“Ο Γκρεμός” τού Κολομβιανού Φερνάντο Βαγιέχο και “Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ” τού Σαλβαδοριανού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια: δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της νέας λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας τής βίας

 

 

 

“Ο Γκρεμός” τού Κολομβιανού Φερνάντο Βαγιέχο και “Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ τού Σαλβαδοριανού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια: δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της νέας λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας τής βίας

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας

 

Τα ιστορικά και λογοτεχνικά προηγούμενα τής βίας στη Λ. Αμερική

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη έχει βιώσει τον απόλυτο τρόμο και βρίσκεται πλέον σε μια κατάσταση σκεπτικισμού – σίγουρα μεγαλύτερης εγρήγορσης – απέναντι στα κάθε είδους Μεγάλα Αφηγήματα1 και τις μεγαλόσχημες υποσχέσεις. Σε επίπεδο Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας, ο ευρωπαϊκός Υπαρξισμός έχει αναλάβει τον ρόλο τής απελευθέρωσης του ανθρώπου από τις ψυχολογικές εξαρτήσεις τού παρελθόντος και της χειραφέτησής του μακριά από θεούς κι ανύπαρκτες ουτοπίες. 

Ο Υπαρξισμός θ’ αφήσει το στίγμα του και στη Λατινική Αμερική, αλλά μ’ έναν πιο επιφανειακό και λιγότερο επιδραστικό χαρακτήρα: συγγραφείς όπως ο Ουρουγουανός Χουάν Κάρλος Ονέτι (1909 – 1994) κι οι Αργεντινοί Ρομπέρτο Αρλτ (1900 – 1942) κι Ερνέστο Σάμπατο (1911 – 2011), συλλαμβάνουν από νωρίς τα δυσοίωνα κι ανησυχαστικά σημάδια που έρχονται από κάθε τομέα τής ζωής στη Λατινική Αμερική και προτείνουν αυτό που αλλού ονομάσαμε ένα είδος πρώιμης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας τής απομάγευσης.2

Ωστόσο, η Λατινική Αμερική δεν θα θελήσει να παραιτηθεί τόσο εύκολα από την ουτοπία. Ίσως επειδή δεν έχει ζήσει τη φρίκη τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον βαθμό που τη βίωσε η Ευρώπη. “Μια ήπειρος για την οποία ήταν πάντα τόσο εύκολο το τράβηγμα της σκανδάλης και στην οποία οι ανθρωπιστικές αξίες, στην πιο ηρωική τους εκδοχή, βρήκαν πάντα φιλόξενο έδαφος.” Έτσι περιέγραψε κάποτε τη Λατινική Αμερική ο Έρικ Χόμπσμπομ (1917 – 2012).3 Η Λατινική Αμερική θα επιχειρήσει να κατακτήσει τον σοσιαλισμό και τη χειραφέτηση του ανθρώπου, πρώτη φορά με την Κουβανική Επανάσταση (1959) και το κύμα των επαναστατικών κινημάτων που θα εμπνευστούν απ’ αυτήν κατά τη δεκαετία τού ’60 κι αργότερα, κατά τη δεκαετία τού ’80, αυτήν τη φορά με επίκεντρο τις χώρες τής Κεντρικής Αμερικής. 

Και στις δύο περιπτώσεις, το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα μεγάλο για τις Η.Π.Α., οι οποίες θα κινητοποιήσουν άφθονους πόρους ώστε ν’ αποτρέψουν πάση θυσία κάθε ενδεχόμενο επιτυχίας τέτοιου είδους σοσιαλιστικών εγχειρημάτων, ακριβώς στην ‘πίσω αυλή τους.’4 Ακόμη κι αν η Κουβανική Επανάσταση ή η Επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα κατάφεραν να επιβιώσουν – παρότι βέβαια αμφότερες με τις γνωστές παράπλευρες απώλειες, μεταλλάξεις και στρεβλώσεις, – κατά τη δεκαετία τού ’90, μετά και την πτώση τής Σοβιετικής Ένωσης, γίνεται πλέον σαφές ότι η γενικότερη προσπάθεια επαναστατικού μετασχηματισμού των κοινωνιών τής Λ. Αμερικής έχει ‘αποτύχει’, πολύ απλά διότι έχει πνιγεί στο αίμα από τις Η.Π.Α. και τον πολυπλόκαμο μηχανισμό τρόμου και βίας που αυτές έχουν εγκαταστήσει στις ταλαίπωρες χώρες τής περιοχής.

Αρχικά η βία στη Λ. Αμερική είναι ξεκάθαρα ιδεολογικο-πολιτικού χαρακτήρα˙ κύριος υπαίτιος δε για τη διαρκή αναμόχλευση και διαιώνισή της είναι οι Η.Π.Α. Από τη δεκαετία τού ’80 και μετά, ωστόσο, παύει να έχει τα διακριτά αίτια του παρελθόντος και γίνεται πλέον ενδημική˙ παράλογη (εάν μπορεί ποτέ η βία να είναι και ‘λογική’)˙ σε κάθε περίπτωση, γίνεται ‘δυσανάγνωστη,’ ‘δυσερμήνευτη,’ υπό την έννοια ότι πλέον “τα μέσα παραγκωνίζουν τον σκοπό.”5

Ακόμη χειρότερα, στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Γουατεμάλα, στην Κολομβία και αλλού, από ένα σημείο και μετά αποδείχθηκε ότι οι μεγάλες μάζες τού πληθυσμού ‘αγκάλιασαν’ κι αυτές σταδιακά τη βία και την ανήγαγαν στον κυρίαρχο τρόπο τής καθημερινότητάς τους, πολύ πέρα από τους ιδεολογικούς χρωματισμούς τού παρελθόντος που την είχαν προσδιορίσει. Περισσότερο ίσως από οπουδήποτε αλλού, στη Λ. Αμερική αποδεικνύεται μεγαλοπρεπώς η καθολική ισχύς τού όρου τής Χάνα Άρεντ ‘η κοινοτοπία τού κακού.’ Για το ότι το Κακό τελικά κυριάρχησε πανηγυρικά (και) στη Λ. Αμερική, υπεύθυνοι υπήρξαν και οι ‘απλοί, καθημερινοί άνθρωποι,’ οι οποίοι, μετά τον θάνατο της ιδεολογίας, μετατράπηκαν – οικειοθελώς στις περισσότερες περιπτώσεις – σε “υπαλλήλους ενός μηχανισμού εξολόθρευσης, του οποίου το μέγεθος τους υπερέβαινε. Έγιναν κι αυτοί ‘μέρος’ τού Κακού.” 6

Δεν ισχυριζόμαστε βεβαίως εδώ ότι οι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί κι ιδεολογικοί παράγοντες δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο, ότι δεν ισχύουν μέχρι και σήμερα ή ότι δεν υπήρξαν καθοριστικοί για την έκρηξη και την παγίωση της βίας στη Λ. Αμερική˙ δεν αρνούμαστε ότι η απάνθρωπη εκμετάλλευση, η βαθιά αδικία, η φτώχεια που επέβαλαν ήδη από την ισπανική κατάκτηση και μετά οι άρχουσες τάξεις κατά των λαϊκών μαζών υπήρξαν τα βασικά αίτια της εκδήλωσης της βίας στη Λ. Αμερική κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα˙ ή ότι η έκρηξη των επαναστατικών κινημάτων κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα δεν υπήρξε δικαιολογημένη˙ αντιθέτως, υποστηρίζουμε ότι αφ ης στιγμής τα κινήματα αυτά πνίγηκαν στο αίμα ή δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν τον περιπόθητο κοινωνικό μετασχηματισμό που είχαν υποσχεθεί, λόγω και των δικών τους σοβαρών σφαλμάτων, η βία ‘θεσμοθετήθηκε’ στη Λ. Αμερική κι οι ευρείες λαϊκές μάζες την υιοθέτησαν κι αυτές ή απλώς συνήθισαν κι εθίστηκαν σ’ αυτήν με τον καιρό, μην μπορώντας – ή μην θέλοντας – να φανταστούν κάποιον εναλλακτικό τρόπο ζωής, χωρίς καθόλου βία.

Με τις αλλεπάλληλες γενοκτονίες και τις εκστρατείες μαζικής εξολόθρευσης που συντελέστηκαν στη Γουατεμάλα, την Κολομβία, το Ελ Σαλβαδόρ κι αλλού, οπωσδήποτε δεν είναι πλέον εύκολο να είναι κανείς ιδιαίτερα ιδεολόγος ή αισιόδοξος. Ο ουμανισμός περιήλθε σε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις του ιστορικά. Τα ίδια τα γεγονότα ήταν αυτά που κατέστησαν αδύνατη την οποιαδήποτε συζήτηση – στη Λ. Αμερική αλλά και σ’ όλον τον πλανήτη – περί μιας ιστορίας τού ‘Πνεύματος,’ όπως θα την επιθυμούσαν οι ιδεολόγοι τού Διαφωτισμού˙ το ίδιο το μέγεθος των εγκλημάτων – τα ακραία επίπεδα στα οποία έφτασε το Κακό –  υπήρξαν τέτοια, που η ίδια η Ιστορία είχε απομείνει πλέον χωρίς ‘Υποκείμενο,’ τον παράγοντα εκείνο δηλαδή που θα μπορούσε ίσως να γεννήσει και το οποιοδήποτε ‘Πνεύμα’.7 Γι’ αυτό κι ο Γουατεμαλτέκος Ροδρίγο Ρέι Ρόσα (1958 – ), στο μυθιστόρημά του Το Ανθρώπινο Υλικό [El Material Humano] (2009) υιοθετεί την ψυχρή, κυνική τεχνική τού ‘αρχείου’: ο κεντρικός του ήρωας έρχεται απρόσμενα σ’ επαφή με την πιο απερινόητη βία, όταν από μια ισχυρή έκρηξη, πολύ κοντά στην Πόλη τής Γουατεμάλας, αποκαλύπτεται το τερατωδών διαστάσεων και περιεχομένου αρχείο τής διαβόητης Εθνικής Αστυνομίας τής Γουατεμάλας και το ατενίζει σαν αμέτοχος παρατηρητής, ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό, σαν κομμάτι μιας καθημερινότητας που έχει προ πολλού εθιστεί στην πιο ακραία βία.8 Γουατεμάλα σημαίνει ούτως ή άλλως “μια ιδιαίτερα πολύπλοκη κατάσταση,” η δε αποκτήνωση της συγκεκριμένης χώρας αποτελεί κάτι το ενδογενώς κι εξωγενώς δεδομένο, κάτι που είναι μεν προσδιορισμένο από τους ανθρώπους, αλλά την ίδια στιγμή και πολύ πέρα από τον έλεγχό τους. Οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν γίνει πλέον κυνικά αδιάφοροι απέναντι στη βία: έχουν αποκτηνωθεί κι οι ίδιοι.9 Η βία ποτέ δεν είναι κάτι το μηχανιστικά, το εξωγενώς δοσμένο. Υπάρχει μόνο ως η εξωτερίκευση ενός εγγενούς ανθρώπινου χαρακτηριστικού, ως το απείκασμα ενός ψυχολογικού γνωρίσματος των ανθρώπων πάνω στο μόρφωμα εκείνο που αποκαλούμε κοινωνία˙ η κοινωνία είναι εξ ορισμού δημιούργημα του ανθρώπινου όντος˙ το αντίθετο είναι ο ορισμός τής μεταφυσικής˙ κι η μεταφυσική δεν θα πρέπει να μας απασχολεί όταν μιλάμε για κάτι το τόσο πραγματικό και απτό όσο η ανθρώπινη βία.  

Τα αποτελέσματα της βίας και της ματαίωσης της επανάστασης: μια λογοτεχνία τής βίας γεννιέται στη Λ. Αμερική

Μετά λοιπόν κι από τις αποτυχημένες επαναστατικές απόπειρες στην Κ. Αμερική κατά τη δεκαετία τού ’80, η απομάγευση εγκαθίσταται για τα καλά στην καθημερινότητα των ανθρώπων,10 αυτήν τη φορά όμως όχι υπό μία ρομαντική ή καθαρά λογοτεχνική έννοια αλά Ονέτι ή Αρλτ αλλά, θα έλεγε κανείς, στην πιο υλική της μορφή, αυτήν που πονάει βαθιά το ίδιο το βιολογικό σώμα, βιωματική, υπαρξιακή.

Η απομάγευση αυτή είναι καθολική: καταγράφεται ένθεν κακείθεν, δεν γνωρίζει πλέον από ιδεολογικούς διαχωρισμούς. Μυθιστορήματα της νέας αυτής τάσης γράφονται και από συγγραφείς που έχουν θητεύσει στον χώρο τής επαναστατικής αριστεράς: ο Γουατεμαλτέκος Μάρκο Αντόνιο Φλόρες (1937-2013), ήδη από το 1976, γράφει τους Συντρόφους [Los Compañeros], βιβλίο το οποίο πρόκειται να εμπνεύσει τις μετέπειτα γενιές των λατινοαμερικανών συγγραφέων, οι οποίοι κάποια στιγμή στη ζωή τους πίστεψαν στο επαναστατικό όραμα, ενδεχομένως ενεπλάκησαν ενεργά στην επαναστατική διαδικασία, αλλά ένιωσαν ότι τελικά διαψεύσθηκαν κι απέκτησαν έκτοτε μια στάση έντονου σκεπτικισμού ως προς τις δυνατότητες του ανθρώπινου ζώου να μεταμορφωθεί ριζικά, ειδικά μέσω της πολιτικής δράσης και της ιδεολογίας. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αυτής της γενιάς των συγγραφέων είναι ο Σαλβαδοριανός Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια (1957- ).11 Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των συγγραφέων αυτής της νέας απομάγευσης πάντως είναι μια καινοφανής για τα δεδομένα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας αισθητική, η οποία τροφοδοτείται από τη γενικότερη δυσαρέσκεια και τη δυσθυμία που έχει επικρατήσει από το τέλος τού 20ού αιώνα και μετά στη Λ. Αμερική.12

Πρόκειται για μια λογοτεχνία η οποία τοποθετείται ακριβώς στον αντίποδα τού πιο διάσημου κινήματος τής λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, του μαγικού ρεαλισμού κι όλων των εκδοχών του (όπως της θαυμαστής πραγματικότητας του Κουβανού Αλέχο Καρπεντιέρ): η λατινοαμερικάνικη πραγματικότητα δεν αφήνει πια κανένα περιθώριο για περιττούς εξωραϊσμούς, μελοδραματικούς συναισθηματισμούς, γλυκανάλατους φολκλορισμούς κι εξωτισμούς, ανεδαφικές εξιδανικεύσεις και λοιπούς ποιητικούς αισθητισμούς˙ οι νέοι συγγραφείς υιοθετούν τον ωμό ρεαλισμό, μια αμιγώς υποκειμενική και άκρως κριτική ματιά, η οποία ανατέμνει μια κυριολεκτικά εφιαλτική πραγματικότητα, χωρίς ν’ αναζητά πλέον κάποια νέα ρομαντική διαφυγή ή ελπίδα. Αρνούνται να προσφύγουν σε νέες πομπώδεις λέξεις κι οράματα,13 αλλά αντιθέτως, κατακεραυνώνουν τη νέα πραγματικότητα της βίας σε όλες της τις εκφάνσεις, χρησιμοποιώντας ως κύρια όπλα τους την ίδια τη βία (οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος), τη γλώσσα των δρόμων, των συμμοριών και του υποκόσμου, την ειρωνεία, την υβριστική διάθεση εναντίον όλων ανεξαιρέτως.

“Η λατρεία τής βίας ξεκινάει από τη γλώσσα.”14 Γι’ αυτό κι ο Κολομβιανός Φερνάντο Βαγιέχο (1942- ) δημιουργεί ένα ολόκληρο προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο θα μπορούσε να αποκληθεί και ρητορική τής υπερβολής,15 υπό την έννοια ότι επιτίθεται με μένος ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, εναντίον κάθε παραδείγματος, γλωσσικού, κοινωνικού, πολιτικού, φιλοσοφικού, ηθικού και στους φορείς τους, ανθρώπους και θεσμούς˙ βάλλει εναντίον κάθε πολιτικού συστήματος, κατά της έννοιας του έθνους, του κράτους και των νόμων, της θρησκείας και κυρίως της οργανωμένης Καθολικής Εκκλησίας και του Πάπα, εναντίον της επιστήμης και των γιατρών, κατά της ίδιας της Ιστορίας και του ανθρώπινου είδους, κατά του θεσμού τής οικογένειας και κυρίως της μητριαρχικής, κατά της βιολογικής αναπαραγωγής και της ανάγκης διαιώνισης του ανθρώπινου ζώου. Όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος μ’ έναν συγγραφέα σαν τον Βαγιέχο έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται ενώπιον μιας λογοτεχνίας η οποία χρησιμοποιεί τη βία για να επιτεθεί στη βία˙ μιας λογοτεχνίας, η οποία έχει θέσει ως βασικό της στόχο την εκμηδένιση τής γνωσιακής, ηθικής, πολιτικής και φιλοσοφικής ‘κληρονομιάς’ τού Διαφωτισμού.16 Και υπ’ αυτήν την έννοια, όλο αυτό το σύγχρονο λογοτεχνικό ρεύμα, το υπό διαμόρφωση ακόμη, του οποίου ίσως ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο Βαγιέχο, εντάσσεται στην ευρύτερη μεταμοντέρνα έκρηξη που σημάδεψε τις τελευταίες δεκαετίες τού 20ού αιώνα και ακόμη βρίσκεται εν εξελίξει.

Πρόκειται για τη λογοτεχνία της βίας, τη σικαρέσκα,17 τη ναρκο-λογοτεχνία. Πληθώρα ευφάνταστων ονομάτων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν ένα φαινόμενο οποίο, ακριβώς επειδή ακόμη διαμορφώνεται, παραμένει εν πολλοίς ακατάτακτο κι αταξινόμητο λόγω της δυναμικής και της πολυμορφίας του. Το 1994 ο Βαγιέχο γράφει το πιο γνωστό του μυθιστόρημα, το Η Παρθένος των Πληρωμένων Δολοφόνων18 [La Virgen de los Sicarios], βιβλίο-σταθμό τής λογοτεχνίας τής βίας. Το ‘πατρόν’ το έχει προσφέρει όμως λίγο πιο πριν, ο επίσης Κολομβιανός Αλόνσο Σαλασάρ: συγκεκριμένα το 1990, με το μυθιστόρημά του Δεν θα Μείνουμε Εδώ για Πάντα [No Nacimos Pa’ Semilla]. Με το μυθιστόρημα αυτό, ίσως για πρώτη φορά η Κολομβία αντιλαμβάνεται ότι η μέχρι τώρα στρατηγική της, κατ’ αρχάς ν’ αναλύει τα αίτια της βίας και μέσω αυτής της ανάλυσης να ελπίζει ότι θα την εξαλείψει, ίσως δεν είναι η ενδεδειγμένη˙ κάθε τέτοια ανάλυση αιτίων-αποτελεσμάτων νομοτελειακά θα βρεθεί προ αδιεξόδου, όταν θα κληθεί ν’ αντιμετωπίσει το παράδοξο φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο οι ίδιοι οι αυτουργοί τής βίας είναι ταυτόχρονα και τα θύματά της˙19 και το αντίστροφο: ότι πολύ συχνά – και μάλιστα οικειοθελώς, όπως ήδη σημειώσαμε – τα ίδια τα θύματα μετατρέπονται στους θύτες˙ κάτι το πολύ βαθύτερο βρίσκεται σε λειτουργία σε σχέση με την ενδημική, ανυποχώρητη, διαρκώς εντεινόμενη βία κι αυτό το κάτι δεν υπακούει προφανώς στις παραδοσιακές αναλυτικές μας μεθόδους˙ η νέα λατινοαμερικανική λογοτεχνία τής βίας κατανοεί αυτό το βασικό μεθοδολογικό λάθος κι επιχειρεί να προσεγγίσει τη βία εκ των έσω, δίνοντας φερειπείν φωνή στους ίδιους τούς εφήβους-sicarios που στελεχώνουν τις αναρίθμητες συμμορίες κι εγκληματικές οργανώσεις των μεγάλων πόλεων της Κολομβίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ειδυλλιακή, μαγική και θαυμαστή εικόνα τής Λ. Αμερικής από την Κουβανική Επανάσταση και μετά,20 όπως αυτή είχε αποτυπωθεί στο έργο συγγραφέων σαν τον Αλέχο Καρπεντιέρ, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Κάρλος Φουέντες κλπ., είναι σαφές ότι δεν μπορεί να περιγράψει ικανοποιητικά τη νέα λατινοαμερικανική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικά, στο μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο 2666 (2004), ο ‘Μακοντισμός’ καταλύεται άπαξ δια παντός στη Σάντα Τερέσα, τη μυθιστορηματική πόλη που δημιουργεί ο μεγάλος Χιλιανός συγγραφέας κατ’ αντιστοιχία τής Κομάλα τού Μεξικανού Χουάν Ρούλφο,21 μια πόλη η οποία πολύ πέρα απ’ οποιαδήποτε ρομαντική ή εξωτική εξιδανίκευση αναδίδει τώρα ένα και μόνο πράγμα: τον τρόμο μιας πανταχού παρούσας, παντοδύναμης, αναπόδραστης βίας που τα διαβρώνει όλα.22 Το, αναχρονιστικό πλέον, στερεότυπο μιας μυθικής, εξωτικής, ανοιχτής προς το αισιόδοξο μέλλον Λατινικής Αμερικής έχει αποκαθηλωθεί βιαίως, άπαξ δια παντός.23 Στη θέση του έρχεται τώρα μια λογοτεχνία συναισθηματικά φορτισμένη, διόλου επική, το κυρίαρχο φόντο τής οποίας είναι η έρημος24 κι όχι η οργιώδης ζούγκλα, ούτε η μυστηριακή ατμόσφαιρα των τελετουργικών των αυτόχθονων πληθυσμών.

Μπορεί να γίνει λόγος πλέον για έναν βρόμικο ρεαλισμό, – σ’ αντιδιαστολή με τον προκάτοχό του μαγικό ρεαλισμό, – για μία αισθητική τού κυνισμού, για την ύβρη ως αισθητική, για μία αισθητική τής απομάγευσης ή της πρόκλησης.25 Υπ’ αυτήν την έννοια, πράγματι είναι πολύ λογικό οι ‘πρόγονοι’ του νέου αυτού ρεύματος να πρέπει ν’ αναζητηθούν μάλλον στον υπαρξιακό ρεαλισμό ενός Ονέτι, ενός Αρλτ, ακόμη κι ενός Σάμπατο, με τη σημαντική σημείωση, ωστόσο, ότι ο ρεαλισμός των συγγραφέων τής λογοτεχνίας τής βίας δεν επιδιώκει κανέναν απολύτως στόχο αισθητικής τάξης, δεν έχει κανέναν απολύτως ηθικό, φιλοσοφικό, αισθητικό ή άλλον ενδοιασμό, δεν επιζητεί κανέναν καθαγιασμό ή επιβεβαίωση από το αναγνωστικό του κοινό. Αφ ης στιγμής εξέλιπαν όλα τα Μεγάλα Αφηγήματα της ένοπλης πάλης και της πολιτικά δικαιολογημένης βίας26 και τη θέση τους πήραν η κριτική στάση, η αμφισημία, η απογοήτευση κι η νοσταλγία,27 πλέον ο μόνος ίσως προγραμματικός στόχος που θα μπορούσε να εντοπιστεί στη νέα λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι αυτός της αποτύπωσης της έμμεσης βίας, σύμφωνα με τον όρο τού Γουατεμαλτέκου συγγραφέα Ντάντε Λιάνο: μιας βίας δηλαδή, η οποία παρεισφρέει στο κείμενο υπογείως, με έμμεσους κι αλληγορικούς τρόπους, μιας βίας την οποία ναι μεν ο συγγραφέας νιώθει υποχρεωμένος ν’ αποκαλύψει, ωστόσο, τρόπον τινά αδυνατεί να το πράξει, ακριβώς διότι η βία αυτή είναι τόσο απερίγραπτα ακραία, που η γλώσσα δεν είναι ικανή να τη συλλάβει στις πραγματικές διαστάσεις και στη φρίκη της.

Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μορφής και περιεχομένου τής λογοτεχνίας τής βίας

Γι’ αυτό και η γλώσσα γίνεται χειμαρρώδης,28 αθυρόστομη, χυδαία, εσκεμμένα εριστική, στην προσπάθειά της ν’ αντικατοπτρίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά, ωμά, μια καθημερινότητα εμποτισμένη από τη βία και τη διάλυση: 

Όσο για την Τρελή,29 παρότι σιωπηρά κι όχι με λέξεις, όπως έκανε μ’ εμάς, το ξέρω, ότι από τα βάθη τής δηλητηριασμένης της καρδιάς και μάρτυς μου ο Θεός ότι είναι έτσι, διότι ο Θεός είδε και παρόλο που ο Θεός δεν ακούει, βλέπει, οπότε είδε, είδε ότι από τα βάθη τής καρδιάς της τον γαμούσε. Συγγνώμη και πάλι για τη λέξη, αλλά το παραδοσιακό “ιερόδουλης υιός” τού Δον Κιχώτη μετατράπηκε αργότερα στο “πουτανασγιός” ή “γαμιόλης” κι από κει πήγαμε και στο ομόρριζό του ρήμα “γαμάω,” που είναι κι ό,τι καλύτερο διαθέτει σήμερα η Κολομβία για να προσβάλει, για να μισήσει. Κολομβία, χώρα φτωχή, αλλά πλούσια σε μίσος.30

Τα πάντα γύρω έχουν διαλυθεί˙ βρίσκονται σε μια διαρκή κρίση και γι’ αυτό αναπαράγουν αενάως την ίδια την κρίση. Η γλώσσα αποτελεί ίσως την πιο πιστή και παραστατική εξωτερίκευση του εσωτερικού χάους και της σύγχυσης που βιώνει το, κατακερματισμένο πλέον ‘ά-τομο,’31 παρατηρώντας το χάος γύρω του˙ η γλώσσα λοιπόν δεν μπορεί παρά να εκφράζει με τη σειρά της τη βία και τη διάλυση που επικρατούν στο εξωτερικό επίπεδο. Γι’ αυτό και προσφεύγει σε κάθε δυνατό μέσο, προκειμένου ν αποτυπώσει κατ’ αρχάς την εξωτερική αταξία: τον λίβελο, την ιεροσυλία, την παρωδία, τη βλασφημία.32 Ολόκληρη η νουβέλα τού Σαλβαδοριανού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ είναι ακριβώς ένας τέτοιος κακεντρεχής λίβελος κατά της ιδιαίτερης πατρίδας τού συγγραφέα, του Ελ Σαλβαδόρ, όπως και κατά της έννοιας της πατρίδας και του έθνους γενικά. Μια άσκηση ύφους στα πρότυπα του Τόμας Μπέρνχαρντ, – του αρχιερέα τής παρωδίας, της ύβρεως και της προσβολής, – του αγαπημένου συγγραφέα τού κεντρικού ήρωα της νουβέλας Βέγκα, ο οποίος δεν είναι παρά το λογοτεχνικό alter ego τού ίδιου τού Μόγια στην Αηδία:

Όμως εγώ ούτε που τους έδινα σημασία και το μόνο πράγμα που παρατηρούσα ήταν ότι σε κάθε τους φράση προσέθεταν και τη λέξη κουράδα,33 μου είπε ο Βέγκα. Ποτέ μου δεν έχω δει κόσμο με περισσότερα σκατά στο στόμα του από τον κόσμο αυτής της χώρας, Μόγια, δεν είναι τυχαίο που η λέξη κουράδα είναι η κυριότερη κλισέ λέξη τους, στο στόμα τους δεν έχουν άλλη λέξη από τη λέξη κουράδα, όλο τους το λεξιλόγιο εξαντλείται στη λέξη κουράδα και τα παράγωγά της: αρχικουράδας, κουραδίζω, κουραδιά. Απίστευτο, Μόγια, αν το καλοκοιτάξεις από μια άλφα απόσταση, μια λέξη που σημαίνει ένα κομμάτι περιττώματος, μια χυδαία και σιχαμερή λέξη που σημαίνει ένα κομμάτι ανθρώπινου περιττώματος που βγαίνει με τη μία, η πιο πρόστυχη λέξη που είναι συνώνυμη της λέξης σκατό είναι αυτή που έχουν πιο γερά σφηνωμένη στο στόμα τους από οποιαδήποτε άλλη ο αδελφός μου και ο φίλος του το νεγροειδές, μου είπε ο Βέγκα.34

Όμως πατρίδα στη νέα αυτή λατινοαμερικανική λογοτεχνία είναι πρωτίστως η πόλη, τα σύγχρονα λατινοαμερικανικά αστικά τερατουργήματα που αναδύθηκαν μετά από έναν αιώνα άναρχης και βεβιασμένης ‘ανάπτυξης,’ πολέμου, τρομοκρατίας και βίας.

Και τι να πει κανείς για ‘κείνες τις τεράστιες κεφάλες των αποκαλούμενων επιφανών προσώπων τής πατρίδος, εκείνες τις τεράστιες και παραμορφωμένες μαρμάρινες κεφάλες που έχουν τοποθετηθεί κατά μήκος τού κάποτε γνωστού ως Νότιου Αυτοκινητόδρομου, εκείνες τις απαίσιες γκουμούτσες από μάρμαρο οι οποίες αναπαράγουν υποτίθεται τα πρόσωπα των αποκαλούμενων επιφανών προσώπων τής πατρίδος, εκείνες τις απαίσιες και  παραμορφωμένες κεφάλες οι οποίες είναι κοινώς γνωστές και ως Οι Φλίνστοουνς: μόνο μια τρωγλοδυτική νοοτροπία θα μπορούσε να έχει συλλάβει παρόμοιες γκουμούτσες, μόνο μια τρωγλοδυτική νοοτροπία και μάλιστα βγαλμένη από τα κόμικς μπορεί να θεωρήσει ότι εκείνες εκεί οι μαούνες αποτελούν γλυπτά κι ότι μάλιστα αξίζουν να εκτίθενται δημοσίως, κάτι το οποίο οπουδήποτε αλλού θα είχε θεωρηθεί μια φρίκη εδώ εκτίθεται με μεγάλο καμάρι. Είναι απίστευτο, Μόγια. Τα ονομάζουν “Οι Φλίνστοουνς” διότι και τα αποκαλούμενα επιφανή πρόσωπα της πατρίδος σίγουρα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από απλοί τρωγλοδύτες όπως ακριβώς κι οι χοντροκέφαλοι που τώρα σπαταλούν το χρήμα τού Κράτους βάζοντας τον κόσμο να φτιάχνει μνημεία και γλυπτά που απλώς και μόνο αποκαλύπτουν τον ολικό εκφυλισμό τού γούστου που τους χαρακτηρίζει, μου είπε ο Βέγκα, τα αποκαλούμενα επιφανή πρόσωπα της πατρίδος σίγουρα θα πρέπει να ήταν κάποιοι τρωγλοδύτες από τους οποίους κατάγεται κι η εγγενής ηλιθιότητα που μαστίζει αυτήν τη φάρα, μόνο το γεγονός ότι τα αποκαλούμενα επιφανή πρόσωπα της πατρίδος υπήρξαν κάποιοι τρωγλοδύτες εξηγεί τον γενικευμένο κρετινισμό που κυριαρχεί σ’ αυτήν τη χώρα.35

Η φτώχεια, η αδικία, η ιδεολογική πώρωση με όλη τη βία, την αμβλύνοια, την αποβλάκωση, την αδιαφορία και το κιτς που αυτές επιφέρουν, έχουν οδηγήσει στον γνωστό κεντροαμερικανικό και λατινοαμερικάνικο φαύλο κύκλο, ο οποίος ξεκινά από το ατομικό και ψυχολογικό επίπεδο και προβάλλεται στο εξωτερικό – δημιουργώντας τις γνωστές εκτρωματικές αστικές πληθυσμιακές συγκεντρώσεις που ονομάζονται λατινοαμερικανικές μητροπόλεις – για να επιστρέψει ξανά στο ατομικό και ψυχολογικό επίπεδο και να δημιουργήσει τελικά ένα απελπισμένο, κατακερματισμένο ‘ά-τομο,’ το οποίο πλέον περιφέρεται άσκοπα στους ακάθαρτους και δαιδαλώδεις δρόμους ενός ξένου προς αυτό και χαοτικού αστικού τοπίου,36 αυτού που κάποτε υποτίθεται πως υπήρξε η “πόλη” ή η “πατρίδα” του.

Βγήκα λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς, από την κόλαση του μέσα στην κόλαση του έξω̇, στη Μεντεγίν, το χοιροστάσιο της Εστρεμαδούρα, που το μετέφεραν αυτούσιο στον πλανήτη Άρη.

Για να δούμε, για να δούμε, τι είναι αυτό που βλέπουμε γύρω μας; Συντρίμμια και πιο πολλά συντρίμμια κι ανάμεσα στα συντρίμμια οι κατσίκες, όλη αυτή η τερατοθήκη που κατέλαβε την πόλη μου. Τίποτα δεν άφησαν, όλα τα γκρέμισαν, τους δρόμους, τις πλατείες, τα σπίτια και στη θέση τους κατασκεύασαν ένα Μετρό, ένα υπερυψωμένο τρένο που πηγαινοερχόταν από τη μία άκρη τής κοιλάδας στην άλλη, σ’ ένα πηγαινέλα τόσο κενό νοήματος, τόσο άνευ αντικειμένου, όπως κι η μοίρα εκείνων που το ‘φτιαξαν. Colombian people, I love you! Εάν δεν αναπαραγόσασταν σαν τα ζώα, ω λαέ, θα μπορούσατε να μένετε όλοι στο κέντρο. Ράτσα αναπήρων, που την περιφέρεια την έχεις στο αίμα σου!37

Η πατρίδα όμως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία μνήμη˙ μία συσσώρευση αναμνήσεων και ταυτίσεων με μιαν ιδέα, η οποία μάς παρουσιάζεται ως κάτι το τρομακτικά οικείο, το αγαπημένο, αλλά και το ανώτερο από ‘μας, κάτι το ισχυρό, το μόνιμο: και συνεπώς, ως κάτι το απολύτως ασφαλές. Η πατρίδα αποτελεί μία από τις πολλές συνιστώσες – τη βασικότερη ίσως – αυτού που αποκαλούμε ανθρώπινη ‘ταυτότητα.’ Κι όταν η ταυτότητά σου έχει θρυμματισθεί ή κατακερματιστεί, – από τη βία, – τότε θρυμματίζεται αυτομάτως και το έθνος κι η πατρίδα σου˙ όπως κι όλα τα υπόλοιπα συστατικά της στοιχεία: κι οι αποκαλούμενοι ‘θεσμοί’ – όπως φερειπείν η αστυνομία, ‘θεσμός’ κλειδί στην ιστορία τής Λατινικής και της Κεντρικής Αμερικής και βασική γενεσιουργός αιτία τής βίας – και η θρησκεία κι η οικογένεια. 

Η βία γεννάει βία κι η γλώσσα είναι ο φορέας που καλείται να την εκφράσει σ’ όλες τις εκφάνσεις και τις εκδηλώσεις της πάνω σ’ αυτό το κατακερματισμένο άτομο του σύγχρονου λατινοαμερικανικού τοπίου. Ο Φερνάντο Βαγιέχο είναι το κατεξοχήν παράδειγμα συγγραφέα που χρησιμοποιεί ακριβώς τη γλώσσα ως το βασικό όπλο με το οποίο βάλλει εναντίον κάθε ‘θεσμού’ και καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Και κυρίως εναντίον τής εκκλησίας και της θρησκείας:

Σιχαίνομαι τη σάμπα. Η σάμπα είναι ό,τι πιο άσχημο έχει γεννήσει αυτός ο πλανήτης μετά τον Βοϊτίουα, τον παπά που έγινε Πάπας, εκείνο το παράσιτο, το σκουλήκι, το άσπρο και γλοιώδες, το φιδωτό, το ύπουλο. Αχ, αυτά τα παπουτσάκια του τα άσπρα, οι άσπρες οι καλτσούλες, τα ράσα τα ασπρούτσικα, το φαιλόνιο38 το ασπρούλικο, η άσπρη άσπρη καλοτίτσα του!39 Δεν ντρέπεσαι ρε γερο-πούστη να κυκλοφορείς όλη την ώρα ντυμένος σαν κανένα τραβεστί που κάνει παρέλαση σε gay parade; Με τα χάλια που κουβαλάς, σύντομα θα σε δει ο Θάνατος και θα σ’ αρπάξει. Η σάμπα τού Αρχι-Μαλάκα δηλητηρίαζε τον αέρα και μου συννέφιαζε την ψυχή.40

Όμως Ο Γκρεμός τού Βαγιέχο είναι – μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων – κι ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί ν’ αποδομήσει πλήρως τον μύθο τής οικογένειας, άλλη βασική συνιστώσα τής ανθρώπινης ‘ταυτότητας.’ Ο Βαγιέχο αποδεικνύει ακούραστα ότι η οικογένεια όχι μόνο δεν αποτελεί τον υποτιθέμενο πυλώνα γύρω από τον οποίο οργανώνεται κάθε συμπαγής κι ‘ευτυχισμένη’ κοινωνία, ικανή ενδεχομένως ν’ αντισταθεί στη λαίλαπα της βίας, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ο γάμος κι η οικογένεια αποτελούν έναν ακόμη από τους βασικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής και διαιώνισης της ίδιας της βίας, οι οποίοι ως εκ τούτου συντελούν επίσης στην αποσταθεροποίηση του ψυχικού κόσμου τού σύγχρονου ατόμου˙ με τους μυστικούς, παράλογους, ανήθικους, παρανοϊκούς μικρο-κώδικές της η οικογένεια οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανισορροπία, τη διαταραχή, τον εκφυλισμό και τελικά, στην εκδήλωση των πολλών διαφορετικών προσώπων τής βίας πάνω στο άτομο και, κατ’ επέκταση, στην κοινωνία. Κι ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται αδιαφοροποίητα:

— Τι του συμβαίνει του Νταρίο κι είναι τόσο αδύνατος; – με ρωτούσε η Τρελή.

— Η μαριχουάνα, που δεν τον αφήνει να βάλει δράμι – της απαντούσα εγώ.

— Και γιατί δεν την παρατάει; 

— Πιο εύκολο είναι να παρατήσει εσένα ο μπαμπάς. Αυτός είναι ο δικός του ισόβιος γάμος, δηλαδή η δική του η κόλαση.

Και πολύ καλά τα έλεγα. Ο γάμος τού πατέρα μου με την Τρελή ήταν μια κόλαση, παρότι μεταμφιεσμένη ως παράδεισος. Κι απ’ αυτό εδώ το βήμα, λέω κι υποστηρίζω κι επαναλαμβάνω, αυτό που πάντα έχω πει κι υποστηρίξει κι επαναλάβει, ότι δηλαδή, η χειρότερη κόλαση είναι αυτή την οποία κανείς αποτυγχάνει ν’ αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να έχει δεμένα τα μάτια του, όπως συμβαίνει ας πούμε με τα υποζύγια. Κι ο μπαμπάς είχε στα μάτια του ένα ζευγάρι παρωπίδες, φαρδιές, μαύρες, συμπαγείς, τις οποίες δεν κατάφερα ποτέ μου να του τις αφαιρέσω.

— Παράτα την αυτήν τη γριά και φύγε με καμιά εικοσάρα. Η με δύο – τον συμβούλευα. Εγώ ο ίδιος θα σε παντρέψω και με τις δύο και θα σου δώσω και την ευχή μου. Την ευχή μου να ‘χεις πατέρα, να ζήσεις, να ευτυχήσεις κι αν τελικά δεν σου κάνουν αυτές οι δυο πουτάνες, άλλαξέ τες και τις δύο, διότι από γυναίκες να φαν κι οι κότες σ’ αυτόν τον κόσμο και για όλες τους ισχύει η ίδια αρχή: παρ’ τη μία και βάρα την άλλη.

Όμως φευ, αυτός ήταν δεμένος πάνω της με τις αλυσίδες μιας εξαιρετικά νεφελώδους ευτυχίας. Αλυσίδες, τις οποίες και καλά τις ονομάζουν “αγάπη.” 41 

Η ίδια η θέαση της οικογένειας ως συστατικό στοιχείο τής διάλυσης, ως μία από τις γενεσιουργούς της αιτίες κι όχι ως θεραπεία της διατρέχει επίσης αρκετά από τα βιβλία τού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την Αηδία και την Κατάρρευση [Desmoronamiento] (2006), το δεύτερο από τα επτά μυθιστορήματα της λεγόμενης Σάγκα τής Οικογένειας Αραγκόν.42

Η έλλειψη εμπιστοσύνης άλλωστε προς όλους ανεξαιρέτως τους κοινωνικούς θεσμούς και κυρίως προς την αστυνομία και την εκκλησία είναι ιδιαίτερα εμφανής και στο έργο τού Γουατεμαλτέκου Ροδρίγο Ρέι Ρόσα Το Ανθρώπινο Υλικό.43 Και ως προς αυτό το στοιχείο όμως, η Αηδία τού Καστεγιάνος Μόγια κι ο Γκρεμός τού Φερνάντο Βαγιέχο αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Είπα στον ταξιτζή να με πάει στην κηδεία, γρήγορα, η μητέρα μου είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα και με περίμεναν για τον ενταφιασμό. Και στα σαράντα εκείνα χιλιόμετρα που χωρίζουν το Αεροδρόμιο της Κομαλάπα από το Σαν Σαλβαδόρ, στη διαδρομή εκείνη κατά την οποία οι δυνατές ριπές αέρα που έμπαιναν από το παράθυρο με έκαναν να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να ηρεμήσω κάπως, είχα μια ξαφνική έκλαμψη σχετικά με έναν ορισμό τον οποίον έμελλε να επιβεβαιώσω στο εκατό τοις εκατό και στην πράξη αυτές τις δεκαπέντε μέρες: Σαλβαδοριανός είναι ο μπασκίνας εκείνος που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Ο ταξιτζής εκείνος ήταν η καλύτερη απόδειξη: προσπάθησε να εκμαιεύσει από ‘μένα τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο πληροφοριών, κάνοντάς μου κακοπροαίρετες ερωτήσεις μέχρι του σημείου που φοβήθηκα ότι από μέσα του ζύγιζε το κατά πόσο θα άξιζε τον κόπο να με ληστέψει ή όχι, μου είπε ο Βέγκα. Ένας μπάτσος ο οποίος δεν χάνει την παραμικρή ευκαιρία για να αποδείξει την κλίση του προς την απατεωνιά, στην πραγματικότητα ένας απατεώνας ο οποίος εργάζεται ως μπάτσος, μόνο σ’ αυτήν τη χώρα χρησιμοποιείται η λέξη “μπασκίνας” για να χαρακτηρίσει έναν απατεώνα ο οποίος εργάζεται ως μπάτσος και στη συγκεκριμένη περίπτωση έναν κουτσομπόλη ταξιτζή ο οποίος μου έκανε έναν σωρό ερωτήσεις γύρω από τη ζωή μου προκειμένου να καταλάβει εάν εγώ ήμουν το κατάλληλο θύμα και να εξασκήσει στη συνέχεια την κλίση του προς την απατεωνιά. Όλοι οι ταξιτζήδες είναι μπασκίνες, Μόγια και ειδικά εκείνος που στη δεδομένη στιγμή με μετέφερε στο Σαν Σαλβαδόρ κάνοντάς μου τις ύποπτες ερωτήσεις του γύρω από τη ζωή μου.44

Στο Μεξικό σε γαμάνε περισσότερο, εκεί πρέπει να λαδώσεις (δηλαδή να δωροδοκήσεις, να εξαγοράσεις), για να σ’ αφήσουν να θάψεις τον μπαμπά σου. Κι αν θέλεις να τον αποτεφρώσεις, πάλι πρέπει ν’ αγοράσεις φέρετρο. Βάζουν τον νεκρό μες στο φέρετρο κι αμέσως μετά τον βγάζουν έξω για να τον αποτεφρώσουν τσίτσιδο. Και το φέρετρο; Τι γίνεται με το φέρετρο; Κοίτα, αν δεν θες να το πάρεις στο σπίτι σου και να το χρησιμοποιείς για κρεβάτι, μπορείς να το κάνεις δωρεά στους φτωχούς, οπότε το αφήνεις στο γραφείο τελετών. Το οποίο, πριν καλά προλάβεις να βγεις έξω με την ουρά στα σκέλια, το ‘χει κιόλας πουλήσει για καινούριο στον επόμενο νεκρό που καταφτάνει. Κι οι φτωχοί; Οι φτωχοί να πα’ να φαν σκατά, ας πάει να τους θάψει η μάνα τους. Κι η κυβέρνηση; Δεν επεμβαίνει σε μια τέτοια απάτη η κυβέρνηση; Φυσικά κι επεμβαίνει! Στέλνει έναν δημόσιο υπάλληλο να επιβλέψει τις κινήσεις τού γραφείου τελετών, αλλά ο δημόσιος υπάλληλος λαδώνεται απ’ το γραφείο τελετών. Για να γεννηθεί και να πεθάνει, για να φάει και να χέσει, ένας πολίτης στο Μεξικό έχει πάντοτε μπροστά του έναν δημόσιο υπάλληλο να του απλώνει σαν ζήτουλας το χέρι. Ή έναν μπάτσο. Αλλά κατά τ’ άλλα, η χώρα λειτουργεί μια χαρά. Όσο υπάρχει λάδωμα, όλα ρέουν κανονικά: το κυκλοφοριακό των αυτοκινήτων, οι πωλήσεις των οικιακών συσκευών, το κυκλοφορικό τού αίματος, οι πουτάνες τού Προέδρου, τα διαβατήρια όσων ταξιδεύουν, οι ταφές όσων φεύγουν… Το λάδωμα είναι ιδιοφυής εφεύρεση. Αντίστοιχη του τροχού.45

Η οργή τής λογοτεχνίας τής βίας, ωστόσο, δεν στρέφεται μόνο κατά των κοινωνικών θεσμών και θεσφάτων. Στρέφεται και κατά του ίδιου της του εαυτού: κατά της ίδιας τής λογοτεχνίας. Η εμπρηστική γλώσσα, η επιθετική και βίαιη λέξη, που σκοπό της έχει να πληγώσει και να πονέσει, γίνεται επίσης το όχημα μέσω του οποίου πραγματοποιείται μια εκ βάθρων άρνηση κάθε παραδεδεγμένης λογοτεχνικής φόρμας, νόρμας, αυθεντίας: η συνοχή τής πλοκής και του κειμένου, η γραμμικότητα της αφήγησης και του χρόνου διαρρηγνύονται συνειδητά και κατά συρροή από τους συγγραφείς, σε μια ακόμη ένδειξη του γενικότερου αισθήματος οργής, εξέγερσης, μίσους κατά κάθε καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας, όσο και σ’ αυτό τής αισθητικής, της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα του Ροδρίγο Ρέι Ρόσα Το Ανθρώπινο Υλικό μορφολογικά δεν είναι καν ένα μυθιστόρημα, αλλά ένα μείγμα προσωπικού ημερολογίου,46 επιστημονικής μελέτης, δημοσιογραφικού χρονικού. Η Αηδία τού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια περισσότερο μοιάζει μ’ ένα χειμαρρώδες ντελίριο κάποιου νευρωτικού συγγραφέα, ο οποίος, αδυνατώντας ν’ αποδεχτεί τη βαρβαρότητα και την ηλιθιότητα των ομοεθνών και της πατρίδας του, τους φτύνει στα μούτρα, επιστρατεύοντας κάθε γλωσσικό μέσο που διαθέτει, αδιαφορώντας για το αν οι λέξεις του είναι υβριστικές, αθυρόστομες ή αν θα ενεργοποιήσουν επικίνδυνα για τον ίδιο αντανακλαστικά των αναγνωστών του: πράγματι, λίγο αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο, η μητέρα του Μόγια δέχθηκε τηλεφωνήματα από αγνώστους, οι οποίοι απειλούσαν να σκοτώσουν τον γιο της. Σύντομα ο Μόγια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ελ Σαλβαδόρ. Μέχρι και σήμερα ζει στο εξωτερικό. Στο ίδιο βιβλίο ο Μόγια υιοθετεί τις μακροπερίοδες προτάσεις, καταργεί κατά το δοκούν τη στίξη και τους βασικούς συντακτικούς κανόνες, περιφρονεί το αισθητικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει το βιβλίο του στον αναγνώστη, υιοθετεί την εμμονική επανάληψη λέξεων και φράσεων, προκειμένου ακριβώς ν’ αποτυπώσει λογοτεχνικά την αίσθηση της απόλυτης σύγχυσης, του χάους και της νεύρωσης που άφησαν πίσω τους δεκαετίες ολόκληρες τυφλής και άγριας βίας στη σαλβαδοριανή κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς υιοθετεί την έτοιμη φόρμα που του προσφέρει το λογοτεχνικό του είδωλο, ο Αυστριακός Τόμας Μπέρνχαρντ: ο συγγραφέας που προσωποποίησε την εξέγερση κατά των καταστροφικών ιδεών τού ανθρώπου όπως το έθνος, η οικογένεια, η θρησκεία, η παράδοση, η γλώσσα η ίδια, οι κάθε είδους κοινωνικές συμβάσεις.

Διότι τελικά, στους κόλπους τού ρεύματος το οποίο εδώ περιγράφουμε ως σύγχρονη λατινοαμερικανική λογοτεχνία τής βίας, είναι ευδιάκριτο ένα υποσύνολό της, το οποίο, παρότι βεβαίως δεν παύει να αντλεί κι αυτό την έμπνευσή του ευθέως από τη βία, έχει ωστόσο πολύ πιο ρηξικέλευθους και ριζοσπαστικούς στόχους: καταφέρεται ειδικά εναντίον της καταστροφικής ιδέας τού έθνους. Γίνεται εύκολα κατανοητό το γιατί: εφόσον οι σύγχρονες λατινοαμερικανικές κοινωνίες μετά την απελευθέρωση από την ισπανική κυριαρχία δομήθηκαν ακριβώς γύρω από την έννοια του έθνους, είναι πολύ λογικό σήμερα, απολογιστικά, να θεωρηθεί η έννοια αυτή ως η κύρια – αν όχι η μόνη – υπαίτια της ολικής καταστροφής που μπορεί κανείς να παρατηρήσει απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ολόκληρη τη Λ. Αμερική. Και πάλι, χαρακτηριστικότεροι συγγραφείς αυτής της διακριτής ‘υποκατηγορίας’ είναι ο Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια κι ο Φερνάντο Βαγιέχο:

Να ‘μαι λοιπόν, έχοντας επιστρέψει από τη χώρα τής λοβιτούρας στη χώρα των πληρωμένων δολοφόνων, ν’ ακούω έξω ριπές από πολυβόλα και την ψυχή μου, που την είχαν ξηλώσει τα κουνούπια με τις φαλτσέτες τού ξυρίσματος, την ξαναράβουν τώρα με σφαίρες οι ριπές τού πολυβόλου: τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα. Κολομβία δολοφόνισσα, σκατοπατρίδα, παιδί-έκτρωμα της πουτάνας τής Ισπανίας, ποιον ακριβώς σκοτώνεις τώρα μωρή τρελάρα; Πόσο πολύ προοδεύσαμε όλα αυτά τα χρόνια! Κάποτε κόβαμε ο ένας το κεφάλι τού άλλου με τη ματσέτα, σήμερα στέλνουμε ο ένας τον άλλο στα θυμαράκια με μίνι-Ούζι.47

Σημαντικοί επίσης ως προς αυτήν την αντεθνική τους στάση είναι ο Αργεντινός Ενρίκε Ροδόλφο Φόγκγουιλ (1941-2010), ο οποίος με το μυθιστόρημά του Οι Νεραϊδο-Αρμαδίλοι48[Los Pichiciegos] (1983) – παρότι με πιο ήπιο τρόπο, λόγω της γενικότερης ευαισθησίας και του συντηρητισμού που επικρατεί παραδοσιακά στην Αργεντινή ως προς τα εθνικά ζητήματα – και σχεδόν ταυτόχρονα με την πτώση τής αιμοσταγούς δικτατορίας τού Γκαλτιέρι, παρουσίασε με ηττοπαθή, αντιηρωικά κι αντεθνικά χρώματα το φλέγον τότε θέμα τού Πολέμου των Φώκλαντ˙ κι ο Περουβιανός Φερνάντο Ιουασάκι [Fernando Iwasaki] (1961- ), ο οποίος με βιβλία του όπως το Ισπανία, Απελθέτω απ’ Εμού τα Βραβεία σου Τούτα [España, aparta de mí estos premios] (2009) επιχειρεί μια αποδόμηση της ιδέας τού έθνους πιο πολύ μέσω της ειρωνείας και της παρωδίας παρά με το επιθετικό, βίαιο κι ισοπεδωτικό στιλ ενός Βαγιέχο.49

Τελικά, το μικρο-επίπεδο φαίνεται να έχει εκτοπίσει ολοκληρωτικά το μακρο-επίπεδο και ν’ αποτελεί τον πυρήνα τής νέας, λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας τής βίας. Το συλλογικό ξεκάθαρα δεν κατάφερε στη Λ. Αμερική – όπως ίσως κι οπουδήποτε αλλού – να πραγματώσει τα όνειρα και τις ελπίδες των μαζών για μια διαφορετική μοίρα, για ένα πιο λαμπρό μέλλον ευημερίας κι ευτυχίας. Το παράδοξο είναι ότι στη διαδρομή προς αυτό το ‘μέλλον’, το ενεργό παρόν υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα κάθε φορά και πιο ζοφερό, μέχρι που φτάσαμε στις δυστοπικές, ακραία βίαιες κι επικίνδυνες για τη ζωή λατινοαμερικανικές κοινωνίες και πόλεις των τελών τού 20ού και των αρχών τού 21ου αιώνα. Θα ‘λεγε κανείς, πως ειδικά στη Λ. Αμερική, όσο πιο λαμπρό κι ευοίωνο ήταν το ex ante προβεβλημένο ‘μέλλον,’ τόσο πιο θλιβερό και ζοφερό αποδεικνυόταν μόλις ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και μετατρεπόταν σε ‘παρόν’. Κι αυτό, ad infinitum, μέχρι την τελική απόλυτη απογοήτευση, τον κυνισμό, τον μισανθρωπισμό, όπως ακριβώς αποτυπώνονται στη λογοτεχνία τής βίας. Από τις μεγάλες και πολύπλοκες φόρμες, από τα μεγαλεπήβολα σχέδια μετασχηματισμού τής κοινωνίας και του ανθρώπου που χαρακτήρισαν τη στρατευμένη λογοτεχνία και τη λογοτεχνία τού boom των πρώτων δεκαετιών μετά τον πόλεμο, περνάμε πλέον στη μικροϊστορία, στην περιγραφή τού μικροκόσμου ενός νευρωτικού ή διαταραγμένου κεντρικού ήρωα, ο οποίος συνήθως έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από τη βία και την ασχήμια τού εξωτερικού περιβάλλοντος. Τα μυθιστορήματα του Νικαραγουανο-Γουατεμαλτέκου Φρανς Γκάλιτς (1951-2007), του Γουατεμαλτέκου Ροδρίγο Ρέι Ρόσα και του Σαλβαδοριανού Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια επικεντρώνονται ακριβώς σ’ αυτόν τον ατομικό μικρόκοσμο των ηρώων τους, διότι σ’ αυτόν τον ερμητικά περίκλειστο μικροχώρο είναι που εκδηλώνονται με τον πιο εμφανή τρόπο οι επιπτώσεις της διάλυσης, της βίας και του χάους τού εξωτερικού περιβάλλοντος πάνω στο άτομο.50

Εάν αυτό που εδώ ονομάσαμε λατινοαμερικανική λογοτεχνία τής βίας αποδεικνύει κάτι σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι σίγουρα η συντριπτική υπεροχή ισχύος τού συλλογικού έναντι του ατομικού. Όμως ειδικά στην περίπτωση της Λ. Αμερικής, αυτή η υπεροχή έχει επιβεβαιωθεί συστηματικά υπό μία αρνητική έννοια: το συλλογικό φαίνεται να υπακούει σε κάποια αφανή, σκοτεινή εντροπική δύναμη, η οποία διαρκώς το απομακρύνει από το επιθυμητό, το ιδεατό, όπως το προβάλλει το άτομο σε κάποιο μακρινό μέλλον. Συστηματικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το συλλογικό επέδειξε μια τρομακτική επιμονή στον εκφυλισμό, τη διαφθορά, την παρακμή, την εντροπία. Το τελικό γεγονός όλης αυτής της μακράς κι αιματηρής πορείας παραμένει το σύγχρονο σοβαρά τραυματισμένο άτομο, βιολογικά και ψυχολογικά, ένα άτομο το οποίο καλείται να επιβιώσει σήμερα σ’ ένα περιβάλλον απολύτως εχθρικό, που του αρνείται τα πάντα: τη σωματική του ακεραιότητα, την υλική του ευημερία, την ψυχολογική του ασφάλεια, την ομαλή κι ειρηνική του συμβίωση μέσα στο συλλογικό˙ πράγμα που υπήρξε πάντα και το ζητούμενο για κάθε ανθρώπινο ον. Την ολοκληρωτική αυτή έρημο του σύγχρονου λατινοαμερικανού ανθρώπου, την απόλυτη διάψευση κι απογοήτευσή του, τη ματαίωση σε όλα τα επίπεδα και πάνω απ’ όλα το βαθύ και ανεπούλωτο τραύμα που φέρει μέσα του, έχει έρθει να συλλάβει το νέο ρεύμα που έχουμε αποκαλέσει εδώ λογοτεχνία τής βίας. Σημαντικό κατ’ αρχάς για τη λογοτεχνία αυτή είναι το να καταφέρει να συλλάβει το τραύμα και να το κατανοήσει ως γεγονός που επιμένει να υπάρχει μπροστά στα μάτια μας˙ το να το ερμηνεύσει, προς το παρόν, δεν φαίνεται να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα˙ και πολύ λογικά άλλωστε: μετά από τις τόσες αποτυχημένες προσπάθειές μας ιστορικά να ερμηνεύσουμε ένα τόσο πολύπλοκο φαινόμενο σαν τη βία, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι μέσω των ερμηνειών μας αυτών μπορούμε και να το επιλύσουμε.

 

Σημειώσεις:

  1.  Πρόκειται για τον όρο Grands Récits, τον οποίο πρώτος εισήγαγε ο Γάλλος μεταμοντέρνος φιλόσοφος Jean-François Lyotard (1924–1998). Κάθε ανεδαφική, ουτοπική ‘μεγάλη ιδέα,’ η οποία υπόσχεται στην ανθρωπότητα ένα λαμπρό μέλλον ευημερίας και προόδου, σύμφωνα με το γενικότερο πνεύμα αισιοδοξίας που είχε επικρατήσει κατά την εποχή τού Διαφωτισμού. Οι Μεταμοντέρνοι υποστήριξαν ότι καμία τέτοιου είδους αισιόδοξη πίστη δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, ειδικά μετά από την εμπειρία τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Άουσβιτς.
  2.  Μακεδόνας, Ελευθέριος. Επίμετρο. Στο: Ονέτι, Χουάν Κάρλος. Το Πηγάδι. Αθήνα: Εκδόσεις Μάγμα, 2024, 60-92.
  3. Hobsbawm, Eric. Historia del Siglo XX. Buenos Aires: Crítica, 1998, p. 439. Αναφέρεται στο: Rojas, Sergio. Escribir el Mal: Literatura y Violencia en América Latina. Cuadro de tiza, p. 7. https://sergiorojas.cl/wp-content/uploads/2021/02/ESCRIBIR-EL-MAL-Literatura-y-violencia-en-Ame%CC%81rica-Latina.pdf
  4. Ο περίφημος όρος που χρησιμοποιήθηκε ήταν backyard.
  5.  Rojas, Escribir el Mal, 7.
  6.  Rojas, Escribir el Mal, 8.
  7.  Rojas, Escribir el Mal, 21.
  8.  Το μυθιστόρημα βασίζεται στο πραγματικό γεγονός τής τυχαίας αποκάλυψης του αρχείου τής Εθνικής Αστυνομίας που συγκλόνισε κυριολεκτικά και μεταφορικά τη Γουατεμάλα, το 2005.
  9. Liano, Dante. Visión crítica de la literatura guatemalteca. Guatemala: Universidad de San Carlos de Guatemala, p. 9. Αναφέρεται στο: Vila, María del Pilar. “Voces del desencanto y la violencia en la narrativa latinoamericana.” Στο Literatura y violencia en la narrativa latinoamericana reciente, editado por Teresa Basile, vol. 2, Colección Colectivo Crítico, 2015, 133.
  10.  Mackenbach, Werner, y Alexandra Ortiz Wallner. “(De)formaciones: violencia y narrativa en Centroamérica.” Iberoamericana, vol. 8, no. 32, 2008, 81-97.
  11.  Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ. Μετάφραση Ελευθέριος Μακεδόνας. Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2023.
  12.  Vila, “Voces del desencanto,” 128. 
  13. Ávila, Ernesto Pablo. “Violencia y devoción en la reciente narrativa latinoamericana.” Latinoamérica. Revista de estudios latinoamericanos, no. 58, 2014, pp. 271-303.
  14.  Η μετάφραση στα Ελληνικά, του τίτλου τού δοκιμίου τής Marinone, Mónica “El culto de la violencia empieza por el lenguaje.” Στο: Vila, María del Pilar, y Teresa Basile, editoras, Literatura y violencia en la narrativa latinoamericana reciente, Colección Colectivo Crítico, vol. 2, 2015, 144-152.
  15. Σύμφωνα με τον όρο τής Marinone. Στο: Marinone, 145. 
  16.  Marinone, 145.
  17. Στα Ισπανικά sicaresca, από τη λέξη sicario που σημαίνει τον πληρωμένο δολοφόνο, φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κολομβία και κατ’ αντιστοιχία με το λογοτεχνικό είδος τής ισπανικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ picaresca (μυθιστορήματα στα οποία εξιστορούνται οι περιπέτειες ενός απατεώνα ή τυχοδιώκτη). 
  18.  Έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 2000 από τον Γαλλο-Ελβετό σκηνοθέτη Barbet Schroeder. Στα Ελληνικά ο τίτλος τής ταινίας ήταν Η Μαντόνα των Πληρωμένων Δολοφόνων.
  19.  Von der Walde, Erna. “La novela de sicarios y la violencia en Colombia.” Iberoamericana vol. 1, no. 3, 2001, 27-40.
  20. Aguilar, Paula. “Violencia y literatura en América Latina a partir de 2666 de Roberto Bolaño.” Στο: Vila, María del Pilar, y Teresa Basile, editoras, Literatura y violencia en la narrativa latinoamericana reciente, Colección Colectivo Crítico, vol. 2, 2015, 172-194.
  21.  Στο περίφημο μυθιστόρημά του Πέδρο Πάραμο [Pedro Páramo] (1955), το οποίο αποτέλεσε προάγγελο και σταθμό τού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού.
  22.  Aguilar, 186.
  23.  Aguilar, 188.
  24.  Aguilar, 188.
  25.  Vila, “Voces del desencanto,” 140.
  26.  Mackenbach y Ortiz Wallner, 85.
  27. Mackenbach y Ortiz Wallner, 85.
  28.  Vila, “Voces del desencanto,” 131.
  29. Τρελή αποκαλεί ο αφηγητής τού Γκρεμού τη μητέρα του. 
  30. Βαγιέχο, Φερνάντο, Ο Γκρεμός. Μετάφραση Ελευθέριος Μακεδόνας. Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2023, 51-52.
  31. Τονίζουμε την αντίφαση μεταξύ της λέξης ‘ά-τομο,’ η οποία σημαίνει αυτό που δεν μπορεί να διασπαστεί περαιτέρω και τον κατακερματισμό του στις σύγχρονες, βαθιά τραυματισμένες λατινοαμερικανικές κοινωνίες.
  32.  Vila, “Voces del desencanto,” 141.
  33. Η λέξη στα ισπανικά είναι cerote. Είναι ιδιωματική τού Ελ Σαλβαδόρ και της Κεντρικής Αμερικής και χρησιμοποιείται πολύ συχνά – σε δεκάδες παραλλαγές της – στην αργκό αυτών των χωρών (Η σημείωση βασίζεται στην αντίστοιχη του βιβλίου Μόγια, Αηδία, 94).
  34.  Μόγια, Αηδία, 94.
  35. Μόγια, Αηδία, 82-83.
  36.  Vila, “Voces del desencanto,” 141 & Mackenbach y Wallner, “(De)formaciones,” 85, 87-88.
  37.  Βαγιέχο, Ο Γκρεμός, 63-64.
  38. Άμφιο των πρεσβυτέρων, με τη μορφή αμάνικου μανδύα (Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, online). (Η σημείωση προέρχεται από το βιβλίο Βαγιέχο, Ο Γκρεμός).
  39.  Καλότα: μικρός εφαρμοστός σκούφος που φορούν οι καθολικοί κληρικοί στην κορυφή του κεφαλιού τους [< ιταλ. calotta, γαλλ. calotte] (Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, online). Στα ισπανικά, η λέξη που χρησιμοποιεί ο Βαγιέχο είναι solideo, από το λατινικό Soli Deo: μόνο προς τον Θεό. (Η σημείωση προέρχεται από το βιβλίο Βαγιέχο, Ο Γκρεμός).
  40.  Βαγιέχο, Ο Γκρεμός, 63.
  41.  Βαγιέχο, Ο Γκρεμός, 50-51.
  42.  Vila, “Voces del desencanto,” 134.
  43.  Vila, “Voces del desencanto,” 135.
  44.  Μόγια, Αηδία, 80-81.
  45. Βαγιέχο, Ο Γκρεμός, 165-166.
  46.  Mackenbach y Wallner, “(De)formaciones,” 93.  
  47.  Βαγιέχο, Ο Γκρεμός, 150.
  48.  Ο δασύπους ή τριχωτός αρμαδίλος των Άνδεων (επιστημονική ονομασία Chaetophractus nationi) είναι ένα θηλαστικό της οικογένειας των Δασυποδιδών. Συναντάται στα υψίπεδα των Άνδεων, στην κεντροδυτική περιοχή της Νοτίου Αμερικής (Βολιβία-Αργεντινή). Pichiciego είναι ένα είδος μικρού αρμαδίλου, ο οποίος ζει κυρίως σε περιοχές τής Αργεντινής. Η επιστημονική του ονομασία είναι Calyptophractus retusus. Στα Αγγλικά λέγεται και Greater fairy armadillo. Απ’ αυτήν την αγγλική του ονομασία τον αποδίδουμε εδώ ως νεραϊδο-αρμαδίλο.
  49.  Castany Prado, Bernat. “Literatura antipatriótica.” Quimera, no. 348, 12-19.
  50.  Vila, “Voces del desencanto,” 135.