Απόστολο Θηβαίος | Στις αρένες της Λούτσας

© Jean-Pierre Favreau

γαλάζιο και λυπητερό
τούτο το διήγημα
για την αγάπη

 

Η κυρία Έρση κατοικεί το ετοιμόρροπο νεοκλασικό στη γωνιά του γαλάζιου μου στενού. Από μια άποψη ταιριάζουν, εκείνη και το κτίριο, έτσι όπως στέκουν σε πείσμα του χρόνου. Η κυρία Έρση το χειμώνα δεν βγαίνει, μόνο ταΐζει τα περιστέρια στο μπαλκονάκι με τα επιχρίσματα και τις γύψινες διακοσμήσεις που βαρεθήκανε και με κάθε βροχή κάποιο από τα χαρακτηριστικά των μορφών τους για πάντα χάνεται. Κουκουλωμένη με ένα σορό ρούχα και κουβέρτες, ζακέτες και άλλα χειμωνιάτικα υφάσματα, ρίχνει μια ματιά κάτω στον δρόμο. Και αφού βεβαιωθεί πως τίποτε δεν έχει αλλάξει αποσύρεται και πάλι στα δωμάτια του σπιτιού. Αν καμιά φορά ακουστεί το πιάνο – με λάθη και μερικές, μετρικές αρρυθμίες, ξέρουμε πως η κυρία Έρση υπέπεσε και πάλι στη βάσανο του νόστου. 

Μα το καλοκαίρι πάντα εξέρχεται της οικίας της, στολισμένη με βραχιόλια και πουκαμίσες διακοσμημένες με γιγαντιαίες καρφίτσες. Ένα τριζόνι, μια μέλισσα, το κεφάλι ενός πιθήκου, ένα παλαιό νόμισμα, η ποικιλία των κοσμημάτων αυτών δεν γνωρίζει τέλος. Βγαίνει, περιφέρεται μια δυο ώρες στη γειτονιά, μαθαίνει τα νέα, λογαριάζει τους φίλους που προσφάτως έχασε και μονολογώντας, με άσχημη διάθεση που δεν προοικονομεί το πιάνο, ψιθυρίζει πως έρχεται και η δική της η σειρά και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Μόλις φανεί την ακολουθεί ένας ολόκληρος θίασος από γάτες. Άσπρες, μαύρες, κουτσές, γέρικες, παιχνιδιάρες μα όλες τους πεινασμένες, λέγοντας με τα μάτια τους, όπως κανείς άλλος δεν το μπορεί εκείνο το τρυφερό ευχαριστώ που αγγίζει μοναδικά τις ανθρώπινες καρδιές.

Απόψε η ζέστη περισσεύει. Η κυρία Έρση στέκει στο μπαλκόνι της, ο ήλιος σε λίγο θα πνιγεί. Καμιά φορά φαντάζομαι πως τούτη η πολιτεία έχει το κακό συνήθειο να κατασπαράζει καθημερινώς τους ήλιους, έτσι που αν κανείς σκάψει σε μερικά στρώματα χρόνου, θα βρει άστρα νεκρά σε πλήρη αποσύνθεση, με ένα ασθενικό φως. Ίσως είναι τ’αστέρια, οι ευχές μας που δεν βγήκαν αληθινές, μα άλλη φορά θα σας πω για όλα αυτά. 

Το στενό μου παραμένει έρημο, όπως και οι γύρω δρόμοι. Πάντα κάποιος θα φανεί, μα θα’ναι βιαστικός. Ή πάλι κανένα ζευγαράκι από εκείνα τα εφηβικά ίσως βρουν μια γωνιά για να ανταλλάξουν ένα φιλί, μια υπόσχεση, έναν όρκο που θα σπάσει. 

Έτσι και απόψε. Βάθαινε το απόγευμα και είχε μια άπνοια που σε μαστίγωνε. Η κυρία βρισκόταν στο πόστο της όταν ακούστηκαν φωνές. Ένα ζευγάρι, δυο νέοι όχι πάνω από είκοσι χρονών φάνηκαν στο βάθος. Εκείνη πήγαινε μπροστά ενώ τ’αγόρι έτρεχε ξοπίσω της, προσπαθώντας να της κεντρίσει το ενδιαφέρον. Κάποτε το κορίτσι σταμάτησε, κάθισε στο πλατύσκαλο της εισόδου της κυρίας Έρσης και πήρε να κλαίει. Το αγόρι, κάπως αμήχανο στην αρχή, άρχισε να της μιλά τρυφερά, να την πλησιάζει, να αναζητά το πρόσωπό της, αφού όσα μπορούν να πουν τα μάτια, δεν θα μπορέσουν ποτέ οι λέξεις να πλησιάσουν. 

“Μα είναι ετούτος λόγος για να διακόψουμε; Να μου πεις πως έπαψες να με αγαπάς, να πω εντάξει, να το δεχτώ και να φύγω ήσυχος, πικραμένος όμως ήσυχος. Μα εσύ έχεις βαλθεί να με τρελάνεις! Μα για το Θεό, μου λες πώς προέκυψε όλο ετούτο με την Ισπανία; Από πού και ως πού να φύγεις; Να πας πού; Αρκούν μερικά φιλμ για να σε πείσουν; Και ας υποθέσουμε πως φθάνεις, συλλογίστηκες ποτέ πώς θα ζήσεις; Πώς θα μάθεις τη γλώσσα, τον τρόπο, τα φερσίματα; Τη μοναξιά, τη λογάριασες; Εμ, αυτή δεν τη λογαριάζουμε μα κάποτε μας δίνει μια κλωτσιά, ακριβώς όπως η φύση το κάνει για εκείνους τους ζωγράφους της Κυριακής που πείστηκαν πως βρήκαν τον τρόπο να μεταφέρουν την ομορφιά του τοπίου στον καμβά τους”.

Το κορίτσι είχε κρυμμένο το πρόσωπό της. Έπειτα, μίλησε κάπως θυμωμένη, προσπαθώντας να βρει αυτό που λέμε αυτοκυριαρχία, αυτό που συντρίβει πρώτα  ο έρωτας. “Μα εγώ δεν σου είπα πως θα πάω ως την Ισπανία. Εγώ σου είπα πως βρίσκω γοητευτική την ιδέα και πως ίσως, αν το θέλει και ο Θεός να γίνει από όνειρο πραγματικότητα”. Σηκώνεται και σουλουπώνει το φόρεμά της, ποζάρει με τρόπο, σαν να την φωτογραφίζουν. “Και άσε που ακόμη και αν δεν πάω ως την Ισπανία, μπορεί να έρθει αυτή εδώ”. 

Το αγόρι έβαλε τα γέλια και την κοίταξε απαξιωτικά. “Δεν με πιστεύεις λοιπόν; Μα για ρίξε μια ματιά τριγύρω. Ένα σορό Ισπανοί περιφέρονται στους δρόμους. Μαδρίτη, Σεβίλη, Μάλαγα, Μπιλμπάο, από παντού καταφτάνουν, έτσι που να μπορεί κανείς να ανακαλύψει την Ισπανία ακόμη και εδώ, σε τούτη τη γειτονιά”.

Ώστε λοιπόν εκείνο ήταν που ζητούσε. Έναν μεγάλο έρωτα, κάτι εξωτικό και παράδοξο, μια πιθανότητα από έρωτα. Το αγόρι δεν μίλησε, μόνο κάθισε στην απέναντι άκρη και κάρφωσε το βλέμμα του στο κενό. Το κορίτσι συνέχισε. Μόλις τώρα κατόρθωσα να δω πόσο όμορφη ήταν, να δω τα μεγάλη της μάτια, το χαμόγελο της που πλάταινε τις ελπίδες του κόσμου, τα μαλλιά της που έπεφταν καταρρακτώδη, ερεθίζοντας ώμους και πλάτη. Τα χείλη της είχαν το χρώμα του κερασιού. 

“Θα τον λένε Πέδρο ή Ροντρίγο ή Πασκάλ. Θα λατρεύει το καλό κρασί και εμένα. Καλά, με την ανάποδη σειρά. Και οι τρόποι του, αχ οι τρόποι του, όλο ευγένεια στις βόλτες μας, ένας ταυρομάχος σαν αυτούς που συναρπάζουν ολόκληρες αρένες. Μα ξέρεις για τι πράγμα σου μιλώ; Πού να ξέρεις; Να, μια βόλτα να πας ως τη Λούτσα, μάτσο οι Ισπανοί, να τους πιεις στο ποτήρι που λένε!”

Το αγόρι χαμογέλασε κάπως πικρά και κάτι γύρεψε μες στις τσέπες του. Της έδωσε ένα ζευγάρι κλειδιά, τη φίλησε στον λαιμό και έμοιαζε όλο αυτό με ένα αντίο. Κάπως αμήχανος, στάθηκε για ένα λεπτό και έπειτα προχώρησε αργά προς την κεντρική λεωφόρο. Η κυρία Έρση, έσκυψε από το μικρό της μπαλκονάκι. Το κορίτσι της χαμογέλασε. Η κυρία Έρση προσπάθησε να στήσει μια κουβέντα. “Λένε πως φέτος ο κόσμος πάσχει από λειψυδρία. Μην στερηθείτε και τους άνδρες, όμως δεσποινίς, ένα φωνήεν αρκεί να γίνει το κακό”. 

Το κορίτσι χαμογέλασε ευγενικά, χτένισε τα μαλλιά της και έστειλε ένα φιλί στην κυρία Έρση που συμπλήρωσε. “Και να ξέρετε δεσποινίς, στη Λούτσα και τα πέριξ, δεν έχει ταυρομάχους”. Το κορίτσι κοίταξε προς τη μεριά της λεωφόρου, εκείνος είχε γίνει πια ένα σημάδι μες στην παράξενη πολιτεία, μια φιγούρα γλυπτική, μια μολυβένια γραμμή σαν εκείνες του Μπρανκούζι. Το κορίτσι κατάλαβε τι ‘θελε να της πει η κυρία Έρση. 

Και όμως ήταν αυτή η απόσταση, η αίσθηση πως κάτι που αγαπάς ξεμακραίνει, ήταν η αίσθηση του οικείου που καταβρόχθιζε η πόλη και που έκανε το κορίτσι να το σκεφτεί λίγο καλύτερα. 

Κοίταξε ψηλά, είπε ένα δυνατό “ευχαριστώ” στην κυρία Έρση και άρχισε να τρέχει προς την πλευρά της λεωφόρου. Φώναζε, “στάσου, στη Λούτσα δεν έχει ταυρομάχους, δεν έχεις τίποτε να φοβάσαι, στάσου, περίμενέ με”. 

Χαμογέλασα και εγώ στην κυρία Έρση. Τ’ανταπέδωσε και είπε με σιγουριά πως “το κυριότερο ποτέ δεν φαίνεται”. 

Ελπίζω να τα καταφέρει και φέτος η κυρία Έρση. Και αν το θέλει ο Θεός την επόμενη άνοιξη να ηχήσει το πιάνο που έστω και ξεκούρδιστο, εκφράζει πάντα τέτοιο καιρό, το φτερούγισμα μιας αιώνια, νέας ψυχής. Της ψυχής της κυρίας Έρσης, μιας Ελένης, παλιάς όσο και ο κόσμος, όμορφης όσο λίγα πράγματα εκεί έξω.

i “Σαββατογεννημένη”, Μαλβίνα Κάραλη

Απόστολος Θηβαίος