Μόλις δεκαεπτά ετών

Οδηγίες για να σπάει κανείς
τους κανόνες

Ο καιρός κρατάει ακόμη. Πάει να πει πως μπορεί κάποιος να πιει τον απογευματινό του καφέ στο μπαλκονάκι. Δεν χρειάζεται πολλά, μόνο λίγος καπνός και κάμποσα σχέδια για να τα ονειρευτείς.

Φρόντισε να πάρει όσα χρειαζόταν, όχι επειδή η απόσταση σε μια γκαρσονιέρα σαράντα τετραγωνικών συνιστούσε κάτι απαγορευτικό, μα γιατί δεν θέλει τίποτε και κανείς να τον ενοχλήσει. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να ξεχάσει κανείς το κουταλάκι ή το βάζο με τη ζάχαρη ή τα τσιγάρα και τα σπίρτα του. Όλα πάνε στράφι αν πρέπει να σηκωθείς από τη θέση σου για να συμμαζέψεις όλον αυτόν τον εξοπλισμό. Αυτή η συνήθεια δεν σηκώνει αστοχίες, ο απογευματινός καφές μοιάζει με τελετή που δεν σηκώνει καμιά αναβολή, καμιά αφρόντιστη λεπτομέρεια.

Μα να που κάτι λησμόνησε, ίσως επειδή πρόκειται για μια ολοκαίνουρια προσθήκη στην απογευματινή του συνήθεια. Η προσθήκη έχει όνομα, την λένε Sony, έχει βαμμένα τα πλαστικά της σε μπλε ηλεκτρικό χρώμα και μπορεί να πιάσει βραχέα μα και μακρά κύματα ή και μεσαία, αναλόγως τι επιθυμεί ο ιδιοκτήτης της.

Το ραδιοφωνάκι ξεχώριζε στη βιτρίνα του καταστήματος. Μια μεγάλη επιγραφή, “ευκολίες” έκανε τα πάντα εφικτά, ακόμη και την απόκτηση του μικρού μοντέρνου τρανζίστορ. Δεν έκανε πίσω, οπλίστηκε με θάρρος, μπήκες στο μαγαζί και σε λίγο κατηφόριζε το δρόμο με το τρανζιστοράκι κομψά βαλμένο σε μια χαρτονένια θήκη με ιαπωνικές, διαφημιστικές λεζάντες που ακόμη και αν δεν σήμαιναν τίποτε για τον ίδιο, επιβεβαίωναν την αξία του μικρού, ακριβού του αποκτήματος.

Σήμερα λοιπόν ήταν η πρώτη μέρα που το ραδιοφωνάκι θα ‘παιρνε μπρος. Έπρεπε να διαλέξει κάποιο πολύ ξεχωριστό τραγουδάκι για να το εγκαινιάσει, ένα τραγουδάκι που θα επέτρεπε στο ραδιοφωνάκι να δείξει όλες του τις δυνατότητες.

Τράβηξε μια γερή γουλιά καφέ, άναψε το τσιγάρο του, παρατήρησε τα πουλιά που διέγραφαν παράτολμες διαγώνιους στον ακάλυπτο και άγγιξε το κουμπί τροφοδοσίας του τρανζίστορ. “Την είδα να στέκει στη γωνιά, ήταν μόλις 17 ετών”, είπε με αισθαντική φωνή ο εκφωνητής και τα σκαθάρια της παγκόσμιας μουσικής πήραν μπρος. Ο ακάλυπτος γέμισε με ηλεκτρικές κιθάρες και μια μια πατίνα σίξτις κάπως μπερδεμένη με το ροκ εν ρολ που ξερνούσαν τα ηχεία του μικρού τρανζίστορ.

Από κάποιο διαμέρισμα ακούστηκε δυνατή η φωνή “ησυχία!”, κάποιος άλλος, “Μπητλς!”, τα πουλιά φτεροκοπούσαν μαγεμένα και εκείνα από τις κιθάρες που σε προκαλούσαν σε έναν ξέφρενο χορό. Μια κυρία που άπλωνε, παράτησε τη θλίψη της και πήρε να χορεύει στο δικό της μπαλκονάκι. Το παλιό, τριμμένο της μεσοφόρι σάλευε και η κυρία είναι η αλήθεια πως του’ δινε να καταλάβει, καθώς λένε στην καθομιλουμένη.

(Η αλήθεια είναι πως η μουσική, το τρανζιστοράκι, οι Μπητλς, είχαν ανατρέψει τη συνηθισμένη ειρήνη του ακάλυπτου. Κανείς δεν έμενε ασυγκίνητος και έχω την αίσθηση ή τουλάχιστον την αμυδρή εντύπωση πως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας κουνούσε τα πόδια του – το μπαλκονάκι δεν επιτρέπει πολλές κινήσεις, ένα μεγαλύτερο έρκερ θέλει άδεια από την πολεοδομία, καθόλου εύκολο πράγμα – όσο του επέτρεπε ο περιορισμένος χώρος. Εκείνος που δεν χόρευε ποτέ του, είχε στ’αλήθεια ξετρελαθεί).

Ήταν τότε που η ματιά του έπεσε στο απέναντι διαμέρισμα. Φαινόταν η κουζίνα, στενή και κλασική, κάπως παλιά δηλαδή με ένα πράσινο, φωσφορικό φως τριγύρω. Όλα τα μέλη της οικογένειας βρίσκονταν εκεί. Στέκονταν απέναντι από την έφηβη κόρη. Καθένας με δυνατή φωνή είχε κάτι να της πει, ένα σχόλιο, μια παρατήρηση.

Το κορίτσι παρέμενε σιωπηλό και είχε σαν φόντο ένα αδειανό κλουβί πουλιών. Σκέφτηκε πως κάποιοι είχαν φυλακίσει το νου της ή σχεδίαζαν με κάθε τρόπο να το κατορθώσουν. Θα φρόντιζαν για αυτό ο υπεύθυνος του κατηχητικού, ο κύριος της χορωδίας, ο φροντιστής των αγγλικών, οι συμμαθητές που αρίστευαν και δεν μπορούσε ποτέ να τους φτάσει όσο και αν προσπαθούσε. Και προσπαθούσε είναι η αλήθεια, καθώς έξω από την θέα της κουζίνας, μπορούσε κανείς να έχει μια πρώτης τάξεως εικόνα από το κοριτσίστικο δωμάτιό της. Εκείνο το κορίτσι μελετούσε και μελετούσε πίσω από την ροζ κουρτίνα. Κάθε τόσο άφηνε τα βιβλία και ονειρευόταν, κανείς δεν ξέρει τι, η πόρτα άνοιγε, κάποιος επιθεωρούσε αν παρέμενε αφοσιωμένη στα μαθήματά της και έπειτα έκλεινε δυνατά την πόρτα. Και πλάταινε τ’όνειρο και έμοιαζε με ένα δικό της μυστικό που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να το υποψιαστεί. Το γεγονός ντε, πως εκεί έξω, κάποιοι άνθρωποι ονειρεύονται σε πείσμα της πόρτας που κλείνει δυνατά, του χειρουργικού φωτισμού της κουζίνας, των αυτόκλητων συμβούλων, της ειρήνης του ακάλυπτου.

Του φάνηκε πολύ συμβολική η σκηνή με το κλουβί στο φόντο του κοριτσίστικου πορτραίτου. Θέλησε να τα κάνει κομμάτια όλα αυτά και έτσι δίχως να το πολυσκεφτεί δυνάμωσε όσο μπορούσε το τρανζίστορ. Εκείνο υπάκουσε, η μουσική έφθασε ως απέναντι στο κορίτσι , εκείνο σήκωσε το πρόσωπό του, δεν ήταν πια καθόλου θλιμμένο. Έτρεξε στο δωμάτιό της, έκλεισε δυνατά πίσω της την πόρτα – μπορούσε και αυτή να το κάνει – και πήρε να χορεύει ξέφρενα, παθιασμένα, σαν να’ταν η τελευταία φορά. Οι υπόλοιποι βγήκαν τώρα στον ακάλυπτο, φώναζαν , ασχημονούσαν, απειλούσαν και εκείνος δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο το ραδιοφωνάκι. Η κυρία με το τριμμένο φουστάνι είχε καθώς λένε “ξεβιδωθεί” και πετούσε τα πλυμένα ρούχα εδώ και εκεί, οι ώμοι της μένανε γυμνοί μα δεν την ένοιαζε τι θα πουν οι άλλοι σε εκείνο τον ακάλυπτο. Η ζωή της αποκαλυπτόταν ακάλυπτη και εκείνη από τα καθήκοντα της οικοκυρικής. Νομίζω ήταν η Γώγου που έβαλε κάτω από τη λάμπα της όλα ετούτα. Και το κορίτσι χόρευε και σκόρπιζαν τριγύρω οι σελίδες και τα θεωρήματα γίνονταν φειγ βολάν, μπροσούρες με αδειανά νοήματα που μιλούν για μια άπιαστη ευτυχία.

Τότε ήταν που το τρανζίστορ ανέβασε ξαφνικά την έντασή του, μια στριγκλιά ακούστηκε από τα ηχεία και ευθύς ξεπετάχτηκαν μερικές σπίθες γύρω από την παροχή του ρεύματος. Πάει περίπατο το μπλε ηλεκτρικό του χρώμα, τώρα όλα είναι καμμένα μα το κορίτσι χορεύει και χορεύει, δίχως να ‘χει πάρει χαμπάρι πως η μουσική τέλειωσε. Όταν θα σταματήσει, θα βγει στο μπαλκόνι, θα του πει ευχαριστώ με δεκαεπτά τρυφερούς τρόπους. Χαλάλι το ραδιοφωνάκι, άξιζε τον κόπο να διαλυθεί.

Όσο για την κυρία με το φθαρμένο της καφτάνι, παραμέρισε τους άλλους που κοιτούσαν άναυδοι , σαν να’χαν αντικρίσει την πιο ανόθευτη ποίηση. Σε λίγο στεκόταν με μια κατακόκκινη βαλίτσα ανάμεσα στους υπόλοιπους που προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Κάποιος της είπε για τα ρούχα, δεν πολυκαταλάβαινε τι σόι καμώματα είναι ετούτα της είπε επί λέξει. Τότε και εκείνη πέταξε όσα είχαν απομείνει, μπήκε στο σπίτι, στάθηκε εμπρός από τον καθρέφτη, δοκίμασε ένα κατακόκκινο κραγιόν και άφησε ένα φιλί πάνω στο γυαλί. Του φάνηκε τολμηρή η αντίθεση του παλιού φουστανιού με το κόκκινο κραγιόν και αφάνταστα λυπητερή, κάτι σαν τους μακιγιαρισμένους κανόνες που δεν σημαίνουν τίποτε, τίποτε.

Α.Θ

 

I Saw Her Standing There