Γεώργιος Κρεοπώλης | Συνταγές Κηπουρικής

© Abelardo Morell

– Καλέ, πώς τα έχει αφήσει αυτός έτσι τα καημένα τα φυτά;
– Σταμάτα βρε Λία, τα παντζούρια του είναι κλειστά εδώ και πολύ καιρό, πάει μίσος χρόνος τώρα που περνάω και τα βλέπω όλα παρατημένα. Ο άνθρωπος λείπει.
– Κρίμα κρίμα, τόσο ωραίο μπαλκονάκι με τόσα φυτά. Ψόφια είναι όλα τώρα. Κρίμα.
– Ναι. Είναι κρίμα.

Μέσα σε μια κυλινδρική, πήλινη γλαστρούλα, βαμμένη σε κυματιστές ζώνες με γήινα χρώματα και με άσπρες, ζωγραφιστές λεπτομέρειες, βρίσκεται το γεράνι μου. Τα άνθη του είναι ροζ, με ελαφρώς κερασί, μακιγιαρισμένα, ντελικάτα πέταλα. Κοσμεί το μπαλκόνι μου, πράσινο, περήφανο και υγιές, κρεμασμένο από το ταβάνι με παχύ σχοινί από ίνες γιούτας και περίτεχνους, διακοσμητικούς κόμπους. Τα γεράνια ευδοκιμούν σχεδόν σε όλες τις καιρικές συνθήκες, με συνεχή ή και περισσότερο περιστασιακή έκθεση στον ήλιο. Έτσι και ‘γω, το κρέμασα στη βορειοανατολική πλευρά του μπαλκονιού, εκεί όπου για τις πρώτες ώρες της ημέρας μπορεί και χρωματίζεται κλεφτά κίτρινο και πορτοκαλί. Με αραιό αλλά συνεπές πότισμα, το όμορφο γεράνι ανθοφορεί μέχρι και τους μουντούς μήνες του φθινοπώρου, οπότε και συνήθως το σκεπάζω για να ξεχειμωνιάσουμε υπομονετικά.

Όταν στρέφω το βλέμμα μου από την άλλη πλευρά, διακρίνω το πολυγάλα, ανάμεσα στο πελαργόνι και τη φωτίνια. Φωλιασμένο στη νότια γωνία του μπαλκονιού, τοποθετημένο στο μαρμάρινο πάτωμα, μου γλυκαίνει τη ματιά με μικρά, κομψά μπουμπούκια και όμορφα, μωβ στολίδια ανάμεσα στο πυκνό του φύλλωμα. Αγαπάει τη ζέστη, το άμεσο ηλιακό φως και το κακομαθαίνω με εμπλουτισμένο φυτόχωμα και το πιο ακριβό λίπασμα της αγοράς. Είχα αγοράσει και αυτή την μονολιθική γλάστρα από πορώδη πέτρα, με τραχιά υφή και σοβαρό γκρι τόνο για να το υποδεχθεί. Εύθραυστο, υψηλής διατήρησης και πανέμορφο.

Το γεράνι, το πελαργόνι, το πολυγάλα και το ρυγχόσπερμο, η φωτίνια και η πικροδάφνη, το κίτρινο γιασεμί -αυτό είναι και το αγαπημένο μου• όλα στριμώχνονται στον ταπεινό πρόβολο του διαμερίσματος μου, στρατηγικά τοποθετημένα εκεί όπου δεν τα στεναχωρεί ο έντονος άνεμος, η ψύχρα ή η σκιά. Φυτά παντού, μικροί θάμνοι και αναρριχητικά σε γλάστρες κρεμαστές, επιδαπέδιες και κάθε λογής σχήματος και χρώματος. Γέμισε ασφυκτικά αυτό το μπαλκόνι με τις άγαρμπες αναμνήσεις των προσπαθειών μου να τελειοποιήσω τη φροντίδα της πράσινης παρέας μου και -αν τολμώ να πω- με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα ανθοφορίας. Προς το τέλος τουλάχιστον ήταν ικανοποιητικά.

Οι μύτες όλων των περαστικών κάτω από το μπαλκόνι πάντα στρέφονταν από ευχάριστο τσούξιμο προς το μέρος μας, εκεί που όλοι οι κόποι μου, παρατεταγμένοι στο περβάζι, στο πάτωμα και σε κρεμαστές θηκούλες, μπουγέλωναν τον αέρα της γειτονιάς με πολύχρωμες οσμές και τραγανά παρφούμ. Κήπος ταπεινός και θαυμαστός, γνωστός μεταξύ μας, εδώ στο τετράγωνο, και στους καλεσμένους του σπιτιού μου.

Οι τελευταίες μέρες στο σπίτι με το παραγεμισμένο μπαλκόνι βάφτηκαν μαύρες, αν και καλοκαιρινές κι ηλιόλουστες. Σκέψη μπαγιάτικη και μουχλιασμένη: τώρα κρατάω όλα μου τα φυτά ζωντανά, για να τα δολοφονήσει αργά η οντότητα της επικείμενης απουσίας μου. Και όχι σε μήνες ή σε χρόνια• η φθορά της παραμέλησης θα φανεί ήδη από τις πρώτες ώρες. Σε λίγες μέρες. Διότι θα φύγω σύντομα. Και, με αυτό τον τρόπο, έτσι όπως είναι σχεδιασμένα τα πράγματα -αυτά τα παλιοπράγματα γαμώτο-, δεν κερδίζει κανείς τίποτα στο τέλος. Σχεδόν τίποτα.

Χρόνια ολόκληρα φροντίζω πρόθυμα έναν πλούσιο κήπο δειλών προδιαγραφών. Αρχικά ήταν με τεχνικές αρχάριες, αλλά έπειτα έμπειρες και προσεγμένες: η αγάπη μου στο τέλος έσταζε με το σταγονόμετρο, προκειμένου αυτά να μην μαραίνονται αλλά και να μην ξερνάνε νερό στα πιατάκια τους. Με διαμόρφωσα τόσο προσεκτικά, γεμίζοντας το μυαλό μου με μυστικά κηπουρικής και δασκαλεύοντας τα δάχτυλά μου με νευρικά μηνύματα, που τα κάνανε να χαϊδεύουν τόσο απαλά τα εύθραυστα τους φύλλα. Αλλά φεύγω και τα αφήνω πίσω. Αναγκαστικά. Γεγονός κι αναπόφευκτο.

Εκείνα έζησαν πλουσιοπάροχα και καλά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Μπορεί τα πρώτα γλαστράκια μου να βίωσαν τα αποτελέσματα των αυθαιρεσιών μου και των παιδικών μου ρυθμών, των αφελών μου συμπερασμάτων και των αυτοσχεδιασμών, αλλά τελικά μεγάλωσαν σε δυνατούς, πυκνούς θάμνους και καλλωπιστικά φυτά με χάρη και έντονες μυρωδιές. Ό,τι τα ακολούθησε, γεμίζοντας το μπαλκόνι και το ιστορικό της εμπειρίας μου, δεχόταν τη βέλτιστη φροντίδα, αυτή που προανέφερα: με το σταγονόμετρο. Προσοχή, ενδιαφέρον, αγάπη κι ενθουσιασμό. Αλλά όλα τωρα, παλιά και νέα, προσθήκες μελετημένες ή βιαστικές κι αφελείς, θα πεθάνουν. Γεγονός κι αυτό, θλιβερό, αναπόφευκτο και μεγάλο κρίμα.

Και το δικό σου• ήταν το τελευταίο. Πάλευα με αυτές τις αμφιβολίες να υποδεχθώ ή όχι κι άλλο γλαστράκι την τελευταία στιγμή, λίγο πριν σφραγίσω τα παντζούρια μου. Και αυτό γιατί ήξερα ότι δεν μου μένει και πολύς χρόνος. Αλλά η προσφορά του ήταν μια πολυεπίπεδη πρόκληση που με γοήτευε τόσο και, έτσι, συμφώνησα.

Δεν μου χαρίστηκε εύκολα, αλλά είχε προδιάθεση για ολοκαίνουργια ευωδία. Και όταν μετά από λίγο καιρό υπομονής άνθισε, η εικόνα του ολοκληρώθηκε και ο δρόμος ποτίστηκε εκ νέου από την ομορφιά και τη φρέσκια κολόνια μας. Ομορφιά υπαρκτή, αν και σύντομη. Αδιαμφισβήτητη, αν και μελλοθάνατη. Άρωμα νεανικό και λάγνο. Ομορφιά ανακουφιστική και δυσεύρετη, ομολογουμένως ακτινοβόλος και παρηγορητική. Ομορφιά που αναγνώζεται επιφυλακτικά κι αργά. Άρωμα που αγκιστρώνεται στις ίνες των ρούχων και μπλέκεται ανάμεσα στις αχτένιστες μπούκλες. Ομορφιά που διατηρούσα λες και θα διαρκούσε για πάντα, επιστρατεύοντας ό,τι λίγο έμαθα από αυτό τον μικρό κήπο, από τον κισσό, το δεντρολίβανο και την αρμπαρόριζα. Από όλα. Τα μυστικά, τη συχνότητα και τη φροντίδα. Τη φροντίδα που απαιτεί στοχευμένη προσέγγιση, μεμονωμένη μελέτη, επανάληψη και συνέπεια.

Αλλά θα πεθάνει και το δικό σου.

Τώρα, λίγο πριν κλειδώσω τις μπαλκονόπορτες μου, η θέα των πράσινων αποχρώσεων στα φυλλώματα των φυτών κάθε λογής πίσω από το τζαμί μού πλημμυρίζουν τα μάτια με κομμάτια παρελθοντικά και αγαπημένα, με κομμάτια έρωτα, περαστικών δειλινών και πρόχειρων γνωριμιών. Με αρωματισμένα αγκάθια που μου λύνουν τις αρθρώσεις των ποδιών και αλαφρώνουν το βάρος του εγκεφάλου. Μα πού πάω; Και αυτά τι θα απογίνουν;

Δεν λυγίζω υπό την πίεση των επικίνδυνων σκέψεων να τα καταστρέψω όλα επιθετικά και χωρίς έλεος. Δεν το κάνω. Όμως, καλύτερα δεν θα ήταν; Ένα βαρύ ρόπαλο να καταστρέψει τις γλάστρες με συγκροτημένα χτυπήματα, να τους κάνει θρύψαλα όλους τους αναθεματισμένους πήλινους κυλίνδρους. Άγρια χέρια να μαδήσουν τα νεαρά άνθη και τους περήφανους βλαστούς, η σάρκα τους να μυρίζει νωπό χώμα και να λερώνεται με αδέσποτες ρίζες που ξεψυχούν. Ένα ζωηρό σπίρτο να ξεκινήσει μια φωτιά αμέλειας ανάμεσα σε βενζινολουσμένη, πράσινη ζωή και φθηνό πλακάκι εξωτερικού χώρου• να καούν όλα και, προπαντός, αυτές οι άτιμες, καταπληκτικές, πλούσιες μυρωδιές που υπερδιεγείρουν τη μύτη μου στις αναμνήσεις των προηγούμενων ημερών και χρόνων.

Θα ήταν βολικό και εγωιστικό, αλλά καλύτερα. Το πρώτο βήμα για το πένθος είναι ο θάνατος, και εγώ κάθομαι -τόσο ανώριμα- ακόμα και τα επαινώ για τη ζωή τους, ακόμα και αν τα καταδικάζω στη σίγουρη συμφορά. Ακόμα και σήμερα, ακόμα και τώρα.

Η μπαλκονόπορτα έκλεισε κι ασφαλίστηκε χωρίς να καεί τίποτα. Για τώρα τουλάχιστον, τα φυτά ακόμα ζουν, πρασινίζουν τη χλωμή μας πολυκατοικία και εκπνέουν οξυγόνο και αρώματα. Η βενζίνη λούζει μονάχα εμένα, καθώς χαιρετάω ευγενικά την κυρία Σοφία που κατεβαίνει το πεζοδρόμιο με αυτή την κουτσομπόλα τη φίλη της. Δεν ξέρει ακόμα ότι θα φύγω.

Μια κλέφτη ματιά ξανά στο μπαλκόνι μου -από το ύψος του δρόμου τώρα- με αναγκάζει να μένω καρφωμένος όρθιος, πάνω στην ζεστή ακόμα άσφαλτο, και να καπνίζομαι ολόκληρος. Φεύγω. Τα μυστικά της κηπουρικής, το χαζό σταγονόμετρο, οι αλχημείες των φαρμάκων και του λιπάσματος, οι μοναδικές “συνταγές” φροντίδας τους και η πολύχρονη μορφοποίηση μας είναι η άυλη κληρονομιά αυτών των χρόνων που μεγάλωνα αυτά τα ηλίθια φυτά -και το δικό σου ακόμα, την τύχη μου!- να εκεί πέρα πάνω. Αυτά για τα οποία μοιρολογώ πρόωρα, για τα οποία γκρινιάζω με παιδικό παράπονο. Αυτά που με δίδαξαν -αναγκαστικά- τα πολλά καπρίτσια της αλληλεπίδρασης και τη νοστιμιά της εγγύτητας. Αυτά τα ανυπόφορα, ιδιότροπα, λεπτομερώς πλασμένα, ηλίθια, υπέροχα φυτά.

 

Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.