Αν θέλεις να μάθεις την ιστορία της πολιτείας που νυχτώνει, ρώτα τα δέντρα. Κάτι γέρικα σκαριά κατά μήκος των μεγάλων δρόμων. Τι σκουπίδι έχουν σηκώσει, άρρωστα, γέρικα να σαλεύουν με τον πρώτο άνεμο. Τα φύλλα ρίχνουν και στον Θεό τους προσεύχονται, χειμώνες ολόκληρους.
Για τους εραστές που γράψανε με χαραγματιές τα ονόματά τους πάνω στο ξύλο. Για τα παιδιά που άφησαν πάνω στους κορμούς τα αρχικά τους. Λευκώματα τα δέντρα, ημερολόγια μες στη μεγάλη ιστορία του κόσμου. Ρίχνουν τον ίσκιο τους τ’αποκαλόκαιρο, να σκύψει να ησυχάσει λιγάκι εκείνος ο δόλιος ο διαβάτης. Και τον χειμώνα, μες στις πυκνές τις φυλλωσιές τους κρύβεται το φεγγάρι. Είναι εκείνες οι εποχές με την παγωνιά, με την μοναξιά. Τα δέντρα τις γνωρίζουν καλά και βαθιά.
Άμα πεθαίνει ένα δέντρο, κανείς δεν λυπάται, μήτε που το αντιλαμβάνεται, έτσι όπως περνά με ταχύτητα η ζωή εκεί έξω. Μα πιστέψτε με, καμιά φορά τα δέντρα πεθαίνουν, ρίχνουν τα κλαριά τους, μέρα τη μέρα προσκυνούν το γέρο χρόνο που τα ‘βαλε στο μάτι. Ξεραίνονται και μήτε το νερό, μηδέ το χάδι δεν μπορεί τίποτε να τους κάνει. Θα χαθούν το δίχως άλλο, ίσως μια άνοιξη ξανανιώσουν για λίγο, μα κουβαλούν μια καταδίκη αξεπέραστη. Το ξέρουν και σιωπούν, όλη τους την πίκρα τη γράφουν πάνω στα φύλλα τα ξερά.
Έτσι και εγώ, που’χα ένα δέντρο να αγαπώ. Και που μοιραζόμουν τον ίσκιο του με τους περαστικούς και τους ολομόναχους, ατέλειωτα μεσημέρια μου, περασμένα πια. Είχα γράψει εκεί επάνω μια ημερομηνία, έτσι από γινάτι. Θα’ταν κάτι ασήμαντο, ένα γεγονός από εκείνα που αποκτούν μια γενναία αξία στις παιδικές ψυχές. Έπειτα ήρθαν χρόνια, κρέμασα φωτάκια στο έρημο το δεντράκι, ανήμερα των Χριστουγέννων. Μα την Πασχαλιά δεν με χρειάστηκε, καθώς εδώ και εκεί, όπου είχε μάτια, πέταγε κάτι μικρά, πορτοκαλιά ανθάκια που τα αντικρίζεις σήμερα μονάχα σε παλιές, ταμπλαδαρωτές πόρτες με σκαλίσματα και άλλες διακοσμήσεις. Το συνηθίζανε παλιά οι άνθρωποι να προσθέτουν μια πινελιά της φύσης στα πράγματα της ζωής τους, τα πιο καθημερινά. Καθόμουν και τα χάζευα εκείνα τα ανθάκια και έλεγα πως άλλη ομορφιά δεν ξανάδα από εκείνα τα έρημα τα λουλούδια. Τι πόνος ήταν εκείνος, σαν έπεσαν στη γη και πεθάνανε. Είπα να σώσω ένα δυο, τα’βαλα στην ανθοστήλη την παλιά. Τίποτε δεν τους έκαμε, το μοιραίο καθυστέρησα και τ’ ανθάκια χαθήκανε, σκορπίσανε χάμω στο τραπέζι και γίνανε μια απορία.
Δεν το ξανάδα το δεντράκι μου. Σε άλλες γειτονιές πλανήθηκα, σε άλλα σπίτια διάλεξα να ζήσω. Και το λησμόνησα το δεντράκι μου και τα λησμόνησα τ’ανθάκια του. Πού και πού μια ζωγραφιά του σκάρωνα, μα την έκανα ψεύτικη, με πλούσια τη φυλλωσιά και με ακμαία τα κλαδιά. Ετσι το ‘θελε η τέχνη μου το δεντράκι της ζωής μου και ας ήταν ψέμα. Περίσσευε η ομορφιά σε εκείνες τις ζωγραφιές και ένας άλλος κόσμος έβρισκε τη θέση του εντός μου.
Θέλησε ο Θεός να φθάσω στα χρόνια τα ύστερα. Τίποτε δεν ήθελα, μήτε τα ωραία τοπία ή τις εξοχές. Εμένα το δεντράκι μου με ένοιαζε. Θα’ταν μια Κυριακή που γύρισα στα μέρη της παιδικής μου ηλικίας. Με τι αγωνία δεν έσυρα το βήμα μου ως το παρτέρι που ‘χα αφήσει το δεντράκι μου. Είχα κρεμάσει τα ρούχα της νιότης μου, όπως αφήνει κανείς την ψυχή του στις πύλες του ουρανού και προχωρεί και προχωρεί.
Και το ‘δα, με τον ίσκιο του τον πλατύ, μες στη βουή της πολιτείας την αθεράπευτη. Και είπα, καλώς σε βρήκα δέντρο μου και μάρτυς μου τούτο το θαυμαστό που μπολιάζει με ανθάκια σπάνια την πραγματικότητα, μάρτυς μου το θαυμαστό πως σαν άπλωσα το χέρι μου επάνω στον κορμό του, σαν να σαλέψανε τα κλαδιά. Τα μάτια του ήλιου μες στη φυλλωσιά πέφτανε χαρούμενα, όλο στωικότητα και απαντοχή. Και ήταν γέρικος ο νόστος μου, βαρύς.
Δεν τ’άντεξα να το βλέπω έτσι πεθαμένο το δεντράκι μου. Πήρα από το ρούχο του ένα ενθύμιο και διάλεξα ένα απ’τ’ανθάκια του. Καθόλου μαραμένο δεν μου φάνηκε. Και ας ήξερα πως ήταν μια κρίση τελειωτική ο θάνατός του, εγώ το κράτησα μες στην ανθοστήλη που σας είπα. Μόνο σαν το βρήκα πάνω στο σκρίνιο σκορπισμένο, κατάλαβα πως το δεντράκι της ζωής μου πάει, πέθανε για πάντα.
Μαζί του πέθανα και εγώ, δεντράκι και του λόγου μου μες στο ξέφρενο περιβόλι τούτου του χρόνου και του άλλου, του παντοτινού.
Απόστολος Θηβαίος