Απόστολος Θηβαίος | Ένας αληθινός ήρωας κάποια νύχτα

© Lin Delpierre

Σάντσο

Τώρα πια νυχτώνει τόσο νωρίς. Οι σκιές πνίγονται, τα φώτα ανάβουν πίσω από την ομίχλη, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς την όψη των πραγμάτων. Οι γραμμές τους σβήνουν, το σχέδιο μπερδεύεται, πέφτουν τριγύρω τα κομμάτια του, τα χρώματα όλα πεθαίνουν. Ω, Θεέ μου, τι νύχτες τρομερές εκείνες του φθινοπώρου, με την ευκαιρία της ισημερίας για πάντα χαμένη, με τα πεσμένα φύλλα και με την υγρασία που σου τρώει την καρδιά. Η νύχτα πέφτει στους ώμους μου σαν χάδι, το γαλάζιο μου στενό παύει να ‘ναι χρωματιστό, σε όλα ανεξαιρέτως τα πράγματα λείπει το πρόσωπο. Κάτι σπάνιοι περαστικοί δεν είναι παρά οι τελευταίοι λαθρεπιβάτες αυτής της νύχτας. 

Ανάμεσά τους και εκείνος ο ευτραφής νεαρός. Σέρνει ξωπίσω του κάτι παράξενα υπάρχοντα και είναι ντυμένος παράταιρα, σαν τάχα να ανήκει σε μια άλλη εποχή. Εμπρός εκείνος και πίσω κάτι τετνζερέδια να χαλούν τον κόσμο καθώς σέρνονται στο πλακόστρωτο. Σε κάποια σπίτια ανάβουν τα φώτα, ένας κοιτάζει τον παράξενο διαβάτη, επιστρέφει στ’όνειρό του σφραγίζοντας πίσω του πόρτες και παράθυρα, αναθεματίζοντας την πολιτεία που δεν ησυχάζει ποτέ. 

Ο νεαρός φορεί ένα λινό παντελόνι γεμάτο μπαλώματα, έχει ένα κόκκινο στιβάνι στη μέση του και ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο στραπατσαρισμένο του καπέλο. Κάθε τόσο σταματά, κοιτάζει το φεγγάρι και τραγουδά. 

Μια παλιά λάμπα πάνω από τα κρίματα του κόσμου, αυτό είναι απόψε το φεγγάρι, τίποτε λιγότερο. Είναι το ίδιο που κάποτε αποκάλυψε πράγματα που κανείς δεν υποψιάζεται, όπως ονόματα αρχαίων πόλεων, για πάντα χαμένων, πλοίων, ηρώων, είναι το ίδιο που θα παρασταθεί στους έρωτες που προσπαθούν να αντέξουν μες σε τούτη τη νικημένη πόλη. 

Μοιάζει περισσότερο παράξενος από κοντά, κάπως ντεμοντέ, ας πούμε σαν κάτι ολότελα ξένο εμπρός στη ζωή που ξέρουμε. Μιλώ για εκείνον τον νεαρό με τα παράξενα υπάρχοντά του που φάνηκε στο γαλάζιο μου στενό, μες στη νύχτα. Στάθηκε απέναντί μου και βγάζοντας το φθαρμένο του κασκέτο έκανε μια βαθιά υπόκλιση, ξεπατικωμένη ποιος ξέρει από ποια μεσαιωνική σκηνογραφία. Μου συστήθηκε μα σαν να’ξερα από πάντα το όνομά του δεν αισθάνθηκα την παραμικρή έκπληξη. Ίσως επειδή για αυτόν δεν είπαν τίποτε τα βιβλία, ίσως επειδή εκείνος ήταν ο μόνος που συνέχισε τη ζωή του όταν όλα είχαν τελειώσει πια. 

Σάντσο, το όνομά του ήταν Σάντσο και εθύμιζε έναν ξένο ήχο, τόσο διαφορετικό. Η φυσιογνωμία του διέθετε κάτι το βιβλικό και το μνημειώδες ενώ τα μάτια του στάλαζαν καλοσύνη. Αυτός ήταν ο Σάντσο που πρόβαλε μέσα από τον καταιγιστικό χρόνο. Θα μπορούσε να ‘ταν ένα αγόρι από την Μοντάνα, την Αθήνα, ένας άνδρας από το Παλέρμο, την Πρίστινα ή το Άμστερνταμ. Όμως αυτός υπήρξε κάτι πολύ συγκεκριμένο, ήταν με άλλα λόγια ένας στέρεος χαρακτήρας που η ζωή και η λογοτεχνία τον ανάγκασαν να παραμείνει για πάντα ευτυχισμένος. Αυτός λοιπόν, δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνους τους φτωχοδιάβολους που περνούν από τούτα τα μέρη, κρατώντας άσβηστο μες στην καρδιά τους έναν σκοτεινό σκοπό. Αυτός ήταν ένας καλοσυνάτος νεαρός με το όνομα Σάντσο, βγαλμένος από τις πιο θαρραλέες σελίδες των βιβλίων. 

Αφού  συστηθήκαμε κάθισε κοντά μου. Δεν μιλούσε μόνο μουρμούραγε έναν πολύ λυπημένο σκοπό. Μου θύμισε τους μελαγχολικούς χαρακτήρες των ιστοριών του Τιμ Μπάρτον, κάτι ζωγραφιές απελπισμένες δίχως φόντο και ελπίδα καμιά. Μα εκείνος τραγούδαγε και χτυπούσε ρυθμικά το πόδι του. Τον κοιτούσα που τραγουδούσε με σβησμένα μάτια κάτω από το λερωμένο φεγγάρι. Συνόψιζε επάνω του όλη την καλοσύνη του κόσμου, μια αφόρητη γλυκύτητα, ερχόταν από έναν κόσμο παλιό, κάποιος έρωτας είχε σβήσει το κουράγιο του και τώρα ολομόναχος γυρνούσε μες στις πολιτείες του κόσμου. Κανείς δεν θα τον πίστευε αν ισχυριζόταν πως κάποτε παρέα με έναν τρελόγερο, άρρωστο από έρωτα και ελπίδα, μαζί κινήσανε να γνωρίσουνε τον κόσμο. Κανείς δεν θα τον πίστευε αν ισχυριζόταν πως δραπέτευσε από μια ζωγραφιά, πως υπήρξε ένας αληθινός ήρωας, κάτι που διασώθηκε από τη σακατεμένη φαντασία ή την απέραντη αγάπη μες σε τούτον τον γκρεμισμένο κόσμο. 

Μα εγώ, εγώ τον πίστεψα με όλη μου την καρδιά. Και δίχως τίποτε να μου πει, δώσαμε τα χέρια σαν δυο φίλοι που συναντιούνται μετά από έναν απέραντο καιρό. Του είπα πως για μένα εκείνος υπήρξε ο αληθινός ήρωας της παλιάς ιστορίας, πως ήταν εκείνος που κράτησε όρθια την ζωή όταν όλα τρέμανε σαν φλόγα σωσμένου κεριού. Του είπα πως δεν είναι παρά ένας ελεύθερος και σοφός ταξιδιώτης, ένας ουρανός που χαμογελά εκτυφλωτικά, το κομμάτι της ιστορίας που αγαπούσα περισσότερο. Ύστερα μελαγχολήσαμε κάπως σαν μου έδειξε την χαλασμένη πανοπλία του κύρη του. Ήταν τα τεντζερέδια  -θυμάστε; – που ‘σερνε ξοπίσω του, ήταν η πανοπλία του παράφορου Δον Κιχώτη που έσβησε σαν νικήθηκε η φαντασία του. Ο Σάντσο σέρνει παντού μαζί του αυτήν την πολύτιμη περιουσία και όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πως εμπρός τους συναντούν ένα θαύμα, φορά τα κομμάτια της και στέκει σαν τα μοντέλα των ζωγράφων, περήφανος, στητός, ένας ήρωας για κάθε εποχή. Μαζί με τον Δον Κιχώτη οι δυο τους στάθηκαν ένα πολύ πυκνό ποίημα, μια αφορμή για να αγαπήσει κανείς τον κόσμο. Πάλεψαν, πόσο πάλεψαν Θεέ μου με τους ανεμόμυλους, πόσο πολύ αγάπησαν τις δεσποσύνες που συνάντησαν στους ατέλειωτους δρόμους. Κορίτσια με ονόματα όπως Κασσάνδρα, κορίτσια που κατοικούσαν μια φορά και έναν καιρό στον πύργο του Μπλουά ή στα έρκερ της Νέας  Υόρκης, δεν έχει σημασία τέτοιος που γίνηκε ο κίνδυνος πια. Και αγάπησαν, ω, πόσο πολύ αγάπησαν την ανθρώπινη ψυχή, εκείνο το λεπτό, επεξεργασμένο μέταλλο που γράφει τα πάντα, τα βιολετιά απογεύματα στις σεβιλιάνικες ερημιές. Πάει καιρός που ο Σάντσο ξέμεινε μονάχος του. Πάει καιρός που εκείνος ο καρδιακός του φίλος χάθηκε και είναι τώρα πια ένας Τζιότο δίχως επάγγελμα ο Σάντσο, ένα φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος. Μα δεν σταματά ποτέ να τραγουδά  αυτός ο αληθινός ήρωας που επιμένει να ζει μες σε μια εποχή υπερβολικά σκληρή. 

Γαλήνιος και χαριτωμένος ο Σάντσο, μεθυσμένος από τούτον εδώ τον κόσμο διαβάζει τη θέση των αστεριών και λέει πως είναι πια μια καλή ώρα για να αποχωρήσει. Θα’θελα να μείνει, να μου πει για την ειρήνη εκείνου του καιρού, για τα φτερά που αποκτά καμιά φορά η ζωή για να πετά ψηλά, λίγο πάνω από τη λογική που σαρώνει τα πάντα. Μα εκείνος λέει πως είναι πάντα καλύτερα να ακούει κανείς τη νύχτα, όσα έχει να του πει. Και τούτη την ώρα η νύχτα καλεί τον Σάντσο στην αγκαλιά της, τον Σάντσο που μοιάζει με ένα ποίημα παράδοξο, με ένα πέτρινο λουλούδι σε έναν κόσμο πλαστικό. 

Ώρα σου καλή λοιπόν, καλέ μου φίλε Σάντσο. Πώς να μιλήσω για σένα στους ανθρώπους, έτσι που σώθηκε η αθωότητα τριγύρω εδώ. Άκουσε Σάντσο, καλύτερα που φεύγεις όσο και αν λυπάμαι, καλύτερα να παλεύεις με τις αιωνιότητες εκεί έξω, κρατώντας αλώβητη μες στην καρδιά σου την αγνή αγάπη του Αγίου Φραγκίσκου. Θα παραμείνεις για πάντα μες στην καρδιά μου, σαν τ’απείραχτα του Πικιώνη, όσα σώθηκαν από τον καιρό που σαρώνει μορφές και πράγματα. 

Μα είχε κιόλας ξεμακρύνει ο Σάντσο όσο εγώ συλλογιζόμουν αν τάχα αφορούσε την πραγματικότητα η ξαφνική του παρουσία. Ο κύριος που ‘χε ενοχληθεί από τη φασαρία της παλιάς πανοπλίας κοίταξε από τον εξώστη τον Σάντσο που ξεμάκραινε. Πώς να φανταστεί ότι εκείνος ο τύπος δεν συνιστούσε παρά το απομεινάρι μιας τέχνης αυθεντικής, μιας εξέγερσης απέναντι στην ετοιμοθάνατη κουλτούρα του κόσμου; Ένιωσα λύπη για λογαριασμό του μα σαν έστρεψα το βλέμμα μου για να τον διακρίνω, δεν βρήκα τίποτε. Σε λίγο ξημέρωνε και ήταν η νύχτα ένα μυθιστόρημα, γεμάτο ελπίδα και προοπτική, ένα μυθιστόρημα που θα μας επέτρεπε να αντέξουμε τούτον εδώ τον κόσμο. Τον κόσμο που ζούμε, που εκφράζουμε με τους υπαινιγμούς και την αίσθηση του την πιο μαγική. Μια πραγματικότητα δηλαδή που μισονιώθουμε και με δυσκολία μαντεύουμε. 

Ο Σάντσο συνιστά λοιπόν τον αγαπημένο μου ήρωα, πάει τέλειωσε. Όχι για τις μαντόνες που αγάπησε, όχι για τις εσχατιές που γνώρισε μες στα θρυλικά του τα ταξίδια. Μόνο για το γεγονός πως οι αιώνες και τούτο εδώ το φθινόπωρο δεν κατάφεραν να τον συνθλίψουν, μόνο για αυτό θυμάμαι απόψε τον Σάντσο, τον αληθινό ήρωα εκείνης της παλιάς ιστορίας, που είμαι βέβαιος πως έχετε αναγνωρίσει.  

Απόστολος Θηβαίος