Απόστολος Θηβαίος | Σε είδα, Μαρία

© Mario Giacomelli

[…όσο πιο θλιμμένες είναι οι ιστορίες, τόσο περισσότερο αγαπούν
τα ανόητα τα τραγουδάκια…]

 

Πέρασε από την αγορά. Σε κανέναν δεν μίλησε, είχε το στόμα του σφιγμένο, όλο πίκρα. Ήταν αψεγάδιαστος, ντυμένος τα γιορτινά του που εφάνταζαν αφόρητα μελαγχολικά, αν λογάριαζες την κατάσταση της υγείας του. Ήταν λιγνός, θαρρείς πως θα’δινε μια και θα σωριαζόταν ολότελα διαλυμένος. Είχε ξεγράψει τον εαυτό του από τον κόσμο των ζωντανών και ήταν οι μέρες του μετρημένες. 

Ποιος είπε ότι χάθηκες; Εγώ παντού θα σε βρίσκω, να το θυμάσαι Μαρία, της είπε τότε, στ’αντίο το παντοτινό. Την είχε πάρει η θάλασσα και ήταν λευκή μες στην στερνή της πατρίδα. Πνιγμός, η αιτία. Και ήρθε τότε ο κλονισμός και ο χρόνος σταμάτησε, μήτε και ο κόσμος που ‘χε πια ένα όνομα δικό του. Πέρασε χρόνια ολόκληρα μες στην ανημποριά, το βιος του χάθηκε, οι γονείς του θαφτήκανε στην πίκρα τους και πήραν τις Αχερουσίες. Μόνο η παλιά επιγραφή “Ξυλουργικά” έμενε να θυμίζει τα ένδοξα χρόνια. Μόνο αφού περάσανε πέντε χρόνια βρήκε κάτι από τον παλιό του εαυτό. Μα είχε φυσήξει δυνατά πια και είχε σβήσει της ζωής του η σπίθα. Το ‘βλεπες καθώς περνούσε μέσα από την αγορά, το ‘βλεπες που ‘ταν για εκείνον όλα ξένα, συντρίμμια από τούτο τον πόλεμο, τούτο το παίγνιο.

Κάποιος τον γνώρισε, έτρεξε να του μιλήσει, ξάφνου πάγωσε. Τον άφησε να φύγει, αυτός δεν ήταν ο φίλος του. Κάνανε πέρα τα παιδιά που παίζανε στους ντουσαμάδες, απόγευμα παραμονής της Παναγιάς. Στα σπίτια δεμένα τα ολόλευκα τα κρίνα, παντού ειρήνη. Μόνο μες στην καρδιά του καίγεται, μόνον εκείνος είναι που ξέρει πώς έφθασε ως τούτα τα ύστερα. Με τι αγώνα κερδήθηκε η κάθε μέρα, με τι αγώνα που σήμερα τελειωτικά θα κριθεί, συλλογίστηκε και η ανάσα του κατάκοπη έσμιξε με την ξαφνική την ανεμοσυρμή και ήταν θαρρείς σαν να τον πήγαινε πιο γρήγορα κοντά της. 

Ανέστη εκ του τάφου ως εκ παστάδος προελθών, είπε ο πάπα- Κανέλλος. Οι άλλοι συμφωνήσανε, ο άλλος ξεμάκραινε πια. Βγάλανε τα κασκέτα τους, σταυροκοπηθήκανε. Χαρμόσυνο, συμπλήρωσε πικρά ο ιερωμένος και οι συζητήσεις επέστρεψαν. 

Εδώ θα γίνει το σπίτι μας Μαρία, δες, έχουν χωριστεί κιόλα τα δωμάτια. Η σάλα, το χειμωνιάτικο, το μεσιανό. Σε λίγους μήνες μπαίνουμε Μαρία, σε λίγους μήνες. Τώρα έγειρε και τούτο, ρημάδι, τι να σου κάνει. Χρυσό τον κάνανε να το γκρεμίσουνε, πόσοι δεν ήρθανε να του το πάρουνε. Είναι της Μαρίας, αποκρινόταν και όλοι βεβαιώνονταν πως τα’χε πια για τα καλά χάσει. Ποιος δεν ανακατώθηκε στην ιστορία για να πειστεί. Μέχρι ο χωροφύλακας τον φοβέρισε πως το κάνει από κακία στους συγχωριανούς του και πρόσθεσε πως θα γράψει για την περίπτωσή του στα κεντρικά. Διασαλεύει την τάξη και προκαλεί εχθρότητες, ολότελα περιττές στην τοπική την κοινωνία. Είναι της Μαρίας, εσείς δεν ξέρετε τι να τα κάνετε εκείνα τα δωμάτια. Αυτά θέλουν αγάπη, τι νομίζετε πως έτσι απλά τελειώνουν τα σπίτια; Μαζί μας πεθαίνουν, μαζί μας κλαίνε οι τοίχοι και τα παντζούρια, εκεί μέσα τα όνειρά μας , μια φορά και έναν καιρό, δίνουν μια και φτερουγίζουν, πεθαίνουν. 

Πήρε μια πέτρα, την ζύγισε για λίγο την άφησε να κυλήσει. Προχώρησε, έλυσε την γραβάτα του και έβγαλε το σακάκι του. Προχώρησε και ήξερε πως πήγαινε στα σωστά, έτσι που ‘ρχόταν κύματα το λιβάνι και το μύρο και οι λυγμοί και τα άλλα τα συνηθισμένα που μας βοηθούν να αντέχουμε την απουσία. Ένα κοριτσόπουλο του προσέφερε ένα κρίνο, της έδωσε κατιτίς και στάθηκε τη ζωή να κοιτάξει που είναι γλυκιά. Βαρύς ο κόσμος, ήθελε να της πει, μα είδε που έτρεχε η ελπίδα μέσα από τα μάτια της και δεν είπε τίποτε. Χρόνια μετά ο κόσμος θα ξεδιψάσει από τούτες τις βρύσες. 

Κάτω ο πάπα – Κανέλλος είχε αρχινήσει με τον εσπερινό. Χτυπούσαν χαρούμενα οι καμπάνες, στους μαχαλάδες η ζωή κέρδιζε την παρτίδα. Αύριο είναι η περιφορά, όμως εδώ, εδώ πάνω είναι ένας άλλος κόσμος. Μα εδώ πάνω, ανάμεσα στους παλιούς νεκρούς, ένιωθε την οικειότητα, ένιωθε κάτοχος, επαρκής. Όλα τα άλλα ήταν Μαρία ένα σκάνδαλο φαιδρό.

Πέρασε από το μνήμα του Στρατιώτη. Ένας μαρμάρινος αξιωματικός, δίχως πρόσωπο, με το πηλήκιο και την καλή του τη στολή. Δεν είχε δάκρυα εκείνη η γυναίκα , μάνα του θα’ταν. Κάποτε στερεύουν Μαρία και είναι τότε πιο δύσκολο. Τότε φοβάσαι Μαρία πως η σιωπή και η λήθη θα σκεπάσουν σαν στρώμα του χρόνου τις ασήμαντες ζωές μας.

Τον γύρεψαν τρεις μέρες μετά. Ο χωροφύλακας ήρθε πρώτα στο πατρικό του. Δεν βρήκε κανέναν και έγραψε στα κεντρικά. Εξαφάνισης και τηλεγραφούσε τις λεπτομέρειες. Αργά το βράδυ ήρθε κάποιος και αποκάλυψε πως τ’απόγευμα, παραμονή της Παναγίας τον είδαν που πήγαινε στα μνήματα. Όλοι τρέξανε, τον βρήκανε ακουμπισμένο στο κυπαρίσσι. Είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του, είχε ριγμένο το σακάκι του στους ώμους. Και είχε μια στάλα άγριο μέλι ακόμη μες στα δυο του μάτια. Τον πήρανε και τον στείλανε στην Σύρο. Τον κηδέψαμε δίχως άλλα έξοδα, μα με τον ξύλινο σταυρό του και ένα στεφάνι από την επιτροπή της ιερής αδελφότητας “Ο πλησίον”. Το ρημάδι το κληρονόμησε κάποιος ξάδερφος, το ‘κανε μπακάλικο, χρυσές οι δουλειές του. 

Μα για να μην φανεί πως λησμόνησε το χρέος του το συγγενικό, ζωγράφισε με λευκή μπογιά μια επιγραφή. “Μαρία”, του λέγανε “βρε Χριστιανέ μου, το μαγαζί, με όνομα ανθρώπου; Μνήστιτί μου”, του λέγανε μα εκείνος παρήγγειλε να προσθέσουν και αγγέλους όπως στα ρωμαϊκά μωσαϊκά της Σάντα Μαρία Ματζόρε. Του’πε για αυτές τις ομορφιές κάποιος φίλος του που επέστρεψε για την γιορτή. 

Καμιά φορά τον θυμάται, ψηλό και ωραίο και πέρα για πέρα αδιάφορο για την πρόζα την ανούσια αυτού εδώ του κόσμου. Τίποτε δεν δανείστηκε η αγάπη του από τον κόσμο. Καμία λέξη, κανένα σχήμα, καμιά πτώση. Απόκοσμη στάθηκε, σαν την γριά του Ροντέν που εις μάτην κυνηγά τον εαυτό της τον παλιό. Μια σκιά είναι που κυνηγά, αυτό είναι όλη και όλη η σύλληψη, βαθύτατα ανθρώπινη. Και για αυτήν ο φίλος του’πε , κάτι λίγα δηλαδή αφού δεν είχε επισκεφτεί το έκθεμα, μήτε είχε γράψει κανένας συγγραφέας της Κυριακής για το αριστούργημα.

Απόστολος Θηβαίος