Μια ιστορία για τις λέξεις που μας λείπουν,
τις λέξεις που χρειαζόμαστε
για να τελειώσουμε εκείνο το ποίημα,
Ρέι
Μια ιστορία για έναν κόσμο
που δεν έχει βρει
ακόμη τίτλο,
Ρέι
“Μα συνιστά μια ολόκληρη τάση, δεν έχεις τίποτε για να στενοχωριέσαι. Staycation, φίλε μου, staycation. Θα μπορείς να λες πως βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή της μόδας. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο, φίλε μου”.
Έπειτα το σήμα από την άλλη γραμμή διακόπηκε. Μάταια ούρλιαζε από τ’ακουστικό, “Ρέι πότε θα έρθεις, Ρέι, Ρέι με ακούς!” Αυτός, ο Ρέι είχε κιόλας πακετάρει και επιβιβαζόταν στα πλοία της γραμμής που φεύγουν κατάμεστα και όσο τα βλέπει στις οθόνες δεν μπορεί να μην φανταστεί πως έτσι θα έμοιαζε μια μαζική φυγή, μια τρομερή ανάγκη. Και η αιτία δεν θα ήταν το καλοκαίρι, όχι Ρέι, κάτι πολύ σοβαρότερο ακόμη και από την εύθραυστη φιλία μας.
Τις τελευταίες μέρες, απ’όταν ξέμεινε κάπου στην πόλη, σφάλισε τα παντζούρια και κλείδωσε καλά. Μόνον μια φορά άνοιξε βιαστικά, σαν άκουσε το σύρσιμο της απόδειξης των κοινοχρήστων. Κοίταξε το ποσό και έγραψε με κεφαλαία γράμματα “σε εκκρεμότητα”. Όπως όλα είναι η αλήθεια, από τότε που φάνηκε το καλοκαίρι. Σαν να σταμάτησε η ζωή στην πόλη. Μπορεί να διακρίνει κλειστό το κατάστημα του κυρίου Άνταμ, το κουρείο και το παντοπωλείο που ακόμη και ως μες στον λυσσασμένο χιονιά δεν έκλεισε. Τη δουλειά την έκανε τούτο το καλοκαίρι που περνάει ανυπόφορο με το περίστροφό του οπλισμένο. Βάζει στοίχημα πως η μέρα αυτόν τον καιρό κρατάει πάνω από τις γνώριμες ώρες της. Αν ξαναπάρει ο Ρέι θα του το πει, του φάνηκε μια πολύ έξυπνη ιδέα, ίσως κάποτε γράψει για κάτι τέτοιο.
Μα όχι απόψε. Απόψε σκοπεύει να τελειώσει εκείνο το ποίημα που τον ταλαιπωρεί εδώ και μήνες. Βρήκε το χαρτί που το’χε σημειώσει, τσακισμένο βεβαίως μα ακόμη ζωντανό με μια τελευταία εκκρεμότητα. Άραγε να έπρεπε να γράψει και εκεί το “σε εκκρεμότητα”; Μα του φάνηκε πολύ σοβαρότερο το πράγμα και μετάνιωσε που ταπείνωσε την ποίηση στο επίπεδο μιας απόδειξης κοινοχρήστων. Στο νου του ήρθαν οι γυναίκες που ταπεινώνονται με τον ίδιο τρόπο, σαν παρατημένα μνημεία του έρωτα σε σπίτια σαν το δικό του. Αν καλέσει ο Ρέι ξανά, θα του πει πως αν ποτέ βαλθεί να φερθεί έτσι σε κάποιο από εκείνα τα κορίτσια, η φιλία τους θα ‘χει τελειώσει. Καλύτερα, όχι, δεν θα τελειώσει, γιατί η μοναξιά φαντάζει φοβερότερη. Το λένε και οι παρτιτούρες που μένουν ανοιχτές δέκα και βάλε χρόνια στο αναλόγιο του ξεκούρδιστου πιάνου. Solitude με πλάγιους χαρακτήρες, θαρρείς και αλλάζει κάτι αν λογαριάσεις κάπως ποιητικότερο το αίσθημα.
Είπε ποιητικότερο και στο νου του επέστρεψε το ποίημα. Τον κοιτάζει σαν παιδί που ‘χει κάνει μόλις μια σκανταλιά και ζητά συγνώμη με τον τρόπο του. Έχει τα χέρια του στις τσέπες και με κάθε τρόπο ζητάει την επιείκειά σου. Πρώτα έριξε μια ματιά στις τσέπες του, μήπως η λέξη που του’λειψε βρίσκεται εκεί. Μόνο διαφημιστικά φυλλάδια και παλιές αποδείξεις βρήκε. Κάποτε στο μέλλον, έτσι θα επαληθεύουμε πως είμαστε ακόμη ζωντανοί. Δεν θα’χουμε ψυχή, μόνο ένα μισοτελειωμένο ποίημα, μια εκκρεμότητα κάπου τσακισμένη, σαν βαρκούλα που καταποντίστηκε στις ξέρες της αναβολής. Έπειτα άνοιξε τα βιβλία των παλιών δασκάλων. Βιβλία που είχαν τίτλους με λέξεις όπως “άνοιξη” και οι μεγάλοι ποιητές παρέλασαν εμπρός του. Τον κοίταξαν με τρυφερότητα και όλα του τ’αρνήθηκαν. Πάει να πει δεν βρήκε εκεί την τελευταία του λέξη. Έπειτα έριξε μια ματιά στους λυρικούς, αυτοί ξέρουν να πλάθουν λέξεις για κάθε ορόσημο της ζωής. Μήτε εκεί κατάφερε κάτι.
Άκουσε τους ήχους πάνω στο παρκέ του σαλονιού. Τινάχτηκε από τη θέση του και κοίταξε διακριτικά. Μπορεί η λέξη που του λείπει να βρίσκεται κάπου στο σαλόνι, ανάμεσα στα έπιπλα της μητέρας που δεν θέλει κανείς πια. Ετοιμόρροπα τον φωνάζουν όταν έχει γίνει το φαί,τον χαϊδεύουν όταν πονά και όταν λυπάται, του λένε θα περάσει όταν όλα στέκουν εναντίον του. Δεν είναι η λέξη του, μόνο εκείνα τα καφκικά έντομα που ετοιμάζουν θαρρείς πίσω από τοίχους και σε αθέατα σημεία, τη δίκη που σου αξίζει. Ώστε λοιπόν, δεν ήταν η λέξη του. Ένιωσε μια απογοήτευση, κοίταξε τριγύρω του, ίσως η λέξη να ‘χε γλιστρήσει από τη χαραμάδα, όπως ακριβώς βρήκε τον δρόμο εκείνη η απόδειξη κοινοχρήστων. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως δεν βρίσκεται εκεί έξω, φοβισμένη, μόνη, με τη σημασία της πληγωμένη. Βγήκε σιγά, σαν μια λεπτομέρεια του κλιμακοστασίου που απόψε προστίθεται στη σκηνή.
Κατηφόρισε τη σκάλα, έριχνε λίγο φως στις γωνιές μήπως και τη βρει. Ξεχάστηκε και τώρα τριγυρίζει μες στην πόλη με τη ρόμπα και τον φακό του. Ρίχνει λίγο φως στις σκιές. Κάπου μακριά κάποιος κλαίει, ένα ραδιοφωνάκι αφηγείται τις ειδήσεις της μέρας, κάποιος θυμώνει, σπασμένα υαλικά, ένα κορίτσι ματωμένο που περνά ξυστά την λεωφόρο και χάνεται. Ευτυχώς ξέφυγε, της ρίχνει λίγο φως με τον φακό, να βρει τον δρόμο της. Δεν είναι αργά Ρέι για να μάθεις να φέρεσαι στους ανθρώπους. Αυτό θα του πω αν καλέσει πάλι, αυτό μόνο.
Σε λίγο ξημερώνει. Για μια στιγμή του φάνηκε πως η λέξη που ζητούσε πάει, χάθηκε. Πήρε να επιστρέφει όσο χάραζε και η καρδιά του ήταν συννεφιασμένη, σαν ξαφνική κακοκαιρία, μια υπενθύμιση φθινοπώρου. Είδε κάποιον που ερχόταν προς το μέρος του, ένιωσε κάπως άβολα που ‘ταν με τη ρόμπα, επιμελώς ατημέλητος, όχι όπως λένε τα περιοδικά μα με τον τρόπο τον καθημερινό, θύμα της βιαστικής προετοιμασίας που καμιά σχέση δεν έχει με ιλουστρασιόν αγόρια δοσμένα σε φευγαλέες φαντασιώσεις. Ο άνθρωπος εκείνος του έγνεφε. Χαμογελούσε και ας μην είχε πρόσωπο, όπως και εγώ Ρέι, όπως και εγώ. Αν με έπαιρνες ένα τηλέφωνο θα μπορούσες να το μάθεις.
“Ξέρετε, σας έπεσε πριν από ώρα. Όσο και αν φώναξα δεν ανταποκριθήκατε. Έτσι αποφάσισα να σας ακολουθήσω. Δεν έχω και πολλά να κάνω, βλέπετε”. Του έκανε εντύπωση το παιδιάστικο βλέμμα που κρυβόταν εντός του, η έννοια της θυσίας που όσο μικρή και αν έμοιαζε, δεν έπαυε να είναι κάτι σπουδαίο.
“Σας ευχαριστώ. Μα γιατί πράγμα μιλάτε;” Γύρεψε στις τσέπες του, περισσότερο από αμηχανία, θυμήθηκε τα κοινόχρηστα, την εταιρία, τα επίμονα τηλεφωνήματα. “Για τι πρόκειται; Μήπως τα κλειδιά μου; Αυτά θα είναι. Ρέι, αν είχες αφήσει τα δικά σου κάπου εδώ, αν είχες αφήσει κάτι δικό σου πίσω θα μπορούσα να ξαναμπώ μες στη ζωή μου. Εσύ όμως, Ρέι, δεν παίρνεις πια”.
“Όχι, όχι τα κλειδιά σας. Μια λέξη, μόνο, αυτό είναι όλο”.
Ώστε εκείνος λοιπόν κρατούσε μυστική τόσο καιρό τη λέξη που θα ολοκλήρωνε το ποίημα. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει πού τη βρήκε, μα ήταν αποκοιμισμένη και δεν είπαν τίποτε. Μόνο σφίξανε γερά τα χέρια. Λίγο μετά κλείδωνε τις πόρτες, τακτοποιούσε τη ζωή του, συμβουλευόταν τα μηνύματα. Αλλά εσύ Ρέι, τώρα ταξιδεύσεις σε πελάγη ευτυχίας, έτσι δεν είναι;
Ξετύλιξε αργά τη λέξη. Εκείνη σάλεψε, του γέλασε. Πήρε το ποίημα και η λέξη σαν χάδι έπεσε στο χαρτί και έμεινε εκεί για πάντα. Τώρα κάτι γίνεται, σκέφτηκε και πήρε τον Ρέι. Του είπε για τη λέξη, ο άνεμος έπαιρνε τη φωνή του, δεν άκουσε τίποτε από όσα του είχε πει, μήτε εκείνη τη λέξη που μπορούσε να σφραγίσει τη μοίρα ενός ποιήματος ή να αφηγηθεί όλα όσα περίμεναν για να ειπωθούν. Τίποτε δεν κατάφερε. Μα είχε βρει τη λέξη που του’λειπε και τώρα διάβαζε δυνατά το ποίημα του. Για να είναι έτοιμος, ικανός να το αποδώσει με όλο του το βάθος όταν θα γυρίσεις Ρέι, να γυρέψεις τα κλειδιά σου, να τα πούμε σαν δυο φίλοι, σαν τίποτε να μην συνέβη.
Η λέξη Ρέι είναι η φαντασία. Το φαντάζεσαι; Η λέξη σημαίνει όσα μας λείπουν, όπως οι ποιητές, η ξεγνοιασιά, ένας παράφορος έρωτας, δυο λέξεις κάτω από τη χαραμάδα της ζωής μας, μια απόδειξη από το ποτοπωλείο που βρεθήκαμε μετά από χρόνια, όταν κάθε άλλος δρόμος είχε κλείσει πια, Ρέι. Στάχτες στα μαλλιά, ένα βαθύ απόγευμα, Ρέι. Και μια άνοιξη πρώιμη, που όλα τα ξεγελούσε, θυμάσαι; Μα όχι, γιατί αν θυμόσουν θα με είχες πάρει Ρέι, καιρό τώρα, προτού γεράσω εγώ και το ποίημά μου.
Απόστολος Θηβαίος