*Διαβάζεται υπό τη συνοδεία του
La la land
Mia and Sebastian’s Theme
(Arr. Bouchard for Cello and Orchestra*)
Τι νύχτα όμορφη, τι πράγματα πλασμένα για παραμύθια. Για αυτά τα βράδια ο Φραντς θα ‘δινε και τη ζωή του. Με κλεισμένες τις υποθέσεις του, με διευθετημένα ένα σωρό μικροζητήματα. Και την πολιτεία, εκεί έξω – μπορείς να την δεις από το παράθυρό σου την Κυριακή που ολοένα και περισσότερο κρυώνει – την πολιτεία ειρηνική και πρόσχαρη και γοητευτική με πράσινα και κίτρινα και κόκκινα φώτα. Για κανέναν κίνδυνο δεν ανάβουν, μόνο για να φωτίσουν τον δρόμο στον διαβάτη που απορροφημένος από τις σκέψεις του, ψάχνει τον εαυτό του.
Κοίταξε μια φορά από το παράθυρό του. Όλα εντάξει, ο καστανάς στη θέση του και όλες οι άλλες ειδικότητες της νύχτας. Ο μέθυσος και ο μοναχικός και ο δραπέτης, όλοι στις θέσεις του, σταθερές σε μια λυπημένη ζωγραφιά, αυτό είναι όλο. Πήρε το τσάι του που άχνιζε ακόμη και τότε γινήκαν όλα.
Ακούστηκε ένας θόρυβος στον τοίχο, κάτι υπόκωφο. Έπειτα και άλλος, και άλλος και γρήγορα ο Φραντς κατάλαβε πως κάποιος πολιορκούσε την πόρτα του. Ο κριός έκανε τη δουλειά του, η πόρτα έπεσε, κάτι οπλισμένοι τύποι, προφανώς μια διμοιρία εισέβαλε στο σαλόνι του. Πέταξαν μια χειροβομβίδα κρότου λάμψης, πήραν μπρος οι συναγερμοί της πυρκαγιάς, ο Φραντς πανικοβλήθηκε. Κάποιος από τους σιδερόφραχτους ιππότες τον πλησίασε, θεέ μου , είπε, τι τέλος! Ο στρατιώτης διάβαζε κάτι με μια ξύλινη, παγωμένη φωνή, με μια φωνή που δεν ήταν δική του μα μια φωνή καμωμένη από όλες τις κραυγές του κόσμου. Ο Φραντς κατάλαβε πως λίγο πολύ του διάβαζε τις κατηγορίες που θα του απαγγέλλονταν μετά στην αίθουσα του δικαστηρίου. Μα για ποιο λόγο άραγε, τι έκανε, πώς διάφυγε της προσοχής του μια πράξη τόσο ποταπή και αισχρή; Είναι έτοιμος να πληρώσει για όλα, μα θα πρέπει να ξέρει τον ακριβή λόγο της σύλληψης. Ο στρατιώτης συνεχίζει, βάζει τελεία, αρπάζει τον Φραντς και τον δένει πισθάγκωνα. Έπειτα τον αναλαμβάνει κάποιος άλλος, δεν περπατά, μόνο πετά από στρατιώτη σε στρατιώτη, σαν τον πρώτο χορευτή στο κρεσέντο της μπαλάντας που βγαίνει απόψε στη σκηνή. Ας πούμε πως βολεύεται στο φορτηγάκι της υπηρεσίας. Αυτό λοιπόν – σε μια ιστορία θα πρέπει κανείς να μην χάνει τον ειρμό του, αλλιώς κάτι ξαστοχίζει και όλα γίνονται μια φτηνή κριτική – σπινιάρει, μυρίζει τα λάστιχά του, φορεί ένα κατάμαυρο σακί με μια μικρή οπή στο ύψος του στόματος. Για προφανείς λόγους, για προφανείς. Το αμάξι παίρνει τις στροφές ταχύτατα, μες στην καρότσα υπάρχει ένα φτυάρι, ένα φανάρι νυχτός, μια παλλόμενη καρδιά που χρησιμοποιείται, άγνωστο για ποιον λόγο, στα έργα της οδοποιίας το πιθανότερο. Αφού για κανέναν άλλο λόγο κανείς δεν σταματά την ξέφρενη πορεία του, το κράτος επανέφερε τις καρδιές που όσο να πεις, έτσι όπως διψάμε για έρωτα, συνιστούν μια εγγύηση αποτελεσματικότητας.
Το φορτηγάκι τον ξέρασε στο κέντρο. Μα πώς το κατάλαβε; Του βγάλανε το σακί και είδε το μέγαρο της ασφάλειας. Ω, τι ωραίο και μεγάλο κτίριο, κύριε, μες στη στοά του διαθέτει λογιών μαγαζιά, ένα παιχνιδάδικο, ένα μοδιστράδικο, το ζαχαροπλαστείο “Eternity” και τον ωρολογοποιό, άνεργο και φουκαρά αφού δεν έχει να διορθώσει τίποτε πια στην υπόθεση του χρόνου. Τον σέρνουν μες στους διαδρόμους, κάποιοι φωνάζουν, η γλώσσα τους είναι άγνωστη, περνούν από σημεία ελέγχου, παραβάν, εξεταστές, ασφαλίτες, ταγματασφαλίτες, σαν το δικό μας, ενδημικό προϊόν που απαντάται όμως παγκοσμίως ως ένας φορέας τήρησης των ισορροπιών.
Και δίχως χρονοτριβή να τος που στέκει ενώπιον των δικαστών. Βρίσκονται τόσο ψηλά που με το ζόρι μπορεί να τους διακρίνει πίσω από το έδρανο. Ο συμβολισμός ξεπερνά τις αναλογίες και επικρατεί, αυτό είναι τέχνη συλλογίζεται ο Φραντς και παραδίδεται στον φόβο του. Ο δικαστής απαγγέλλει τις κατηγορίες, ο Φραντς, πρώτα ευγενικά, έπειτα κάπως υστερικά, σαν να μιλά η ανθρώπινη ιστορία ζητάει διευκρινίσεις. Όλο το μέρος μυρίζει φρέσκο μελάνι και δεν υπάρχει τίποτε χρωματιστό.
Τότε ο Φραντς, κατανοεί την παρεξήγηση και βάζει τα γέλια. Κατάλαβα, νομίσατε πως είμαι ο άλλος, του βιβλίου, ο κατηγορούμενος. Καλά το φαντάστηκα. Και άργησα δηλαδή, να σας μιλήσω για αυτήν την , πώς να την πω, την επαναλαμβανόμενη παρεξήγηση. Μου συμβαίνει δώδεκα φορές το χρόνο, μία κάθε μήνα, τώρα πια το περιμένω ήρεμος να συμβεί, νωρίτερα χρειάστηκα μια αγωγή με ισχυρότατα φάρμακα. Τότε έβαλα και την πόρτα ασφαλείας και κλείστηκα στον εαυτό μου. Δεν θα βγω ποτέ είπα, ύστερα ένας μέθυσος κάτω στον δρόμο, σκότωσε ειρηνικά έναν δραπέτη, ο καστανάς τα είδε όλα, κέρασε κάστανα τους αστυνομικούς, είχαν όλη τους μια τίμια, ζεστή βραδιά ανάμεσα σε παλικάρια του κράτους. Και εγώ περίμενα τη μέρα, τον κριό, τους στρατιώτες, την παγωμένη φωνή, όλα τα περίμενα και ακόμη, όσα δεν θα έρθουν ποτέ. Είχα κανονίσει μια συμφωνία με τον ξυλουργό και κάθε φορά μου έφτιαχνε την πόρτα αφού τακτοποιούσα τα κιτάπια του και έβαζα σε τάξη τους αριθμούς. Ζύγιζα την ξυλεία μες στη βροχή και αρρώσταινα και πέθαινα εν αγνοία μου. Συνεπεία της παρεξήγησης αναγκάστηκα να διαθέτω κάθε μήνα ένα σοβαρό κονδύλι για την αναστύλωση της πόρτας. Φαντάζομαι πως το ίδιο ζήτημα θα συμβαίνει και με τους κριούς, τόσες πολιορκίες, τόσες γκρεμισμένες άμυνες, στα εργοστάσια που κατασκευάζονται οι εργάτες θα υπερβάλλουν εαυτό μες στα πλαίσια της πρόθυμα ασκούμενης, υπερεργασίας τους. Δηλώνω αθώος και μάλιστα θύμα παρεξηγήσεως. Και πως πρώτη φορά το ζήτημα έφθασε ως εδώ. Λοιπόν, προσέξτε κύριοι, η υπομονή μου σώνεται και αν το πράγμα εκτραχυνθεί μπορεί να μεταμορφωθώ σε ένα μοναδικής ισχύος, πολιορκητικό έντομο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μπορεί να κάνει κάποιος που γυρεύει το δίκιο του.
Οι μολυβένιοι δικαστές χειροκρότησαν εγκάρδια. Ήταν ομολογουμένως μια ωραία παράσταση. Ο πρωταγωνιστής διέθετε σπάνια στόφα. Κύριε Κάφκα, αυτή η συνωνυμία δεν συνιστά καθόλου παρεξήγηση. Μα την ποινή σας την ίδια, κύριε. Και αυτό σε εμάς τουλάχιστον, αρκεί.
Τ’άλλο πρωί το όνειρο τον είχε καταβάλλει είναι η αλήθεια. Μα έπρεπε να πάει ως τον σταθμό για τη βάρδιά του. Ο Μπρικ δεν θα τον άλλαζε με τίποτε, όχι τουλάχιστον δίχως ένα ακριβό αντάλλαγμα. Δεν τον χωνεύει καθόλου τον Μπρικ, η λέξη του θυμίζει εκείνο τ’απαίσιο έδεσμα, το στόμα του πικραίνεται. Σίγουρα θα του πει, “κύριε Κάφκα, έχετε τα χάλια σας. Μήπως είχατε καμιά Δίκη να διεκπεραιώσετε;” Και θα γελάσει με αφορμή τη συνωνυμία που στάθηκε η αφορμή για μια ιστορία με τέλος αδιάφορο. Πρέπει να πάρουν όλα ένα τέλος και άλλωστε είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε πια για ποιο πράγμα σας μιλώ.
Α.Θ