Τα ρέστα, παρακαλώ στην ιστορία

© Ernst Haas

[…επειδή τ’άρεσε του πατέρα μου ο Καλογιάννης και επειδή τούτος ο μήνας μπαίνει με μια αποφορά και μια ελπίδα, πιάνομαι στους στίχους και παίρνω το δρόμο με τις λέξεις, τον δίχως τέλος…]

Στις 3 του Σεπτέμβρη που θα περνάς, πουθενά να μην κοιτάξεις. Γιατί έχουν αλλάξει όλα τριγύρω και η Ελλάδα που θυμάσαι, πεθαίνει. Μια άλλη γεννιέται μα εμείς δεν έχουμε ιδέα για το φύλλο της. Στα τυφλά βαδίζουμε, περιμένοντας να καταλήξει ο τοκετός που φέρνει το καινούριο. Για αυτό λοιπόν, μάζεψε τις σημαίες και κράτα το στόμα σου κλειστό, γιατί αλλάξανε και πάλι οι καιροί. 

Τώρα, παντού ξένες μαρκίζες και επιγραφές. Σαν υδατογραφημένο, πίσω αχνοφέγγει το ουσιώδες. Ενθάδε κείται η αθωότης, γράφει πίσω από τις αγγλικές επωνυμίες. Τις κουβέντες να μην ακούς, γιατί είναι γεμάτες άγνωστες λέξεις και με τους θορύβους μην τρομάξεις. Είναι τ’άρμα της Ευρώπης που περνάει από την οδό Σταδίου φορτωμένο με όλη του την πραμάτεια. 

Τώρα δεν γιορτάζουμε και οι Σεπτέμβρηδες μονάχα σινιάλα στέκουν για τα φθινόπωρα που θα’ρθούν. Για αυτό λοιπόν, πέρνα από όλες τις οδούς και άφησε ένα λουλούδι στο μοντέρνο κοιμητήριο που φτιάξαμε με τόσο κόπο. Όσα κρύβονται σήμερα από τα μάτια σου, – το’γραψε ο Σωτήρης Κακίσης και αυτό σημαίνει μια βαρύτητα – να ξέρεις ψιθυρίζουν για πάντα την αλήθεια, τίποτε λιγότερο. Με ένα λουλούδι τη μνήμη να γιορτάζεις και να προχωρείς μες στον άγνωστο καιρό. 

Δεν σου μιλώ για κινήματα, αυτά ξέρω πια πως γρήγορα πεθαίνουνε, παράφορα θεατρικά μες στη συνήθεια. Μα στα γόνατά σου πέφτω και σου ζητώ να μου δείξεις πώς βρίσκει κανείς μια μεγάλη ιδέα για να πιστεύει, να μην κοστίζει παρά μόνο σε εκείνον τον κοινό μας εαυτό. Φαντάσου, να πέφτω εμπρός με τους στίχους του Αλκαίου, πάει να πει πως τερμάτισε εκείνη η ελαφρότητα που φτηναίνει τη ζωή μου.

Δεν σου μιλώ πια για μια άνοιξη τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Πού να το βρω για να στο δείξω, έτσι που καταπίνουν τις πλώρες τα χρόνια. Τώρα μικρές ελπίδες έχουμε και ένα πνεύμα σαν αποσπερίτη να ανάβει ανάμεσα στα άλλα, τ’άστρα τα πεθαμένα. Δεν σου μιλώ για τίποτε, χάρτινα τώρα τα συνθήματα, σαν τα κοκαλάκια στις φορεσιές των κοριτσιών, μια φορά και έναν καιρό στο Άργος και τον Ιλισό.

Καλό σου ταξίδι παλιέ μου φίλε. Δεν σ’έζησα και δεν σε ξέρω για αυτό σε νοσταλγώ και σε ζητάω. Δεν είσαι εσύ, μα εκείνη η ρίζα, εκείνη η πατρίδα που δεν τις λένε τίποτε τα  σύμβολα, που δεν είναι δανεικιά και ψεύτικη. Πουθενά να μην κοιτάξεις τότε που θα περνάς, γιατί όλα τα μεγάλα σωθήκανε. Τώρα, η πολιτεία μοιάζει με τάφο αδιαλύτων, με άχαρο καθήκον μοιάζει, ψάρι νεκρό μες στο πέλαγο. 

Η καινούρια Ελλάς έφτιαξε μπομπέ το μαλλί της και πέρασε, ισάξια πια, μες στις αίθουσες των παλατιών με την αφόρητη τους πόζα. Στα χέρια φόρεσε βυζαντινά βραχιόλια, καμωμένα στην Εσπερία και έπιασε το ξόδεμα στα στρεβλά και παρατράγουδα κινήματα του Παπαγιώργη. Πού να τον υποψιαστούμε τον καινούριο τον καιρό, έτσι που βροντάνε οι μουσικές, εκεί έξω, στον αιώνα των θορύβων τον φοβερό. Εδώ και εκεί σκορπίζεται ο τόπος μας, τσαλαβουτά στο νόστο, πιάνεται από το καινούριο που δεν ήταν ποτέ τέτοιο, σωριάζεται, χτυπά το γόνατό του, κουτσαίνει σαν ποίημα και παραμένει αιωνίως αφελής, πως τάχα μπορεί κανείς να ζήσει χίλιες ζωές. Και στέκει μες στα λιανοτράγουδα και αναρωτιέται ποιο τάχα θα’θελε να’ναι τ’όνομά της το καινούριο. 

Θα σ’ανταμώσω στα μικρά καφέ που λένε και τα τραγούδια, μικρό μνημόσυνο στον λαό που αρνείται να γίνει μάζα. Θα παραγγείλουμε μοντέρνα γλυκά με σιρόπια συνθετικά, θα μνημονεύσουμε Κάλβο και Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, θα πιούμε από το μπρούσκο του Καρούζου και του Σολωμού, δίχως τους εξωραϊσμούς τους πλαστούς των μνημείων που μας δόθηκαν, στο πνεύμα και το γράμμα του Πικιώνη και του Παλαμά, ανθρώπων μοντέρνων που στάθηκαν μονάχοι τους κινήματα.

Και θα’ναι 3 του Σεπτέμβρη, μια μέρα που ζητά περιεχόμενο πια και εμείς θα γελούμε με εκείνο το πωλών ιάμβους ως ελαίου έμποροι. Και θα’ναι ολάκερη η εποχής μας ανήξερη και εμείς τα πιόνια μες στη μακέτα της πόλεως που πίσω από τις θηριώδεις κατασκευές της, παραμένει αφόρητα παλιά. Σαν θα πεις, μας πήραν τα πάντα και μας άφησαν τα πάντα ευθύς θα σοβαρευτούμε και θα λογαριάσουμε χίλιους τρόπους για να χορηγήσουμε πνοή ζωής σε τούτο εδώ τον τρεμάμενο τον κόσμο, τον μικρό. Όχι ασκήσεις μετάνοιας και γονυκλισίες, όχι το περίφημο poncif, το τυποποιημένο, μα η μνήμη η δική μας που καταφτάνει όχι με ξένα σημάδια, μα με τ’άλλα τα δικά μας, τα γνώριμα που καθιστούν διαυγή και ελεύθερη τη ζωή μας, χάρισμα για να την φτιάξουμε λέει όπως την ονειρευτήκαμε.

Θα φωνάξουμε το παιδί που ‘χει την όψη της ιστορίας. Θα πληρώσουμε το λογαριασμό και με συγκίνηση θα διασωθούμε στην αιωνιότητα, ως εκείνοι που περίμεναν κάτι να αλλάξει. Και έτσι απομείναμε μαρμαρίνες μες στο πραξικόπημα του μέλλοντός μας, θα πουν για τη ζωή μας που πρέπει να ‘ναι καλή και γλυκιά, μονάχα αυτό. 

Α.Θ