι περαιτέρω. Τον ευχαριστώ για την τιμή και εύχομαι να συνεχίσει να μας μυεί στην λογοτεχνικότητα του στοχασμού του. Σας ευχαριστώ.

Σταύρος Αναστασόπουλος