Έργο κωμικοτραγικόν
εμπνευσμένο από διαφήμιση του
1912
[Σκηνικό λαϊκής γειτονιάς των αρχών του παλιού αιώνα. Μια γκρεμισμένη μάντρα, μια χαμοκέλα, το λαδοφάναρο του δρόμου και το τσίγκινο φεγγάρι δουλεμένο στη στράτζα κάτω στο Βοτανικό. Κάτι χαρτονένιες στέγες που ελίσσονται κυβιστικά στο φόντο συμπληρώνουν τη θέα που απολαμβάνει η πλατεία. Τρεις φιγούρες κουτσαβάκικες, του παλιού, καλού καιρού κάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή. Πέφτει η μουσική του Κουταλιανού σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και οι τρεις τους προχωρούν πάντα σύμφωνοι με το ρυθμό, προσαρμόζοντας το φέρσιμό τους στα όγδοα του τραγουδιού. Είναι ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας του καιρού τους, πάει να πει φορούν τραγιάσκα ή κουμπέ και το σακάκι τους είναι από μπλε σεβιότ. Βελάζει το σακάκι που είναι σκωτσέζικης προέλευσης, πρώτης ποιότητας και ενδεδειγμένο για τον ενδυματολογικό κώδικα του μάγκα. Οι δυο φορούν ζωνάρι παρδαλό, ενώ ο τρίτος δεν φορεί και έχει την κάμα του σε πρώτο πλάνο δεμένο πρόχειρα πάνω στο παντελόνι το τζογέ που ήτανε στενό και κάθε βράδυ αναγκάζονταν να βάζουν σαπουνάδα μπας και το ξεκολλήσουμε από τα κανιά τους. Το σακάκι το φορούν οι δυο και ο τρίτος το ‘χει ριγμένο όπως αρμόζει στων Αθηνών τους μάγκες.
Το τραγούδι ησυχάζει, οι τρεις φτύνουν ταυτοχρόνως κατά γης και ισιώνουν τις τραγιάσκες τους. Κοιτάνε γύρω και έχουν στο χέρι τις κομπολόγες που κάνουν κρότο στακάτο. Την προσοχή τους συλλαμβάνουν δυο περαστικοί. Τα κουτσαβάκια θυμώνουνε, κάνουνε να τους μουντάρουνε, ο ένας με την κάμα χτυπάει σαν τους χορευτές της Ισπανίας τα τακούνια τους στο χωμάτινο το δρόμο.
Περαστικός Α: Αμάν! Κάνε να φύγουμε από εδώ! Ίσα και μας φάγανε ετούτοι! Ίσα ντε, σου λέω!
Περαστικός Β: Τι ‘παθες ρε φίλε; Τι τους κάναμε δηλαδή και θα μας βάλουνε στο μάτι; Μήπως τους πειράξαμε ή τάχα θα μπορούσαμε εμείς να παραβγούμε μαζί τους σε ατιμίες και στο θάρρος; Σιγά βρε παιδί μου, τι με σπρώχνεις; Ρε αμάν, τι πάθαμε, στα μουλωχτά θα πηγαίνουμε τώρα πια. Και η αθωότητας μας; Δεν μου λες, βρε αδερφέ, αθώοι δεν είμεθα;
[Και ο άλλος τον σπρώχνει, τι τον σπρώχνει δηλαδή, τον τσουβαλιάζει. Μα τα κουτσαβάκια τους έχουνε κιόλας βάλει στο μάτι. Πάει, χαθήκανε σας λέω. Πρώτος μιλάει ο επονομαζόμενος και Κουβαρίστρας, μέγας μάγκας των απανταχού συνοικιών.)
Κουβαρίστρας: Για πού το βάλατε ρε καλόπαιδα; Τι τρέχετε μωρ’έτσι, βρυκολάκους είδατε;
{Οι δυο περαστικοί, κάτι λένε μεταξύ τους.)
Περαστικός Α: Δεν στο’πα; Πάει, ίσαμε εδώ ήταν το καντήλι μας. Βαγγελίστρα μου, βάλε το χέρι σου να βγούμε ζωντανοί.
Περαστικός Β: [το ίδιο συνωμοτικά] Τον εξέρεις δηλαδή; Του’χεις κάμει τίποτε βρε παγαπόντη;
Περαστικός Α: Εγώ; Του Κουβαρίστρα; Να με καρφώσουν με του γύφτου τα καρφιά αν τολμήσω ποτέ να σηκώσω απάνω του το βλέμμα μου. Αυτός σε χαρακώνει σαν το χαρτί, φαντάζεσαι τι εύκολα που το κάνει;
Περαστικός Β: Και οι άλλοι; Φονιάδες και του λόγου τους; [ξεροκαταπίνει, σταυροκοπιέται]
Περαστικός Α: Αμ πώς δεν τους ξέρω! Είναι ο Κουβαρίστρας, ο Τρομάρας και το Μανιατάκι, αχ μάνα μου τι μας ήβρε εμάς τα άμοιρα τα προσφυγάκια;
Περαστικός Β: [απευθύνεται στους τρεις μάγκες. Στο μεταξύ οι δυο τους κρατιούνται αγκαζέ και τρέμουν σαν τα ψάρια όξω από το νερό] Πάμε στη Δεξαμενή παλικάρι μου! Εδώ πιο πάνω. Μιλάει ένας σπουδαίος πολιτικός! Ναι, αμέ! Θα’χει και μπουφέ, μας είπανε και έτσι που πεινάνε τα στομάχια μας, άμα φανεί κιμπάρης θα τον εψηφίσουμε. Μόνο να φάμε, παλικάρι μου, μας εδώ χάμω κάνει πείνα μωρέ λεβεντόπαιδα.
Μανιατάκι: Σπουδαίος; Και τι θα πει σπουδαίος; Σπουδαίο είναι να ‘χεις ψηλά το ρεβέρ, να’σαι γυαλισμένος με καλό μαχαίρι. Καλά δεν τα λέω ω ρε συνάδελφοι;
[Και τα τρία κουτσαβάκια, με μια φωνή] Καλά, καλά…
Κουβαρίστρας: [πλησιάζει, τους μετράει, φτύνει καταγής, ξουρίζει ολίγο τις φαβορίτες του με το σουγιά] Και πώς τον ελένε αυτόνα ρε;
Περαστικός Β: Πού να ξέρουμε εμείς; Μην τάχα μας νοιάζει αν είναι του βασιλέως [κάνει να βρει τα ανάκτορα να τα δείξει] ή του πρωθυπουργέως, αν είναι ατζαμής ή του περισσεύει το μεράκι; Εμείς ολίγο να φάμε θέλομεν, να ντερλικώσουμε καθώς το λένε λαϊκώς.
Περαστικός Α: Και σοφώς, και σοφώς! [Οι δυο συμφωνούν]
Τρομάρας: Και δεν μου λέτε, φαϊ δεν έχετε μα την τρίχα την έχετε γυαλισμένη , πένα ρε καλό παιδα μου είστε! Για πέστε τα τώρα να λάβει τέλος η τελετή, γιατί έχομε και δουλειές να πούμε.
Μανιατάκι (το): [έρχεται κοντά] Έχομε και δουλειές…[φτύνει χάμω και ισώνει με τον αντίχειρα την τραγιάσκα του, τα χέρια περνάει στο ζωνάρι, θα γίνει φονικό]
Περαστικός Α: Τι μαλλί κύριε μου, μας λέτε; Εδώ πιο κάτω βρήκαμε μια βρύση και έτσι καψωμένοι που ‘μεθα εβρέξαμε τις κεφαλές μας, μια στάλα. Να μην πούνε και εις την δεξίωση, “τι τομάρια είναι ετούτα”.
Περαστικός Β: Για μια αξιοπρέπεια ζούμε, αγαπητό κουτσαβάκι.
Κουβαρίστρας: Ρε , μπας και μας περνάτε για τίποτε χαμένους; Πείτε ρε, μην σαν βρουν χαμένους εδώ δα!
Περαστικός Α: Άντε, να σας το πω κύριέ μου. Μα δεν είναι τίποτε, είναι που ένας άλλος υποψήφιος, εδώ πιο κάτω, του βασιλέως ή του πρωθυπουργέως – ποιος είμαι εγώ διά να κρίνω;- υποσχέθηκε, προς άγρα ψήφων, να διαθέσει μπριγιαντίνη για λάδι στους απανταχού μάγκες να ‘χουν να τσιγκελώνουν τον μύστακα.
Τρομάρας: [θυμωμένα] Ποιος είναι αυτός ο μύστακας; Συμμορία είστε ρε, να σε διαχωρίσω τώρα ή αργότερα που δεν θα’χω και τίποτε να κάμω;
Περαστικός Β: [γελώντας] Δεν είναι κανείς! Το μουστάκι εννοεί ο αγαπητός. Του μάθανε πολλά γράμματα και τώρα δεν μπορεί μια σωστή κουβέντα να ομολογήσει.
Τρομάρας: Πηγαίντε μας εκεί. Και αν δεν είναι όπως τα λέτε, ω ρε, αν δεν είναι, διαλέχτε τρόπο για να αποθάνετε. Θέλετε μαχαίρι ή χορδή, θέλετε από το ξύλο για με τη μαγκούρα; Άιντε, ομπρός!
[Και τώρα ετούτος ο αταίριαστος ο θίασος πάει στην πολιτική συνάντηση. Εμπρός ο Τρομάρας και πίσω οι άλλοι δυο. Και πιο πίσω τα θύματα της ιστορίας μας. Και όλοι μαζί πάνε με το ρυθμό του τραγουδιού που αρχινάει. Σε μια άκρια στη σκηνή φωτίζεται ένα πρόχειρο μπαλκόνι με κάτι γλάστρες και άλλα τέτοια. Από κάτω πέντε έξι άτομα χειροκροτούν όσο ο ομιλητής εκφωνεί κάποιον πανηγυρικό που ουδόλως τέτοιος είναι.]
Ομιλητής: Και διά να σας πείσω πως την αλήθεια σας λέγω και πως με πρόθεση καλή έβαλα τον εαυτό μου στην υπηρεσία του Έθνους, διά να πειστείτε πως σας απευθύνομαι με αξιοπρέπεια και ευθύτητα, ο συνεργάτης μου και εγώ θα διαθέσουμε εις τους μάγκας των περιοχών ποσότης ικανή διά να διακοσμήσουν την κόμη των. Και όχι μόνο δια να διακοσμήσουν, μα και διά σκοπούς προσφοράς υψίστης εις τ’όνομα της ιατρικής. Βλέπετε, όστις μ’εψηφίσει θα λάβει την θεραπεία διά της τριχοφυΐα της κόμης και του μύστακος που με εκείνα και με τα άλλα τα τριχωτά σκορπάει κάθε μέρα και περισσότερο [ο ένας περαστικός κλείνει το μάτι επιβεβαιωτικά στον Τρομάρα που πλαταγίζει θυμωμένα τα χείλη του]. Ρωτήστε να μάθετε, τι εστί Τριχοθρεψίνη, συμβουλευτείτε τας πρεσβείας τας ευρωπαϊκάς που τελούν μες στην ατμόσφαιρα της μοδός, ρωτήστε τριγύρω σε ζαχαροπλαστεία και κουρεία, σε χαμαιτυπεία και βιβλιοπωλεία, σε θεωρεία και καφενεία, συ υπουργεία και διδασκαλεία. “Τι εστί τριχοθρεψίνη;” και ευθύς θα λάβετε την απάντηση που αρμόζει. Διότι, η ψήφος σας μπορεί να σώσεις τας τρίχας σας και ας μην είναι τέτοια. Διότι, παν ανήρ με κόμη περιποιημένη διατηρεί ακέραιας τις πιθανότητας να θεωρηθεί αξιοπρεπής και ίσως αν του περισσεύει η καπατσοσύνη, να επετύχει και κανέναν καλό γάμο, με ψυχή ρομαντική. Ψωμολυσσάρηδες και κοματάρχες, πολιντικάντηδες και καφετζήδες, στρατιώται και υπασπισταί ψηφίστε με και οι τρίχες σας θα ιδούν μια άσπρη μέρα!
Τρομάρας: Αμάν! Τι ‘πε ρε Μανιατάκι (το);
Κουβαρίστρας: Πως θα ασπρίσουν λέει οι τρίχες μας!
Τρομάρας: Κράτα με ρε Μανιατάκι (το)! Ο άλλος που είναι να με κρατήσει;
Κουβαρίστρας: Εδώ ‘ μαι, δέθηκα από την κολόνα να μην κάνω κανένα κακό προοίμως!
Τρομάρας: Μάνα μου, μες στην ψείρα θα γυρίσω πάλι, αμάν, αμάν!
Κουβαρίστρας: Αμάν, αμάν!
Μανιατάκι (το): Αμάν! [με τον σουγιά χτενίζεται]
Περαστικός Α : Αμάν…
[Και τότε είναι που ξεσπάει ο άγριος καυγάς. Και τον παίρνουνε τον πολιτικάντη, τον δημαγωγό και να και η μια και να και η άλλη, και να πέφτουν τα κορμιά το’να πάνω στ’άλλο. Σύγκρουσης κορυφής και μέγα πολιτικό δράμα, αυτό που εκτυλίσσεται στο κέντρο της οδού. Τα σκυλιά γαυγίζουν, τα παιδιά χαχανίζουν και εκείνοι οι δυο που άλλοτε φοβόντουσαν για τη ζωή τους, έχουν βάλει κάτω τα εδέσματα και τρώνε και ευχαριστιούνται που βλέπουν τον τρομερό καυγά. Κάθε τόσο, βάζουν μια γενναία ποσότητα Τριχοθρεψίνης στα μαλλιά τους και χειροκροτούν κεφάτα τον χαλασμό. Όλα ετούτα στην Αθήνα, που ίδια μένει και παράδοξη, με λογιών υποσχέσεις, ζορισμένη από της ιστορίας της τα θελήματα. Και τις αδέσποτες τις τρίχες που φύονται εδώ και εκεί και το βίο της ορίζουν, σαν το πλεούμενο στα χέρια του αδέξιου του πλοιάρχου.]
*Τα ονόματα που αποδίδονται στα κουτσαβάκι δεν συνιστούν τυχαίες επιλογές, αλλά γνωστούς και ταυτοποιημένους χαρακτήρες της συνοικίας του Ψυρρή. Υπήρξαν θιασώτες και εκφραστές ενός ολόκληρου τρόπου ζωής και μπορεί κανείς, μεταξύ άλλων να τους απαντήσει, σαν ονόματα του παρελθόντος πια μες στ’ανεκτίμητο το έργο του μεγάλου Ηλία Πετρόπουλου.
Απόστολος Θηβαίος